Τρίτη 15 Φεβρουαρίου 2022

Ο Λιγούρης δεν χορταίνει ποτέ – εσύ;

 

Ο Λιγούρης δεν χορταίνει ποτέ – εσύ;

 

Ο Πεζοπόρος, για το βιβλίο του που εκδόθηκε την εβδομάδα αυτή επέλεξε έναν σκληρό τίτλο: «Ο Λιγούρης».

Ο τίτλος είναι σκληρός διότι η θεματική του βιβλίου είναι σκληρή. Στέκεται έξω από παραμύθια αναζητώντας την αλήθεια μέσα από τον διάλογο παππού κι εγγονιού. Ο εγγονός ρωτά, έχει απορίες, ο παππούς τού απαντά, άλλες απορίες τού τις λύνει, άλλες όχι.

Ο Λιγούρης διαρκώς θέλει, ο παππούς τού δίνει κατευθύνσεις, τον διαμορφώνει – όπως κάθε παιδί διαμορφώνεται από το οικείο περιβάλλον του, από το σχολείο, από την εκκλησία, από την κοινωνία. Η λιγούρα διαρκώς αυξάνεται, η διαμόρφωση επίσης. Η κοινωνία δεν θέλει πολίτες ελεύθερους, τους θέλει διαμορφωμένους σύμφωνα με τα πρότυπά της, τους θέλει λιγούρηδες!  

 


Ένα μικρό απόσπασμα από τον Λιγούρη

… Κι εγώ παππού όταν παίζω δεν σκέφτομαι τίποτ’ άλλο, ζω το παιχνίδι, κουράζομαι, λερώνομαι, τρέχουν αίματα απ’ το σώμα μου. Δε λογαριάζω ούτε το ξύλο που θα φάω απ’ την μάνα μου σαν επιστρέψω στο σπίτι σε κακή κατάσταση. Δηλαδή παππού, το παρόν είναι τόσο σημαντικό στη ζωή μας αλλά εμείς δεν ζούμε ποτέ σε αυτό;

… Πράγματι, δεν ζούμε στο παρόν αλλά στο παρελθόν και στο μέλλον. Η σκέψη μας δηλαδή, παίρνει πληροφορίες απ’ το παρελθόν, από πράγματα που έχουνε γίνει και μέσα απ’ αυτή τη διαδικασία τρέχουνε για τ’ άγνωστο μέλλον.

… Εγώ παππού αυτό που λες γιατί δεν το καταλαβαίνω;

… Διότι εσύ είσαι ακόμα αδιαμόρφωτος παιδάκι μου. Είσαι αγνός, αθώος, αλλά όλοι εμείς εδώ στο σπίτι πασχίζουμε να σε βγάλουμε απ’ την αγνότητα και να σε κάνουμε σαν κι εμάς. Θέλουμε να μας μοιάσεις, ζητάμε να ενστερνιστείς την γνώμη τη δική μας και να την κάνεις δική σου γνώση. Δεν θέλουμε εσύ να γίνεις κάτι διαφορετικό από εμάς, τρομάζουμε και μόνο στην ιδέα ότι εσύ, θα αποκτήσεις δική σου γνώση και γνώμη.

… Τι να κάνω παππού ώστε μεγαλώνοντας να μην σας μοιάσω;

… Χμ… δύσκολο το ερώτημα μα δυσκολότερη η απάντηση. Εάν σου πω δεν ξέρω, τι θα κάνεις, θα με πιστέψεις; Όμως κι εσύ θα διαμορφωθείς μεγαλώνοντας, θα αλλάζεις συνεχώς, σήμερα είσαι λιγούρης, αύριο θα γίνεις άπληστος, θα πέσεις στις επιθυμίες και δεν θα σε ικανοποιεί τίποτα, ούτε πλούτη, ούτε οκάδες μέλι, πάντα θα ζητάς και κάτι ακόμα. Αλλά να θυμάσαι, αν θέλεις να είσαι διαρκώς μέσα στο μέλι, να γίνεις πολιτικός ή ιερέας, εκεί να ειδείς μάσες παιδάκι μου.

… Και ποια θρησκεία ν’ ακολουθήσω παππού; Ποια νομίζεις πως είναι η καλύτερη, ποια δηλαδή έχει άφθονο μέλι;

… Ποια θρησκεία … διάλεξε μιά στη τύχη, όποια να ‘ναι, αλλά ακολούθησε την με φανατισμό, ή μάλλον, διάλεξε μιά αίρεση, γιατί βλέπεις, ό,τι ειπώθηκε απ’ τους γενάρχες των θρησκειών, αναλύθηκε και ερμηνεύτηκε κατά το συμφέρον του καθενός. Έτσι, γεννήθηκαν οι αιρέσεις, κάθε θρησκεία έχει τις δικές της αιρέσεις και στη συνέχεια αυτές έχουνε τα παρακλάδια τους. Φαύλος κύκλος για το μέλι παιδάκι μου. Να ξέρεις όμως, όποια κι αν ακολουθήσεις, την Αγάπη δεν θα την γνωρίσεις μέσα σ’ αυτές. Η Αγάπη, δε γνωρίζει θρησκείες, φανατισμούς, μίση, διαχωρισμούς, πίστες, απληστίες, πλάνες, είναι καθαρή, σαν το φως του ήλιου που ζεσταίνει τις καρδιές μας. Σαν μεγαλώσεις, μπορεί να θελήσεις ν’ αλλάξεις, να πάψεις να λιγουρεύεσαι το μέλι και να λαχταρίσεις ν’ αντικρύσεις τον κόσμο έξω απ’ αυτό, γιατί η ζωή απ’ τη φύση της -να ξέρεις- περιέχει τα πάντα μέσα της, γλύκες και πίκρες, γιατί ζωή παιδάκι μου είναι τα πάντα, δίχως διακρίσεις και πολλές σκέψεις.

Ο παππούς μου, είναι πατέρας του πατέρα μου, γιατί η γιαγιά μου η μουσουλμάνα είναι μάνα της μάνας μου. Πότε αλλαξοπίστησε ο παππούς κ έγινε από χριστιανός που ήτανε βουδιστής, δεν το καλοξέρω, μα υποθέτω αφού γύρισε απ’ τον πόλεμο. Εφτά σχεδόν χρόνους ήτανε στρατιώτης, πολέμησε στη Κριμαία το 1917 τους μπολσεβίκους και μετά, μπήκε νικητής στη Μικρά Ασία το 1921. Μα η άπληστη πολιτική των αγγλογάλλων που λιγουρεύονταν τα πετρέλαια της Ανατολής, έφεραν τον ελληνικό στρατό να στρατοπεδεύει έξω απ’ την Άγκυρα.

… Γιατί πολέμησες στη Κριμαία παππού τους μπολσεβίκους; Κινδύνευε η πατρίδα μας;

… Ποια πατρίδα παιδάκι μου; Για τα ξένα συμφέροντα πολεμήσαμε στη Κριμαία μα και στη Μικρά Ασία. Ό,τι θέλανε μας κάνανε οι μεγάλες δυνάμεις, μας βάζανε μπροστά με τα όπλα, πολεμούσαμε, χάναμε τις ζωές μας κι αυτοί από πίσω κάνανε πολιτική, διπλωματία, ασκούσανε πιέσεις, στην αναμπουμπούλα όλο και κάτι παίρνανε να λιγδώσει τ’ αχόρταγο άντερό τους. Στη Κριμαία δώσαμε σκληρές μάχες μα χάσαμε, οι μπολσεβίκοι μας νίκησαν, αλλά έννοια σου, εμείς κερδίσαμε μετά, στη Μικρά Ασία.

… Μα κι εκεί δεν χάσαμε παππού απ’ τους Τούρκους;

… Όχι παιδάκι μου, δεν χάσαμε απ’ τους Τούρκους, προδοθήκαμε από τους Έλληνες πολιτικούς, τον Βενιζέλο και τον βασιλιά κι όλους τους υποταχτικούς τους. Κοντά δυό χρόνους είχαμε στρατοπεδεύσει έξω απ’ την Άγκυρα αλλά δεν την παίρναμε, έτσι να κάναμε την είχαμε κατακτήσει κι αυτή, αλλά……

… Σκότωσες Τούρκους παππού;

… Και Τούρκους σκότωσα παιδάκι μου, και Τουρκάλες γάμησα με τη βία, πολλά έκανα, όχι εγώ μονάχα, όλος ο στρατός. Αλλά αυτά να ξέρεις, τά ‘χουνε οι πολέμοι, τις δυστυχίες και τους σκοτωμούς, μας είχανε αφιονίσει με την πατρίδα και τη σημαία κι εμείς, σαν πρόβατα εκτελούσαμε διαταγές. Παράνοια είναι ο πόλεμος παιδάκι μου, τρέλα, υπέρτατη μορφή βίας, μα σε κάθε πόλεμο, εκείνοι που βγαίνουμε αλώβητοι, ατσαλάκωτοι, είναι πάντοτε οι πολιτικοί και οι παπάδες. Οι πρώτοι με τα ψεύτικα λόγια και οι δεύτεροι βαπτίζοντας τους πολέμους ιερούς, με την ευλογία δηλαδή του θεού. Αν δηλαδή υπάρχει θεός, να ξέρεις, πρέπει να ‘ναι αλλόκοτος, κακός, αιμοβόρος, ψεύτης, πολεμοχαρής, διασκεδάζοντας με την ανθρώπινη δυστυχία. Αλλά μάλλον δεν υπάρχει θεός αλλά τον εφευρίσκουν οι ξύπνιοι για να κάνουνε τις βρώμικες δουλειές τους. Και τον πλάθουνε θηριώδη για να φοβούνται οι μάζες, αυτός ο τεράστιος κουβάς από περιττώματα.

… Και οι πρόσφυγες παππού, γιατί παράτησαν την πατρίδα τους κι έφτασαν στα μέρη μας;

… Δεν παράτησαν την πατρίδα τους παιδάκι μου, εμείς τους πουλήσαμε, τους πλανέψαμε και στο τέλος η φυγή ήτανε γι’ αυτούς μονόδρομος. Αλλά τι τράβηξαν κι αυτοί οι άνθρωποι; Πόσα βάσανα; Σαν τους έφεραν εδώ με τα καράβια, τους πέταγαν σε βαλτότοπους να πεθάνουνε απ’ τις μολύνσεις, απ’ τα έλη και τα κουνούπια. Πολλοί δεν άντεξαν, μα ευτυχώς, αυτοί που μείνανε ζωντανοί, αυτοί παιδάκι μου, σκόρπισαν στη πατρίδα μας πολιτισμό. Γιατί μέχρι τότε, ένα κράτος αγροίκων ήμασταν, απολίτιστο, μα η ευλογημένη προσφυγιά μας δίδαξε τον χαμένο πολιτισμό, κείνον που φύλαγε απ’ τους χρόνους τους παλιούς μέσα της, τους αρχαίους. Αν πρόκοψε η πατρίδα μας, στους πρόσφυγες έχει χρέη απλήρωτα.

… Κι εσύ παππού πως γύρισες πίσω ζωντανός; Δεν σας κυνήγησαν οι Τούρκοι;

… Πως να γυρίσω παιδάκι μου; Όπως κι άλλοι στρατιώτες, κυνηγημένοι σαν τους κλέφτες, οι περισσότεροι σκοτώθηκαν ή από τούρκικη σφαίρα ή από τις κακουχίες. Εγώ, και λίγοι σαν εμένα σταθήκαμε τυχεροί, πέσαμε στη θάλασσα.

… Έσπασε ο παππούς, αρχίνησε ένα βουβό κλάμα, σπαρακτικό, να τον τραντάζει ολόκληρο, να κάμει την καρδιά του ν’ ακούγεται σα βαριοπούλα, τέτοιο ήχο είχε, τρομακτικό. Τον άφησα να πλαντάξει, να ξεσπάσει, να βγάλει από μέσα του το θανατικό που τόσα χρόνια τον συντρόφευε. Πράγματι, πόση ώρα δε θυμάμαι, μα αρκετή νομίζω, ο παππούς μου είχε «φύγει» και πήγε «πίσω», στην εθνική συμφορά, στα μεγάλα και ψεύτικα λόγια των συμμοριών του Βενιζέλου και του βασιλιά.

… Μέσα στο ψέμα και στη βία μεγαλώσαμε παιδάκι μου, το ένα κακό μετά το άλλο, μετά την εθνική συμφορά και τα πάνδεινα που υπέστησαν οι Έλληνες της Μικράς Ασίας σαν πατήσανε στην καινούργια πατρίδα τους, τον κατατρεγμό που ζήσανε από τ’ αδέλφια τους εδώ στη μητροπολιτική Ελλάδα, τις κακουχίες που τράβηξαν μέχρι να στεριώσουνε κάπου, η ελονοσία που τους θέριζε μιάς και σε βαλτότοπους τους πέταξαν να πεθάνουν, αυτά και πόσα ακόμα, αυτούς τους γίγαντες του ελληνισμού τους ατσάλωσαν, πρόκοψαν, πήγαν μπροστά και μάλιστα, παρέσυραν με τον πολιτισμό τους την υπόλοιπη Ελλάδα που ζούσε ακόμα σε ημιάγρια κατάσταση. Στον μικρασιατικό ελληνισμό οφείλουμε πολλά, σ’ αυτόν που δέχτηκε τον φανερό και κρυφό ρατσισμό μας στο μεδούλι του. Να ξέρεις και κάτι άλλο παιδί, η πατρίδα δεν διδάσκεται μήτε στα σχολεία μήτε στους ναούς της υποκρισίας, ο καθένας μας κουβαλά στην καρδιά του τη δική του πατρίδα κι αυτή βρίσκεται έξω από τους κάθε λογής πατριδοκάπηλους.

… Ναι παππού, μου τα είπες και πρωτύτερα αυτά τα αίσχη που ζήσανε οι πρόσφυγες. Όμως τώρα μου γεννήθηκε άλλη απορία, γιατί έγινες βουδιστής; Τι ακριβώς πάει να ειπεί αυτή η λέξη;

… Χαχαχαχα…… μ’ έκανες και γέλασα παιδί. Βουδιστή με λένε, δεν είμαι. Ο πατέρας σου μια φορά, μη αντέχοντας την ηρεμία μου, είπε: δε μπορεί, εσύ αλλαξοπίστησες κι έγινες βουδιστής. Δε μπορεί να καταλάβει πως πέρα απ’ τη διαρκή σύγκρουση υπάρχουνε κι άλλα πράγματα που έχουν αξία. Σαν μου είπε τότε την κουβέντα αυτή, δεν έδωσα σημασία, δεν ασχολήθηκα καν να του απαντήσω. Αυτό ήταν, παίρνοντας τη σιωπή μου σαν παραδοχή στην απορία του, μου κόλλησε το «βουδιστή», ας είναι, με όλα αυτά τα παράξενα καμώματα των θρησκειών και των κοσμοθεωριών δεν ασχολούμαι καθόλου, φράγκο δε δίνω, αφήνω τον καθένα να νομίζει ό,τι θέλει. Εξάλλου, οι άνθρωποι συνηθίζουν να κολλάνε σε συνανθρώπους τους ταμπέλες, επειδή αυτοί κάπου πιστεύουν, δε μπορεί, έτσι θα είναι και οι υπόλοιποι άνθρωποι, σαν κι αυτούς, όμοιοι. Μα να ξέρεις, οι άνθρωποι μπορεί να είναι ίσοι, αλλά όμοιοι δεν είναι, η κάθε ανθρώπινη ψυχή είναι διαφορετική από την άλλη.

… Και γιατί παππού δεν είναι και όμοιοι;

… Παρατήρησε τη Φύση παιδάκι μου, κοίταξε τα δέντρα σε ένα δάσος, το ένα απ’ τ’ άλλο δεν είναι διαφορετικό; Πάρε τις ντομάτες σ’ ένα μποστάνι, έχει η μία με την άλλη καμία ομοιότητα πέρα απ’ το χρώμα; Που κι αυτό διαφέρει; Έτσι και οι άνθρωποι, είναι διαφορετικοί όχι μόνο στην εξωτερική τους εμφάνιση μα κυρίως είναι διαφορετικοί μέσα τους, στη ψυχή τους. Αυτή η διαφορετικότητα σε ανθρώπους ανώριμους είναι που γεννά την αντιπαλότητα, τη σύγκρουση, το μίσος, τη ζήλεια. Γεννά ένα σωρό παθογένειες, που δεν τον αφήνουν, δεν του επιτρέπουν να ζήσει με Αγάπη με τον γείτονά του, τον συμπολίτη του.

… Παππού, ακούω συχνά τη λέξη «Αγάπη», ακόμα και στην εκκλησία όσες φορές έχω πάει, την ακούω απ’ τα χείλη του παπά, μα δεν την καταλαβαίνω, δεν ξέρω τι ακριβώς είναι, εσύ ξέρεις;

… Ά…. εσύ παιδί πολλές απορίες έχεις μα δεν έχω γι’ όλες απαντήσεις. Όταν όμως ακούς τους ανθρώπους να μιλάνε γι’ Αγάπη, φυλάξου, για συμφέρον μιλάμε, για συναισθήματα, για ό,τιδήποτε άλλο εκτός απ’ αυτή. Όπως δεν ξέρω εγώ τι είναι η Αγάπη, μήτε αυτοί γνωρίζουν. Η διαφορά μας είναι μονάχα σ’ αυτό: αυτοί φοβούνται να πούν «δεν ξέρω» αντίθετα μ’ εμένα που δεν φοβάμαι. Αν πούν «δεν ξέρω» μπορεί να πληγωθεί ο εγωισμός τους και κάτι τέτοιο δεν τους αρέσει, χαλάει η μανέστρα της περηφάνιας τους.

… Παππού, τόση ώρα που μιλάμε, θα με πιστέψεις αν σου πω ότι θέλω πάλι να πάρω λίγο μέλι από το βάζο;

… Ά … εσύ παιδί εξελίσσεσαι σε πολύ μεγάλο λιγούρη, έλα όμως να σε βοηθήσω στη κλεψιά, να γίνω κι εγώ συνένοχος σου, να μοιραστώ την αρρώστια σου. Έλα, πάρε το βάζο και γλύψε γρήγορα πριν μας δούν οι γυναίκες και μας κουνήσουν απειλητικά τα δάκτυλά τους. Αχόρταγος είσαι παιδί, το ξέρεις;

Συνεχίζεται ……………

Ήταν υποκριτής ο Ένγκελς;

Ήταν υποκριτής ο Ένγκελς;   Εκμεταλλευόταν ο Ένγκελς τους εργαζομένους που είχε μέσω της υπεραξίας; Το ερώτημα αυτό τέθηκε αλλά δεν είμα...