Πέμπτη 31 Μαρτίου 2022

Εσείς εκεί στο Κονκλάβιο τι ρόλο παίζετε αλήθεια;


Εσείς εκεί στο Κονκλάβιο τι ρόλο παίζετε αλήθεια;

 

Ήταν λίγο μετά το απομεσήμερο. Οι ακτίνες του ήλιου είχαν γείρει και γλύκαιναν την φύση όπως την κοιτούσαν. Τα μεγάλα βουνά, σχημάτιζαν έναν εξαιρετικό πίνακα και μέσα σε αυτόν βάδιζα το μοναχικό μονοπάτι του πρωταγωνιστή. Χωρίς βιάση. Παρατηρώντας το γεωγραφικό ανάγλυφο, σταματώντας στις πηγές για να δροσιστώ, πατώντας απαλά την σκληρή πέτρα, φούσκωναν τα πλεμόνια μου από καθαρό αέρα. Ένα αεράκι χάιδευε ψυχή και σώμα και οδοιπορούσα για το θέατρο.

Το μονοπάτι με οδήγησε σε μια πλαγιά. Από μακριά διέκρινα την όγκο της και την αψάδα της. Σαν έφτασα σε αυτήν, μπροστά μου, στα ριζά της, αντάμωσα το αρχαίο θέατρο. Δεν ήταν μεγαλοπρεπές, σαν αυτά που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε. Λιθοξόοι ζηλευτοί είχαν δουλέψει τον βράχο και είχαν σκαλίσει τις θέσεις των θεατών. Μερικές σειρές όλες κι όλες, μα αρμονικά τοποθετημένες με τον υπόλοιπο χώρο. Μπροστά από την πρώτη σειρά των θεατών, στέκονταν δυό μοναχικές θέσεις, δυό πέτρινοι θρόνοι. Οριοθετούσαν κατά κάποιο τρόπο τις σχέσεις πρωταγωνιστών και θεατών. Η σκηνή, ένα πλακόστρωτο αριστούργημα, σχημάτιζε ημικύκλιο. Και πίσω από αυτήν, ένα πέτρινο οίκημα, που χρησίμευε για τα καμαρίνια των ηθοποιών.

Βρίσκομαι τώρα στα παρασκήνια του θεάτρου και περιμένω να αρχίσει η πρεμιέρα της παράστασης που έχω τον βασικό ρόλο, με μια ομάδα σημαντικών ηθοποιών και έναν εξαιρετικό σκηνοθέτη. Η επιτυχία της παράστασης εξαρτάται από το πόσο «ζωντανά» θα ερμηνεύσω τον ρόλο μου ώστε ο θεατής να μπορέσει να συνδεθεί συναισθηματικά μαζί μου. Απ’ έξω, ακούγεται οχλαγωγή. Καταφθάνουν οι θεατές για την παράσταση.

Περιμένοντας το κουδούνι της παράστασης σκέφτομαι τη σημασία που παίζουν οι ρόλοι στη ζωή μου. Όλη η νουθεσία μου, από την παιδική ηλικία έως και σήμερα, γίνεται μέσω παραδοσιακών διδασκαλιών και βασίζεται στα πρέπει και στις προκαταλήψεις της κοινωνίας που ζω. Και εγώ καλούμαι να παίζω όλους αυτούς τους ρόλους με συνέπεια, διότι μπροστά μου χάσκει ο φόβος της απόρριψης. Από τους πολλούς ρόλους που έχω παίξει, κατάντησα ρολό που κυλά σε διάφορες κατευθύνσεις χωρίς νόημα.

Η υποσυνείδητη επιβολή των ρόλων που μου επιβλήθηκαν σε όλη μου τη ζωή και τους αποδέχτηκα, με έστρεψαν στο επάγγελμά του ηθοποιού. Και ως γνωστόν ο ηθοποιός είναι αυτός που ποιεί το ήθος. Αλλά τι είναι το ήθος; Αδαείς φιλόλογοι και δήθεν φιλόσοφοι προσπαθούν να δώσουν διάφορους ορισμούς. Αλλά πώς μπορεί να ορισθεί (άρα και να περιοριστεί) μια κατάσταση που είναι έξω από την εμπειρία αυτού που την περιγράφει; Αυτό είναι αδύνατον, σκέτη ματαιοπονία. 

Κατά τη διάρκεια της παράστασης προσπαθώ να ταυτιστώ  με τον ήρωα του έργου (άρα και με την ιδανική προβολή μου) και παίζοντας το ρόλο κάποιου που θεωρώ σημαντικό, ξεχνάω το πόσο ασήμαντος είμαι. Έτσι καταφεύγω σε όλων των ειδών τις φυγές που υποδεικνύουν οι διάφοροι ρόλοι.

Ο αγαπημένος μου ρόλος βρίσκεται μέσα στην κωμωδία γιατί μέσα από αυτήν ξεφεύγεις στιγμιαία από τα προβλήματα σου. Όταν βγαίνεις από την αίθουσα αυτά σε περιμένουν εκεί. Τον δικό μου ρόλο δεν τον αντέχω, γι’ αυτό οι συζητήσεις μου είναι για τον επόμενο ρόλο που προβάλει έναν άλλο ήρωα που θα προσπαθήσω να μιμηθώ. Στο τέλος της παράστασης το χειροκρότημα του κοινού επιβεβαιώνει την ύπαρξή μου. Όταν σκέφτομαι τη πλατεία του θεάτρου άδεια από θεατές με πιάνει πανικός. Ο θεατής που είναι πάντα ο αποδέκτης πρέπει να συμφωνεί με τις επιταγές του σκηνοθέτη για να έχει επιτυχία το έργο, γι’ αυτό η προσπάθεια του σκηνοθέτη είναι, αφού μελετήσει την ανεπάρκεια του κοινού, να την συμπληρώσει με την δική του φαντασίωση έτσι ώστε να καλυφθεί η ανεπάρκεια και των δύο.

Μετά το τέλος της  παράστασης βρέθηκα μόνος στο σπίτι μου. Χαμένος μέσα στο δίπολο των συναισθημάτων, που με παρασύρουν και με εγκλωβίζουν σε ρευστές ψυχολογικές διακυμάνσεις και μεταπτώσεις, και των σκέψεων που συντίθενται από περιορισμένη γνώση και προκατάληψη, αναρωτιέμαι για το νόημα της ζωής. Αναρωτιέμαι αν η ζωή είναι ρόλος ή κατάσταση έξω από αυτόν.

Έξω από το θέατρο είμαι και ο σκηνοθέτης και ο ηθοποιός και ο θεατής.

Σαν σκηνοθέτης όση φαντασία και αν έβαζα για να βγω έξω από το πεδίο του ελέγχου των  συναισθημάτων και των σκέψεων πάντα αποτύχαινα. Παρατηρώ ότι όλο το σύστημα που ζω είναι παράλογο και η αδυναμία της οποιασδήποτε ερμηνείας που θα με έβγαζε έξω από αυτό με οδηγούσε σε παρερμηνείες, φαντασιώσεις, φυγές και όνειρα. Θέλω να ερμηνεύσω αυτό το σύστημα που βρίσκομαι, γιατί βλέποντας την κυριαρχία που ασκεί πάνω μου, περιορίζει τους βαθμούς ελευθερίας μου. Και βαθμός ελευθερίας είναι ο βαθμός κυριαρχίας ενός πεδίου. Παρατηρώ ότι στο βαθμό που κυριαρχεί το πεδίο πάνω μου, με ελέγχει και με κατευθύνει. Αλλά πραγματικά κυριαρχώ πάνω σε ένα πεδίο όταν δεν κάνω καμία προσπάθεια για να το ερμηνεύσω, ειδάλλως προβάλω την ερμηνεία μου, δηλαδή τον εαυτό μου (άρα και τον εγκλωβισμό μου). Ως σκηνοθέτης αποφασίζω για το πώς πρέπει να ανακλάται η εικόνα μου ως ηθοποιού στον θεατή. Και έτσι σαν θεατής προβάλω τον εαυτό μου και παγιδεύομαι στην προβολή μου (δηλαδή στην ανεπάρκεια της ερμηνείας μου).

Σαν ηθοποιός παίρνω το ρόλο που μου επιβάλει η περιορισμένη οπτική γωνία του σκηνοθέτη για τον τρόπο που αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα, και δια μέσου αυτής της εντολής, ο θεατής αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα. Ταυτίζομαι με την ερμηνεία που δίνω σ’ αυτό που παρατηρώ. Ανατροφοδοτώντας τον σκηνοθέτη με την ανάκλαση μου ως θεατή, δημιουργείται ένα νέο σενάριο μέσα στο ίδιο πεδίο, και ο φαύλος κύκλος της εναλλαγής του θύματος σε θύτη συνεχίζεται. Έτσι η προβολή του σκηνοθέτη στον ηθοποιό και στον θεατή και αντίστροφα αφορά το ίδιο πρόσωπο. Θύτης και θύμα το ίδιο.

Όταν κάποια φορά είμαι σε σιγή έχω την αίσθηση  ότι η επίγνωση που παρατηρεί όλον τον εγκλωβισμό, είναι έξω απ’ το σύστημα Σ’ αυτή την κατάσταση δεν κυριαρχεί καμία σκέψη σε καμία άλλη. Το ίδιο συμβαίνει και με τα συναισθήματα.   

Αν εσείς εκεί στο Κονκλάβιο αναλογιστείτε όλα τα παραπάνω -δεν απαιτώ να τα ενστερνιστείτε, όχι, δεν έχω τέτοια ψευδαίσθηση- τότε, ποιος είναι ο δικός σας ο ρόλος κάθε Σάββατο που φωνασκείτε αναπαράγοντας τα ίδια πράγματα; Μήπως τρέφετε αυταπάτες πως κάτι σπουδαίο λέτε ή κάνετε; Σας γοητεύει μήπως όλο αυτό το αδιέξοδο που είναι απόρροια των ιδεολογικών στρεβλώσεων στις οποίες όχι μόνο έχετε πέσει αλλά και στηρίζετε και ταυτόχρονα συντηρείτε; Δεν αντιλαμβάνεστε ότι όλα τα πολιτικά συστήματα έχουν αποτύχει και όλα δρουν σε βάρος του ανθρώπου; Απλή λογική απαιτείται για την αντίληψη της πραγματικότητας, αλήθεια, τι σας εμποδίζει να κάνετε το άλμα προς τα εμπρός; Τι αλήθεια περισσότερο φοβάσθε; Να χάσετε μήπως αυτό που δεν έχετε;

Για να φύγουμε σαν άνθρωποι απ΄ όλο αυτό το αδιέξοδο μήπως θα πρέπει να αφήσουμε πίσω μας τον παλιό εαυτό μας; Να αρχίσουμε να ζούμε για το τώρα και όχι για το χθές ή το αύριο όπως κάνουμε;             


Δευτέρα 21 Μαρτίου 2022

Τα μπαρμπέρικα της πόλης μας


Τα μπαρμπέρικα της πόλης μας

 

Ο Θανάσης Βέγγος, ο μέγιστος αυτός ηθοποιός και άνθρωπος, κατοικούσε στον Βόρειο Πόλο[1], στα σύνορα τρόπον τινά Γαλατσίου & Κυπριάδου. Κάθε τόσο όμως, ανηφόριζε μέχρι την Λεωφόρο Βέϊκου για να κουρευτεί. Ήταν επί χρόνια μόνιμος πελάτης στο κουρείο του Αντώνη Μπουγιούκα, το παλαιότερο σήμερα κλασικό κουρείο της πόλης μας.

Την αρχαία εποχή στην πόλη μας, εκεί, στην κλινική του Κολιόπουλου, είχε το κουρείο του ο Μίμης Νικολόπουλος. Αν δεν απατώμαι, το δούλευε μαζί με τον αδερφό του τον Σούλη. Μπαρμπέρηδες ζόρικοι και οι δυό, το ψαλίδι το έπαιζαν στα δάκτυλα. Αργότερα, χώρισαν κι άνοιξαν κουρεία, ο μέν Μίμης επί της οδού Απειράνθου ο δε Σούλης επί της Λ. Βέϊκου, εκεί περίπου που βρίσκεται σήμερα το εμπορικό με τα ανδρικά ρούχα του Βασιλακάκη.

Φανατικός οπαδός της ΑΕΚ ο Μίμης, ο Σούλης φανατικός Παναθηναϊκός. Εγώ, σαν γνήσιος Απολλωνιστής που ήμουν (ακόμα είμαι αλλά δεν ασχολούμαι πλέον με τα θεάματα), κουρευόμουν πότε στον ένα και πότε στον άλλο.

Ο Μίμης, πιο προχωρημένος σαν οπαδός, σε κούρευε κι έλεγε φωναχτά τα σχέδια του: να, εδώ θα κάνω ένα μπαράκι, όταν έρχεται για κούρεμα ο Μπάρλος (παλιός πρόεδρος της ΑΕΚ), να πίνει τα ουϊσκάκια του. Ο Σούλης, ήταν πιο σοφιστικέ τύπος. Και οι δυό, άριστοι επαγγελματίες.

Ο Αντώνη ο Μπουγιούκας, είχε φανατικούς πελάτες που μπορεί να περίμεναν με τις ώρες για να κουρευτούν από τα χέρια του. Είχε βοηθό τον Λάζαρο, ένα καλοσυνάτο γεροντάκι που κούρευε συνήθως όλους τους υπόλοιπους. Πιτσιρικάδες σαν ήμασταν με τον αδερφό μου, μας πήγαινε στον Αντώνη ο πατέρας μας για κούρεμα γουλί, αλλά μας άφηνε μιά φράντζα μαλλί μπροστά. Ήταν της μόδας την αρχαία εποχή το παιδικό αυτό κούρεμα. Για να δυναμώνουν τα μαλλιά μας, όπως έλεγαν οι σοφοί γέροντες που είχανε σπουδάσει τη ζωή.

 


Το κουρείο του Αντώνη ήταν ιδιοκτησία του Σπύρου Τσάκωνα, κληρονόμου της γνωστής οικογένειας. Το ζητούσε με επιμονή και υπομονή ο Αντώνης να το αγοράσει και τελικά τα κατάφερε, το έκανε δικό του. Μετά τον Λάζαρο, είχε σαν βοηθό τον Παναγιώτη, πολύ καλό κουρέα, ήταν δε κωφάλαλος. Αργότερα, όταν άνοιξε ο Παναγιώτης δικό του κουρείο επί της οδού Σολωμού, κουρευόμουν κι εκεί. Ο Τσάκωνας, κουρευόταν πάντα στον Αντώνη, στον δε ελεύθερο χρόνο του (είχε άπειρο ελεύθερο χρόνο), έκανε τις δικές του τανζανιές στην ήσυχη πόλη μας. Μερικές μάλιστα φορές, όταν το αλκοόλ είχε το πάνω χέρι, η αστυνομία έδινε λύσεις. Μερικές φορές δημιουργούσε προβλήματα και στο μαγαζί που ήταν πίσω από το περίπτερο της Δόξας, όταν το δούλευε ο αδερφός της ο Μπάμπης ή λίγο αργότερα όταν τα δούλευαν τα κορίτσια, η Μαίρη και η Βάσω. Το μαγαζί αυτό, που αν θυμάμαι καλά ήταν μεζεδοπωλείο (μπορεί να κάνω και λάθος), είχε μιά μεγάλη τέντα που από τα κενά της, άφηνε ο Τσάκωνας αυγά κι έπεφταν στους θαμώνες του μαγαζιού μιάς και κατοικούσε δυό ορόφους από πάνω.

Μικρή πόλη τότε σαν ήμασταν, τα κουρεία αυτά εξυπηρετούσαν με τον καλύτερο τρόπο τους πελάτες τους. Και όλα αυτά τα κουρεία, ξύριζαν και τον πελάτη τους. Το ξύρισμα ήταν ιεροτελεστία, τέχνη που αποφεύγουν σήμερα τα σύγχρονα κουρεία για λόγους που αγνοώ. Όταν εμφανίστηκε σε παγκόσμια κλίματα το Aids, καλώς σταμάτησαν να ξυρίζουν με την λεπίδα. Βγήκαν όμως στο εμπόριο καινούργιες λεπίδες που άλλαζαν τα ξυραφάκια, οπότε δεν συνέτρεχε λόγος σοβαρός για να μην ξυρίζουν. Σήμερα, μπορεί να υπάρχει και εγώ να μην το ξέρω, κουρείο δηλαδή που να ξυρίζει τον πελάτη του. Αν υπάρχει τέτοιο κουρείο, καλό είναι να το μάθουμε.

Σήμερα, μονάχα το κουρείο του Αντώνη θυμίζει την αρχαία δόξα της πόλης μας που πλέον γίνεται κάθε στιγμή που περνά και πιο απρόσωπη. Πιο γκρίζα. Για άλλους πιο πολύχρωμη.

Το δημοσίευμα αυτό θα ήταν ατελές αν δεν υπήρχε αναφορά και για το κουρείο του Ρίζου, στο Παλαιό Τέρμα, δίπλα από το μαγαζί του κύρ Βαγγέλη Καρόζη. Μάλλον αυτό ήταν τα αρχαιότερο στο Γαλάτσι κι ευχαριστώ θερμά τους αναγνώστες που με τα σχόλια τους διόρθωσαν-εμπλούτισαν το άρθρο μου. Παραθέτω δε τα σχόλια της κόρης του Ρίζου όπως αυτά εμφανίστηκαν στα κοινωνικά δίκτυα. "Κατερίνα Τζερκτζόγλου ... προς Νἰκο Σταυρόπουλο - έτσι ακριβώς κύριε Νίκο. Ο Φάνης πήγε στην Αυστραλία και ο Ρίζος κράτησε για 10 χρόνια περίπου το κουρείο του. ανάμεσα στα 2 καφενεία του κύρ Αντώνη και των αδελφών Κάβουρα. Παρά δίπλα το υαλοπωλείο του Καρόζη και το φαρμακείο της κυρίας Στασινάκη. Μπροστά από το καφενείο το περίπτερο του κύρ Μήτσου. Τι ωραία χρόνια! Το κουρείο του Ρίζου το έζησα και από αυτό μεγάλωσα γιατί ήταν ο μπαμπάς μου". Αστραπιαία, διαβάζοντας τα σχόλια για το καφενείο του Ρίζου, επανήλθε το κενό μνήμης. Σε αυτό το κουρείο πρωτοπήγαμε για κούρεμα και χρόνια αργότερα στου Αντώνη. 



[1] Ο Βόρειος Πόλος ήταν ζαχαροπλαστείο που χάρισε το όνομά του στην περιοχή. Και στάση λεωφορείου «Βόρειος Πόλος».


Τετάρτη 16 Μαρτίου 2022

Οι αμαρτίες της Λεωφόρου Βέϊκου & οι αναμάρτητοι κριτές


Οι αμαρτίες της Λεωφόρου Βέϊκου & οι αναμάρτητοι κριτές

 

Τις τελευταίες δεκαετίες η αλλαγή της πόλης μας είναι αξιοπρόσεκτη. Προς το καλό και προς το κακό, αυτά τα δυό άλλωστε βαδίζουν παρέα, χέρι-χέρι. Ειδικότερα η λεωφόρος Βέϊκου έχει πάρει εντελώς άλλη μορφή σε σχέση με το παρελθόν. Έχω ακούσει να λένε κάποιοι, ότι η ανατολική πλευρά της λεωφόρου είναι εμπορικότερη της δυτικής πλευράς. Τούτο, ίσως να είναι και αληθές μα δεν παίρνω όρκο διότι τον απαγορεύει ρητά ο χριστιανικός Λόγος. Μα, θα αναρωτηθεί κάποιος εδώ, τότε στα δικαστήρια γιατί υπάρχει ο όρκος; Και όχι φυσικά μόνο σε αυτά. Μα η απάντηση εδώ είναι απλή, διότι ο χριστιανικός κόσμος είναι υποκριτής και με τον όρκο παραβιάζει αυτά για τα οποία υποτίθεται πως νοιάζεται και πιστεύει. Σύμφωνοι, η πίστη είναι νεκρή ενέργεια (πίστη σε κάθε τι) αλλά μην ξεφύγω από το θέμα διότι άλλα έχω στο νού μου.

Παλιότερα λοιπόν, στην ανατολική πλευρά της λεωφόρου Βέϊκου, εκεί που σήμερα είναι η Wind και παλιότερα ο Ζογγός με τα ωραία λουλούδια του, υπήρχε το γαλακτοπωλείο του Βασίλη Τζώρτζου (βρίσκεται έν ζωή) που επεκτάθηκε κι έφτιαχνε απίθανα σουβλάκια. Σουβλάκια γνήσια, αληθινά κι όχι τις σαβούρες που σερβίρουν τα περισσότερα σουβλατζίδικα με τις πατάτες τηγανιτές σ’ ένα πιτόγυρο. Μέγιστη ασέβεια αυτή προς το σουβλάκι. Αργότερα το κατάστημα του Β. Τζώρτζου μετακόμισε 20 μέτρα παραδίπλα, εκεί που είναι σήμερα το εμπορικό κατάστημα Status με ανδρικά ρούχα.

Στην δυτική πλευρά της λεωφόρου Βέϊκου, εκεί που βρίσκεται σήμερα το εμπορικό κατάστημα του Βασιλακάκη με ανδρικά ρούχα, ή ίσως ένα κατάστημα βορειότερα, υπήρχε η ταβέρνα του Βλάχου με σπεσιαλιτέ την ψητή γουρνοπούλα. Μέγας ψήστης ο Βλάχος αλλά έπειτα από εκεί πήγε για ένα διάστημα στο Παλαιό Ψυχικό σαν ψήστης και στη συνέχεια είχε (μπορεί να την έχει ακόμα) την εξαιρετική ταβέρνα στο Μαρκόπουλο του Ωρωπού. Βορειοτέρα από την ταβέρνα του Βλάχου, είχε δικό του στέκι ο Μίνωας, με καφέ και μεζέ και τσίπουρο και μπύρα.

Ο Μίνωας, ήταν ιδιόρρυθμος σαν άνθρωπος (όλοι είμαστε) αλλά ήσυχος. Κοιτούσε το μαγαζί του, τις ιδιορρυθμίες του, πάντοτε χαμογελαστός και φιλότιμος. Αργότερα, έκλεισε το στέκι αυτό κι άνοιξε ένα πρακτορείο ΠΡΟΠΟ. Μάλλον δεν θα πήγε καλά και το έκλεισε, από τότε και μετά, μέχρι και σήμερα, τον χώρο αυτό τον χρησιμοποιεί ώς κατοικία. Δικός του είναι ο χώρος, ό,τι θέλει τον κάνει.

Με τα χρόνια να περνούν, οι ιδιορρυθμίες του ίσως αυξήθηκαν αλλά και πάλι, αν έκανε κακό σε κάποιον αυτός ήταν ο εαυτός του και μόνο. Προ ημερών λοιπόν, έπιασε φωτιά η κατοικία του και μαζί με την φωτιά ξέρασε κακία σεβαστός αριθμός συμπολιτών μας, προσάπτοντας πολλά και διάφορα στον Μίνωα. Μερικοί δε έξ αυτών, άρχισαν και τις υποθέσεις: κι αν έσκαγαν οι μπουκάλες προπανίου;  ….. κτλ. Όταν αρχίζεις και κάνεις μία υπόθεση, δημιουργείς ένα πρόβλημα και κοιτάζεις να δώσεις λύσεις. Παλεύεις έν ολίγοις, να δώσεις λύσεις σε κάτι που δεν υπάρχει, που έφτιαξες με ένα «αν», με μία υπόθεση.

Στον αντίποδα της υπόθεσης, υπάρχει η πραγματικότητα που φανερώνει ψυχολογικά προβλήματα σε ένα συνάνθρωπό μας και εκδηλώνεται μάλιστα με πυρκαγιά. Προφανώς αυτός ο άνθρωπος χρειάζεται βοήθεια κι όχι κριτική. Χρειάζεται την ανθρωπιά μας κι όχι την κακότητά μας. Ας το δούμε το θέμα που προέκυψε με διαφορετική ματιά, που εμπεριέχει όμως μέσα της ουμανιστικές αξίες.  


Ήταν υποκριτής ο Ένγκελς;

Ήταν υποκριτής ο Ένγκελς;   Εκμεταλλευόταν ο Ένγκελς τους εργαζομένους που είχε μέσω της υπεραξίας; Το ερώτημα αυτό τέθηκε αλλά δεν είμα...