Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2021

Ξανθή & Κόκκινη Παναγιά


Υπήρχε ένα άσμα για καψούρηδες παλαιότερα που έφερε τον τίτλο: Ξανθή αγαπημένη Παναγιά, και μάλιστα τη στιγμή αυτή που γράφω το παρόν σημείωμα, το ακούω και συγκινούμαι. Έτσι λοιπόν συγκινημένος ένιωσα σαν αντίκρυσα στο Άλσος του Βέϊκου την Κόκκινη Παναγιά.

Η πρώτη αστραπιαία σκέψη που δημιουργήθηκε ήταν: έχε γούστο να εισχώρησαν ύπουλα οι κομμουνιστές στο Άλσος και να ύψωσαν το δικό τους Τρόπαιο. Συγκρατήθηκα να μην κλάψω, αλλά ευτυχώς, γρήγορα η σκέψη επανήλθε στη λογική και σκέφτηκα: Μάλλον ο Δήμος ετοιμάζεται έν μέσω πανδημίας για απαγορευμένο καρναβάλι. Ναι, μάλλον η σκέψη αυτή φάνηκε σωστή, τουλάχιστον από τις δηλώσεις που διάβασα λίγες μέρες αργότερα.

Ο Δήμαρχος, ομολόγησε την τσαχπινιά του: ναι, είναι μη σύννομη με την δασική υπηρεσία η εγκατάσταση Κόκκινης Παναγιάς στο Άλσος. Όμως Δήμαρχος είναι, έχει τα μέσα και θα νομιμοποιήσει την αυθαιρεσία. Από κοντά, να στηρίξει την παράνομη πράξη και η κυρία Έλενα Ζέρβα -που είναι μάλιστα και δημοτική σύμβουλος- αναφέροντας κι αυτή συγκινημένη. Αφού αναγνώρισε την παρανομία από την διοίκηση του Δήμου, συνέχισε χαριτωμένα να γράφει σε δελτίου τύπου που εξέδωσε: Εφόσον η τοποθέτηση του προκατασκευασμένου ορθόδοξου χριστιανικού ναΐσκου είναι πλέον γεγονός, θα σταθούμε στο πλευρό της διοίκησης κατά την διαδικασία της νομιμοποίησης του. Γράφει μερικές ακόμα άνοστες παραγράφους το δελτίο τύπου, αλλά πήγα στο τέλος του που είναι και η ουσία.

Για τα καρναβάλια λοιπόν οι δηλώσεις τόσο του Δημάρχου και άλλο τόσο της κυρίας Ζέρβα.

Σαν πολίτης του Δήμου, θα πρότεινα να φυτευτεί δίπλα στον «ναΐσκο» και μιά κόκκινη μηλιά[1], για να θυμόμαστε εμείς οι νεώτεροι μέχρι που μπορεί να φτάσει ο «πατριωτισμός» και η υποκρισία από «εθνικά» σκεπτόμενους συμπολίτες μας που διαθέτουν τα μέσα και «το σθένος» για τόσο σημαντικά έργα στην πόλη μας.  

Παλιά, στα «πολιτιστικά κέντρα» που ακουγόταν η Ξανθή Παναγιά, έρρεαν τα αφρώδη ποτά και το ουίσκι, το άχ και βάχ έκαναν το πιατικό να ραγίζει, στις μέρες μας, θα ρέει το θείο άναμμα και θα γεμίσει το Άλσος λιβάνια. Κάθε εποχή έχει τους δικούς της καημούς!



[1] Ουτοπικό Τοπωνύμιο της Μικρασιατικής εκστρατείας.


Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2021

Ήλιος θεός ...


Τρίτη 19 Γενάρη. Η κατάλευκη Πάρνηθα, σαν άλλος βιγλάτορας της πόλης των Αθηνών, την προφυλάσσει όσο μπορεί από τα κέφια του καλού βορειά. Πόσο όμως να φυλάξει ένα βουνό τον θεό άνεμο; Έχει τόση δύναμη ο μπαγάσας ο υπερβόρειος που βρίσκει τρόπους, διόδους αφύλακτες, τρύπες μαύρες, και εισέρχεται ορμητικά στο λεκανοπέδιο και το δροσίζει, μερικές φορές το ψύχει, άλλες φορές αφήνει τη δύναμή του να πέσει στο χώμα και γίνεται ευχάριστος. Θεός είναι και ό,τι θέλει κάνει, αυτά δα έλειπε, να δίνουν και οι θεοί αναφορά στην πλεμπάγια, τι θα κάνουν, πως θα κινηθούνε, πότε θα βήξουν ή πότε θα συνευρεθούν ερωτικά με τα έτερα ημίσεα του ορατού ή του αόρατου κόσμου.

        Θεοί, πάσχιζαν να γίνουν τις παλιές κι αλλόκοτες εποχές και οι βασιλιάδες, όρα Φαραώ, Μεγαλέξανδρο, Καίσαρες και λοιπούς ψυχάκηδες που πέρασαν σαν άνθρωποι και βασιλιάδες και θέλησαν να γίνουν και θεοί. Άπληστοι όλοι τους, πάντα ζητούσαν και κάτι άλλο, μα όλοι τους έφαγαν τα μούτρα τους, έγιναν κι αυτοί χώμα να τρώνε σκουλήκια να στουμπώσουν τη πείνα τους. Ναι, πειναλέοι όλοι αυτοί οι «μεγάλοι» που θέλησαν να ισιώσουν τον κόσμο από το «κακό». Μετά, έφτασαν άλλοι θεοί, Μπερξόν, Προυντόν, Μπακούνιν, Κάντ, Μάρξ, Έγελος, Λένιν, Στάλιν, Χίτλερ, Φρόϊντ, Φρίντναμ, Λεωνίδας Κύρκος, Ανδρέας Παπανδρέου ο 1ος (ο δεύτερος θα έρθει αργότερα), Ευάγγελος Βενιζέλος, Γιάννης Βρούτσης, Κούλης, Αλέξης, Χαρίλαος (ο σχωρεμένος), Καραμανλήδες άπαντες, Βαρουφάκης, ο σταλινόφρων Κουβέλης, Σαμαράς και λοιπή συμμορία, τώρα τελευταία ο Μπίλυ ο Γέϊτς, ένας Μάνσκ, ένας Μπέζ, μία Λαγκάρδδ, ένας Ερντογάν, μία Ντε Λίαρ (ή κάπως έτσι) και άλλοι πολλοί και πολλές.

      

  Όλοι αυτοί οι έν δυνάμει θεοί και θεές, τι κατάφεραν; Ένα πράγμα μόνο, έχουν κάνει τον κόσμο ένα τεράστιο μπουρδέλο. Αποκορύφωμα της τρέλας τους από το νταβατζηλίκι που έχουν ονομάσει επιτυχώς: αγάπη προς τον άνθρωπο και λοιπά, η διαχείριση του κορωναϊού. Είναι πανδημία, είναι μήπως σκέτη επιδημία, είναι μούφα της νέας τάξης, φτιάχτηκε στο εργαστήριο ή στο κομμωτήριο, ό,τι και αν είναι, βγαίνουν μπροστά οι ειδικοί και μας εξηγούν, αντικρούονται οι γνώμες τους, αλλά η δουλειά τους δεν είναι να λένε αλήθειες αλλά να μπερδεύουν, μας νουθετούν διότι δεν προσαρμοζόμαστε στα σχέδια καταπολέμησης της μάστιγας, διαλύουν τη ζωή, τις οικονομίες, επιβάλουν απαγορεύσεις, πρόστιμα, ό,τι γουστάρουν κάνουν με εκείνο το υφάκι μάλιστα του μάγκα του πολλά βαρύ, κι εμείς, εμείς πρέπει να φερθούμε ανάλογα. Να φοβηθούμε, πρέπει να μάθουμε να υπακούουμε στας εντολάς, ίδιες με αυτές του σχωρεμένου Μωϋσή που είχαν κάμποσα «ού». Πλάκα δεν έχουν όλα αυτά; Που αφήσαμε τον κάθε καραγκιόζη και έβαλε πόδι στη ζωή μας, και όχι μόνο αυτό, του χαρίσαμε τη ζωή μας να την κουμαντάρει, του επιτρέψαμε να αποφασίζει αυτός αντί για εμάς. Εμείς δεν θέλουμε να παίρνουμε αποφάσεις για τη ζωή μας, ντρεπόμαστε, οι αντιπρόσωποί μας καθόλου.

        Πεντακάθαρο και τούτο το πρωινό, το λαμπρό, μιάς και ο θεός ήλιος (αυτός τουλάχιστον δεν πασχίζει να γίνει κάτι, Είναι), ασυγκράτητος,  σκορπά την αγάπη του, αβίαστα, χωρίς λόγια ξύλινα και περιττά, πράττει, δεν φλυαρεί. Σαν έβγαλε σεργιάνι τις ακτίνες του, μεμιάς έφυγαν, διαλύθηκαν, όλες αυτές οι αρνητικές σκέψεις που πασχίζουν διαρκώς να έχουν τον άνθρωπο εγκλωβισμένο. Ντύνομαι και ετοιμάζομαι να περπατήσω προς το Άλσος του Βέϊκου να ειδώ τη φύση και να χαθώ στην αγκαλιά της. Όταν θα επιστρέψω στο σπίτι, θα έχω όλο τον καιρό να εγκλωβιστώ πάλι, να δικτυωθώ, να οργιστώ, να επαναστατήσω χτυπώντας με δύναμη το πληκτρολόγιο!

Και έχει και λαϊκή σήμερα!

Σάββατο 16 Ιανουαρίου 2021

Πλατεία Ιάκωβου Καμπανέλη

 

Σάββατο 16 Γενάρη. Μας ζάλισαν τ’ αρχίδια για μέρες πολλές τα Μέσα με τον καιρό, έρχεται δεν έρχεται, θα βρέξει ή θα χιονίσει, τι να κάνουμε για να προστατευτούμε από το ψύχος! Τέτοια σοβαρά και πιασάρικα. Λοιπόν ναι, τ’ ομολογώ, έπεσαν μέσα στις προβλέψεις τους όλοι αυτοί οι καραγκιόζηδες των δελτίων καιρού, και τώρα -όπως παρατηρώ από το παράθυρο- έχει μιά ψιχάλα με την θερμοκρασία να δείχνει 4c. Άει να χαθείτε κοπρίτες ειδικοί, τρομολάγνοι, κάθε καρυδιάς καρύδι που πιάνετε ένα μικρόφωνο και παραληρείτε νιώθοντας τη δύναμη που έχετε. Ποια δύναμη δηλαδή, αν σας αφαιρεθούν τα μικρόφωνα και τα φτιασίδια του μακιγιάζ, σαν τους φελλούς κι εσείς θα καταντήσετε, ίσα που θα επιπλέετε.

        Με τον καφέ ανά χείρας βγήκα στη βεράντα ν’ αγναντέψω την μαρτυρική Πάρνηθα από το μένος της κλιματικής αλλαγής. Δεν την είδα, δεν μπόρεσα, ορατότης μηδέν που λένε λόγω του χαμηλού βαρομετρικού, που σημαίνει ότι στο βουνό χιονίζει. Έ και λοιπόν; Χειμώνας δεν είναι; Δεν θα χιονίσει; Δεν θα βρέξει; Δεν θα κάνει κρύο; Το ψιλόβροχο, όπως χαζεύω την ομορφιά, μου χτυπά ελαφρά το πρόσωπο, μου το χαϊδεύει καλύτερα, νιώθω τη φρεσκάδα της σταγόνας και γελάω ευχαριστημένος που αντικρύζω, που ζω, που είμαι παρών στο «σφυροκόπημα» της φύσης. Με τις αστραπιαίες αυτές σκέψεις όμως, ο καφές κρύωσε, έχασε τη σπιρτάδα του, τ’ αρώματά του τα πήρε ο βορειάς και τα σήκωσε, τι να κάνω όμως χωρίς ζεστό καφέ; Να φτιάξω άλλον; Όχι, θα κάνω κάτι καλύτερο.

        Ασφάλισα το κορμί μου με ζεστά ρούχα και έφτασα στην πλατεία, ο φούρνος έχει ανοίξει από τις 7 και τώρα είναι περασμένες 8, παράγγειλα τον διπλό εσπρέσο και χάζευα έξω τον μουσκεμένο δρόμο. Η πλατεία άδεια τέτοια ώρα, η πλατεία Ιάκωβου Καμπανέλη παρακαλώ, διότι πρόσφατα όπως διάβασα στο καλύτερο site της πόλης, στο e-galatsi.gr, ο Δήμος Γαλατσίου έδωσε ονόματα σε όλες τις αδέσποτες πλατείες της πόλης. Πολλές και μικρές πλατείες διότι η μεγάλη, η κεντρική πλατεία, είναι αόρατη, τετραδιάστατη, κινείται κι αυτή δηλαδή στη σφαίρα των Ιδεών.

        Όταν όμως λέω ιδέες, μην πάει ο νους στις κοκορομαχίες που γίνονται έξωθεν του κολυμβητηρίου Γαλατσίου από χαμένους στην ανάλυση «αριστερούς» συμπολίτες μας, όχι, μιλάω για τις ιδέες του συμπολίτη μας -έστω και αρχαίου- του Πλάτωνα. Και λέω «συμπολίτη μας, διότι ως γνωστό, το τσιφλίκι του αριστοκράτη φιλόσοφου, ξεκινούσε από τους κήπους των Πατησίων, ανέβαινε στην πλαγιά του Γαλατσίου, σκαρφάλωνε τον Αγχεσμό κι έπεφτε στο αντιπρανές του Ψυχικού και της Φιλοθέης και συνέχιζε μέχρι και το κάτω Χαλάνδρι. Έμ… με τόση γη ρε Πλάτωνα, τι θα γινόσουν; Σαγματοποιός; Αλμπάνης; Οψοκομιστής; Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα. Η φιλοσοφία ταιριάζει στους τσιφλικάδες σαν και λόγου του και η δουλειά με το κιλό για την πλεμπάγια (που λέει και ο Νίτσε και ταράζονται οι Γερμανοί συμπατριώτες του), ήτοι ελληνιστί, πλέμπα, μάζα κτλ.

        Ευτυχώς, το αστραπιαίο ταξίδι του μυαλού μαζεύτηκε πάλι στον εσπρέσο που ετοιμάστηκε από το κορίτσι του φούρνου, πλήρωσα και κρατώντας τον στο χέρι βγήκα πάλι έξω να μαρτυρήσω στον βαρύ καιρό. Τι το ήθελα όμως; Έπεσα πάνω στην ωραία κυρία που έβγαζε βόλτα το σκυλάκι της έχοντάς του καλυμμένο το κορμί του. Από καιρό χαλβαδιάζω την ωραία κυρία, με κορμί λαμπάδα, και με μιά αδιαφορία για ό,τι συμβαίνει γύρω της που μου δίνει στα νεύρα. Μιλάμε, λέμε πάντοτε δυο κουβέντες, τετριμμένες, και μέχρι εκεί, δεν πάει παρακάτω το πράγμα. Γιατί; Διότι …     

Δευτέρα 4 Ιανουαρίου 2021

Μία συνηθισμένη Κυριακή ...

 

Κυριακή, 3 Γενάρη. Ο ύπνος μου δεν ήτανε καλός, σαν ξύπνησα, διάφορα όνειρα μου ερχόντουσαν στο μυαλό αλλά ήσαν θολά, δε γαμιούνται και τα όνειρα, τεντώθηκα στο κρεββάτι κι αμέσως φύγανε όλα, εξαφανίστηκαν και σηκώθηκα ευδιάθετος. Βρέθηκα νωρίτερα από την συνηθισμένη ώρα στη θάλασσα και μιάς ο Δημήτρης θ’ αργούσε ακόμα για το κολύμπι μας, πήρα το στρωτό μονοπάτι, το παραθαλάσσιο, κι άρχισα να περπατώ άδειος από σκέψεις.

        Η μπουνάτσα της θάλασσας και η νοτιαδούρα, έφερναν προς τα έξω κείνα τ’ αρώματα τα μεθυστικά, υγρό ιώδιο κι αλμύρα ανακατεύονταν στον αιθέρα κι όλα αυτά τα έβαζα στα σωθικά μου ανεμπόδιστα. Περπατούσα αργά, δυό γατιά μικρά μ’ ακολουθούσαν απ’ απόσταση και μαζί μ’ αυτά ένας μικρός σκύλος. Τα γατιά βάδιζαν πάνω στο πλακόστρωτο μονοπάτι -σαν κι εμένα-, ο σκύλος πήγαινε από την αμμουδιά. Να ‘ταν τυχαία η πορεία αυτή όλων μας ή μήπως τα ζώα, μπαϊλντισμένα από το καθισιό βρήκαν ευκαιρία να ξεμουδιάσουν; Ποιος νοιάζεται τελικά για τέτοιες απαντήσεις και γιατί. Κείνο πού ‘χει αξία είναι πως η πρωινή βόλτα γέμιζε μ’ αρώματα τη ζωή μας.

        Δεν άργησα να φτάσω στο μικρό λιμάνι του Μαραθώνα, μερικές βαρκούλες δεμένες είδα, ανθρώπους δεν είδα, ποιος ξέρει, την ώρα αυτή μπορεί ο κόσμος να εκκλησιάζεται. Αν και οι ισχύοντες κανόνες της γενικής απαγόρευσης δεν επιτρέπουν πολλούς πιστούς εντός της εκκλησίας, αυτοί, όλο και θα εφευρίσκουν τρόπους να βρεθούν μπροστά στα είδωλα και να συγκινηθούν. Γέλασα και μόνο με τη σκέψη των ειδώλων να προσμένουν –-έστω και μέσα από το γυαλί που τα προφυλάσσει-, ένα κόκκινο κραγιόν ή έστω ένα απαλό χάδι. Το κάθε είδωλο, οστεωμένο κατά την συνήθεια της αγιογραφίας, βλοσυρό, ή με βλέμμα απλανές, πολλές φορές παρεκκλίνει και φανερώνει την ψυχοσύνθεση του δημιουργού του. Αυτή όλη η σοβαρότητα που εκπέμπει το κάθε είδωλο, συνεπικουρούμενη από τα φώτα του ηλεκτρισμού αλλά και των κεριών, από τα μεθυστικά αρώματα των λιβανιών, από τον φόβο των πιστών, δημιουργεί χωρίς προσπάθεια μάλιστα, ένα μικροκλίμα ταπεινότητας και μυσταγωγίας. Κάπου εκεί μέσα περιφέρεται και ο παράδεισος αλλά δεν διακρίνεται εύκολα, τον θαμπώνει το χρυσό και οι αντανακλάσεις του, τον κρύβουν τα λόγια του παπά -από τον άμβωνα σαν είναι αυτός- και έχει κάτω ακροατήριο.  

        Ίδια κι απαράλλαχτη μυσταγωγία εμφανίζεται σε πολιτικές συγκεντρώσεις. Εκεί μονάχα, το είδωλο είναι επί της σκηνής και ταράζει τα θεμέλια του κόσμου με τον Λόγο της «αλήθειας». Ακούει το αλαλάζον πλήθος «αλήθειες» και σεληνιάζεται, υψώνει τα χέρια στον ουρανό, κυματίζει τα λάβαρα της νίκης, κι επιστρέφει σπίτι του να συλλογιστεί και ν’ αναλύσει όσ’ άκουσε.

        Αυτές οι κοινωνικές συναθροίσεις, θρησκευτικές, πολιτικές κτλ., ωραίες είναι, περνάει καλά ο άνθρωπος σαν βρίσκεται σ’ αυτές, γνωρίζει νέους φίλους, γεμίζει ευχάριστα ο χρόνος του, «παλεύει για την Δημοκρατία», ισιώνει τον κόσμο μέσα από το συμφέρον του.

        Με τις άχρηστες σκέψεις να γιομίζουν αστραπιαία το μυαλό μου, ευτυχώς, γρήγορα έκανα ένα κλικ και τις άφησα πίσω, τις απέβαλα γιατί είναι τοξικές. Πήρα πάλι το μονοπάτι της επιστροφής για το κολύμπι μιάς κι ο Δημήτρης τώρα βρισκόταν στην παραλία καρτερώντας με.

        Στο δρόμο της επιστροφής, λοξοδρόμησα από τον Βουτσά προς Ραφήνα, έφτασα σε μιά μικρή πλατεία κι έσβησα το αυτοκίνητο. Δεν άργησε να φανεί ο Γιάννης, παιδικός φίλος μου, που καιρό, χρόνια τώρα μένει μόνιμα εδώ. Του έδωσα δυό βιβλία που μου είχε ζητήσει και πιάσαμε να πούμε τα νέα μας. Αυτά ως γνωστόν -τα νέα- είναι πάντοτε παλιά, έτσι ανάμεσα στα παλιά που είπαμε, μου μίλησε για μιά δουλειά που έκανε πριν λίγο καιρό και θα την κάνει πάλι εφόσον δεν βρίσκει καλύτερη την εποχή αυτή ειδικότερα, που αρκετοί επιχειρηματίες δεν ψάχνουν για εργαζόμενους αλλά για σκλάβους.

Τι δουλειά είναι αυτή Γιάννη;

Άσε, είδα κάποια αγγελία που ζητούσαν γραμματειακή υποστήριξη να απαντά σε μηνύματα.

Τι είδους μηνύματα; Τι επιχείρηση είναι αυτή;

Ο τύπος που ζητά προσωπικό (ο επιχειρηματίας) έχει σελίδες κλειστές προς το κοινό (δηλαδή μόνο εγγεγραμμένα μέλη έχουν δικαίωμα πρόσβασης), και θέλει αυτό να απαντά στα μηνύματα των πελατών του, ανδρών και γυναικών.

Και ποιο είναι το περιεχόμενο των σελίδων αυτών; Είναι δηλαδή κοινωνικές;

Ναι ρε Γεωργίου, κοινωνικές, εφόσον μιλάνε για σέξ, βίτσια, και ό,τι μπορείς να φανταστείς.

Καλά, κι εσύ απαντώντας στα μηνύματα, τι λές δηλαδή, δεν καταλαβαίνω.

Εμ βέβαια, δεν καταλαβαίνεις γιατί είσαι πολύ πίσω από την εξέλιξη. Υπάρχει πόνος Γεωργίου και η δουλειά μου αυτή ακριβώς είναι, να γιατρεύω με τις απαντήσεις μου των βαθύ πόνο των πελατών. Για τον λόγο αυτό, στα μηνύματα των ανδρών απαντώ ως γυναίκα και σε αυτά των γυναικών ως άνδρας!

Κάτσε ρε φίλε, όταν δηλαδή κάποιος άνδρας στέλνει μήνυμα, τι ακριβώς λέει; Δώσε μου ένα παράδειγμα να καταλάβω.

Ο άνδρας που στέλνει μήνυμα, πιστεύει πως απέναντί του έχει μια γυναικάρα και της μιλάει ανάλογα, πόσο θέλει να την γαμήσει, τι παιχνίδια να της κάνει, τι παιχνίδια αυτή να του κάνει, διάφορα τέτοια.

Και;

Τι και, εγώ λοιπόν κάνω την αναμμένη γυναίκα απ’ όσα μου λέει και με «φτιάχνει», του δίνω αυτά που θέλει ν’ ακούσει και συνήθως προς το τέλος της ανταλλαγής των μηνυμάτων, αυτός τραβάει μαλακία για να τον νιώσω εγώ η γυναικάρα!

Για συνέχισε.

Τι να συνεχίσω, σε κάθε μήνυμα που δεν διαρκεί με περισσότερες από δέκα λέξεις, εγώ πληρώνομαι 7 λεπτά. Το αφεντικό θα βγάζει σίγουρα περισσότερα. Αν δηλαδή έχεις κέφια να απαντάς στα μηνύματα αυτά, σαν άνδρας ή σαν γυναίκα, μπορείς άνετα σε 3-4 ώρες να βγάλεις και 50 ευρώ! 

Για λέγε καμιά άλλη ιστορία

Τι να πω; Να, τις προάλλες, ένας τύπος, την μία φορά έστελνε μηνύματα ως μαζοχιστής, του απαντούσα ανάλογα φυσικά, την άλλη έκλαιγε γιατί ήταν δυστυχισμένος, ανάλογη απάντηση πάλι, και ούτω καθ’ εξής.

Οι γυναίκες τι λένε στα μηνύματά τους;

Καλά, εδώ είναι πιο εύκολα τα πράγματα, δεν χρειάζεται εξάλλου να υποκρίνομαι, ο δύσκολος ο ρόλος μου είναι όταν κάνω την γυναίκα στα ανδρικά μηνύματα. Εκεί απογειώνω την τέχνη του ηθοποιού!

Και δε μου λές, πως πληρώνεσαι; Με τον μήνα;

Ποιόν μήνα ρε Γεωργίου; Όταν κλείνω τα μηνύματα, βλέπω στο λογαριασμό μου τα λεφτά που μου αναλογούν. Οι πορνοσελίδες έχουνε πολύ ψωμί, το μαύρο χρήμα ρέει, ο ανθρώπινος πόνος υπερυψούται …

Παρασκευή 1 Ιανουαρίου 2021

Πρωινές σημειώσεις

Σάββατο, 2 Γενάρη. Το ξύπνημα με βρήκε χορτάτο από ύπνο, τεντώθηκα για λίγο στο κρεβάτι, πέταξα από πάνω μου το πάπλωμα και πήγα να πλυθώ. Το παγωμένο νερό στο πρόσωπό μου, μεμιάς έδιωξε τις τσίμπλες κι ένιωσα καλά, Πρώτη μου δουλειά να πάω στη κουζίνα να πιώ νερό μπόλικο να πάρει να λειτουργεί το σύστημα. Με το δεύτερο ποτήρι νερό ήρθα στα ίσα μου, άνοιξα τη μπαλκονόπορτα μα το φως είναι ακόμα λειψό, δεν έδωσα σημασία και κάθισα με ρέγουλα να φτιάξω το πρωινό μου γεύμα. Μια φέτα ψωμί αλειμμένη με λίγο μέλι φτάνει και περισσεύει. Σαν την έφαγα αργά, ήπια πάλι νεράκι κι έβαλα να ψήσω τον καφέ μου. Με τον καφέ στο χέρι τράβηξα για το γραφείο μου, άνοιξα ακόμα μιά μπαλκονόπορτα για να ειδώ το φως όταν φανεί και κάθισα ήσυχος στη καρέκλα. Εκεί, πάνω στην απέραντη σιωπή, το μυαλό -πως και γιατί δεν ξέρω- άρχισε το αλόγιστο ταξίδι του, τ’ άφησα να ταξιδέψει ανεμπόδιστα.

        Βόρεια, κατά τον Αρκτικό Κύκλο, ένας Λάπωνας, γλιστράει πάνω στον πάγο με το έλκηθρό του γεμάτο τροφή και πάει να ταΐσει τους ταράνδους του. Καμιά πεντακοσαριά όλοι κι όλοι, τρυπάνε στ’ ακούνητα από την παγωνιά δάση τα εδάφη ψάχνοντας να βρούνε να φάνε τίποτα λειχήνες, μα δυσκολεύονται αρκετά στους -45 και -50 βαθμούς Κελσίου. Έτσι, ο ποιμένας τους, σαν τον Άη Βασίλη κι αυτός πάνω στο έλκηθρό του, κάνει το καθημερινό του δρομολόγιο για να φτάσει κοντά τους. σαν τον μυρίζονται αυτοί -κι ενώ είναι διασκορπισμένοι στο δάσος-, βγαίνουν στο ξέφωτο κι ακολουθούνε την τροφή τους. Όταν σταματά το έλκηθρο με την τροφή, όλοι οι τάρανδοι περιμένουν υπομονετικά τις αργές κινήσεις του Λάπωνα. Αυτός, με τέχνη, για να μην τσακωθούν τα ζώα του ποιο θα πρωτο-φάει καρπό, χαράζει ένα μεγάλο κύκλο και πάνω σ’ αυτόν αφήνει  κάθε τόσο τροφή, έτσι, με τον τρόπο αυτό, οι τάρανδοι δεν συνωστίζονται και τρώνε όλοι τους με ησυχία αυτό που τους αναλογεί.


        Τούτος ο Λάπωνας κτηνοτρόφος, είναι φαμελιάρης, έχει παιδιά, εγγόνια, και όλοι τους ζούνε από τους ταράνδους. Σκοτώνουν όσους χρειάζονται για την τροφή και την ένδυσή τους, λίγους ακόμα πουλάνε για ν’ αγοράσουν τ’ απαραίτητα που τους λείπουν, και ζούνε ήσυχα, ευχαριστημένοι από τα ελέη του Αρκτικού Κύκλου και των χαμηλών θερμοκρασιών. Ψαρεύουν επίσης τρυπώντας τους πάγους των ποταμών και των λιμνών, ασφαλίζουν τα κονάκια τους από τις ακραίες καιρικές συνθήκες και απολαμβάνουν τη δωρική ζωή τους. Μακριά από φτιασίδια και μπιχλιμπίδια, από άχρηστα καταναλωτικά «αγαθά» κι ένα σωρό σκατολοϊδια που ορίζουν τη ζωή νοτιότερα απ’ αυτούς, δίχως πλαστές ανάγκες και άγχη για την απόκτηση τους, ζούνε ήσυχα, είναι ευδιάθετοι, χαμογελαστοί, αθώοι σαν παιδιά.

        Αν αυτούς τους ανθρώπους της φύσης τους βάλεις στη πόλη για να ζήσουν «καλύτερα», με «αξιοπρέπεια», ή θα πάθουν βαριά κατάθλιψη, ή αν είναι τυχεροί, θα λακίσουν από την παράνοια και θα πάνε πίσω στον απέραντο παράδεισό τους. Εκεί, που, είσαι στη κορφή ενός λοφίσκου κι αγναντεύεις την απεραντοσύνη της παγωνιάς, εκεί που, μιά ατέλειωτη σιωπή διαφεντεύει τα πράγματα και ευλογεί την ομορφιά.

        Είναι σκληρή, σκληρότατη η ζωή κεί πάνω στον Αρκτικό Κύκλο, με τον λιγοστό ήλιο και το πολύ Σέλας, μα είναι αγνή, αληθινή, παρούσα σε κάθε βήμα που κάνουν αυτοί οι άνθρωποι. Εγώ, ο καλομαθημένος άνθρωπος της πόλης, που σπαταλώ τον χρόνο μου σε ανοησίες, νομίζω πως κάτι σοβαρό κάνω, κάτι που το βαπτίζω σπουδαίο, μοναδικό, και συνεχίζω να ζω μ’ αυτό. Κάνω την κριτική μου κάθε μέρα σε όσα μου σέρβιραν με μαεστρία οι διαχειριστές της κοινής γνώμης, αγανακτώ, θυμώνω, λυπάμαι, χαίρομαι, και με τον ένα ή άλλο τρόπο ενστερνίζομαι κάτι που δεν είναι δικό μου, σαν δικό μου. Όλο αυτό το αλισβερίσι μάλιστα, αν θέλω το βαπτίζω και ελευθερία!   Τι είμαι εγώ, σαν τον αστοιχείωτο τον Λάπωνα που ούτε κινητό τηλέφωνο δεν έχει;

Ήταν υποκριτής ο Ένγκελς;

Ήταν υποκριτής ο Ένγκελς;   Εκμεταλλευόταν ο Ένγκελς τους εργαζομένους που είχε μέσω της υπεραξίας; Το ερώτημα αυτό τέθηκε αλλά δεν είμα...