Παρασκευή 21 Οκτωβρίου 2022

Πάμε για μπιλιάρδο στου Αλέκου την υπόγα;


Πάμε για μπιλιάρδο στου Αλέκου την υπόγα;

 

Αρχαίο Γαλάτσι, λίγο καιρό μετά τον θάνατο του Πλάτωνα, του πρώτο-τσιφλικά της περιοχής μας και όχι μόνο, βρήκαν οι τσοπαναραίοι από το Μενίδι και από άλλες περιοχές της Αττικής πλούσια βοσκοτόπια κι ελεύθερα και έφτασαν στα μέρη μας. Ο ισχυρότερος όλων ένας Γαλάκης που χάρισε τ’ όνομά του στην πόλη μας. Πάμε στου Γαλάκη για αρνιά και κατσίκια, λέγαν οι εμπόροι τότε, κάποιοι άλλοι, αττικίζοντες, λέγανε: Πάμε στου Γαλάτση. Κάπως έτσι η οδός Καρύκη στο κέντρο της Αθήνας έγινε Καρύτση, ομοίως και σε εμάς το Γαλάκη έμεινε σαν Γαλάτσι (με ι παρακαλώ και όχι με η).

Κύλησε η ζωή, τα πράγματα άλλαξαν, έγινε η «επανάσταση της καταπάτησης» του Άλσους στο κτήμα Βέϊκου από την τότε ομονοούσα αριστερά και το ΚΚΕ, με μπροστάρη τον Παπαδιονυσίου, την ίδια σχεδόν εποχή που εντός οικισμού άρχιζαν οι πρώτες αντιπαροχές. Ήταν γενικώς και ειδικώς περίοδος επαναστατικής διάθεσης μιάς και η χούντα πέρασε οριστικά σε εντροπία. Θέση στην ανατολή της μεταπολίτευσης δεν είχαν όμως μόνο οι πάσης φύσεως ιδεολογίες, αλλά και οι καινούργιες συνήθειες που ερχόντουσαν από το εξωτερικό. Οι περισσότερες νιόφερτες συνήθειες, από κάποιους κύκλους -αριστερούς κυρίως- ειπώθηκαν ως αμερικανιές. Μία από αυτές και τα μπιλιάρδα.

Το πρώτο μάλλον μπιλιαρδάδικο της πόλης μας, ήταν αυτό του Αγάθου, επί της Λ. Γαλατσίου απέναντι από το δημοτικό σχολείο. Μπιλιάρδα, ποδοσφαιράκια, νομίζω και καφενές, ένα δηλαδή μείγμα, έγινε σημείο αναφοράς στους νέους που έψαχναν νέους τρόπους διασκέδασης. Εγώ, λόγω ηλικίας δεν έμπαινα μέσα στο μαγαζί, υπήρχε απαγορευτική πινακίδα για τους κάτω των 17 ή 18, δεν θυμάμαι με ακρίβεια.

Την ίδια σχεδόν περίοδο, επί της οδού Μεσσηνίας, στον υπόγειο χώρο του κινηματογράφου «Χαρά», σήμερα «Μασούτη», γεννήθηκε δεύτερο μαγαζί με μπιλιάρδα και ποδοσφαιράκια. Ούτε κι εκεί όμως μπορούσα να εισέλθω, ήμουν μικρός. Δίπλα από τα μπιλιάρδα, είχε ο Ζα-ζά το ξυλουργείο του με φούλ δουλειά. Ο Ζα-Ζά, αν θυμάμαι καλά, ήταν αδερφός του συγχωρεμένου του Τελαλιάν, του Τάσου. Έπαιζε μπάλα στην Ένωση Γαλατσίου ο Τελαλιάν και ήταν μάλιστα καλός παίκτης. Άτυχος όμως, διότι σκοτώθηκε νωρίς σε τροχαίο στην εθνική οδό. Ας θυμηθώ όμως το θλιβερό γεγονός που σκόρπισε μεγάλη πίκρα στην πόλη μας τότε.

Ξεκίνησαν από το ζαχαροπλαστείο Ροντίνι να πάνε για διασκέδαση, ο Τελαλιάν (οδηγός), ο Νίκος ο Γιαννούλης, ο Μάκης Θεοφανόπουλος, ο Βαγγέλης Μπουγιούκας και ο Κωστάκης ο Τσάκαλος (πολύ καλός παίκτης στον Α.Ο. Γαλατσίου). Κάπου στην Τράλλεων όμως, ο Κωστάκης ο Τσάκαλος κατέβηκε διότι δεν καθόντουσαν άνετα τρία άτομα πίσω. Η υπόλοιπη παρέα συνέχισε για την εθνική οδό. Εκεί, ένα φορτηγό ενεπλάκη και είχαν ακαριαίο θάνατο ο Τελαλιάν ο Τάσος και ο Νίκος ο Γιαννούλης που καθόταν ακριβώς πίσω του. Ο Βαγγέλης ο Μπουγιούκας και ο Μάκης ο Θεοφανόπουλος[1], πετάχτηκαν με τη σφοδρή σύγκρουση έξω από το αυτοκίνητο και έζησαν. Η απώλεια των νέων ανθρώπων είχε συγκλονίσει θυμάμαι την πόλη μας για πολύ μεγάλο διάστημα. Γιατί τότε, όλοι γνωριζόμασταν μεταξύ μας, είτε ήμασταν στην ίδια ή σε άλλη γειτονιά. Μας ένωναν πολλά πράγματα και μας χώριζαν ελάχιστα.

Ας φύγω όμως από το θλιβερό ακόμα και σήμερα εκείνο ατύχημα που κόστισε την ζωή δυό νέων συμπολιτών μας και ας πάω στα μπιλιάρδα του Τριαντάφυλλου.

Από το υπόγειο της Χαράς, ο Τριαντάφυλλος, μετακόμισε στην Λ. Βέϊκου, εκεί που σήμερα είναι το κατάστημα του Γερμανού, στην γωνία με την Απειράνθου. Ούτε κι εκεί λόγω ηλικίας μπορούσα να μπώ. Στη ζούλα όμως, όλο και κάποιοι άλλοι ανήλικοι έμπαιναν. Μερικές φορές, έξω από την βιτρίνα, βλέπαμε μέσα, να παίζει μπιλιάρδο ο Γλού-Γλού που ήταν πραγματικά απόλαυση.   

Ενώ βρισκόταν σε λειτουργία το μπιλιαρδάδικο του Τριαντάφυλλου, άνοιξε μαγαζί με μπιλιάρδα και ο Αλέκος, στην υπόγα της οδού Φιγαλείας. Στου Αλέκου, είχα ενηλικιωθεί και μπορούσα ελεύθερα να μπαίνω και να παρακολουθώ μονομαχίες του Γλού-Γλού με τον Γιώργο Θεοχάρη και άλλους. Φοβεροί όλοι εκείνοι οι παίκτες του γαλλικού μπιλιάρδου. Μεγάλοι τεχνίτες και φυσικά δεν καταδέχονταν να παίξουν αμερικάνικο μπιλιάρδο, το θεωρούσαν μπανάλ και είχαν απόλυτο δίκιο. Το αμερικάνικο μπιλιάρδο ήταν και είναι για βουτυρόπαιδα.

Στου Αλέκου την υπόγα όμως, είχα πάει ελάχιστες φορές, για έναν και μόνο λόγο: όταν κατέβαινες στις σκάλες, σου ερχόταν λιποθυμία από την κάπνα των τσιγάρων. Πότιζαν τα ρούχα με καπνό, ακόμα και το δέρμα πότιζε, η ατμόσφαιρα που επικρατούσε ήταν σαφέστατα λούμπεν, αλλά ελκυστική. Στου Αλέκου την υπόγα, εκτός από τους σπεσιαλίστες του μπιλιάρδο υπήρχαν και οι σπεσιαλίστες στο ζάρι. Το τάβλι αναστέναζε από τα στοιχήματα των μεγάλων παικτών, από το πάθος της καλής ζαριάς, από την τέχνη του ταβλαδόρου. Ήσουν καλός παίκτης; Το έξη-πέντε αν το χρειαζόσουν το είχες για ψωμοτύρι, δεν συζητώ για εξάρες και πεντάρες. Αν ήσουν γκαντέμης, έφτανες μέχρι το τέσσερα-τρία ή άντε και το άσσο-δύο. Πανάρχαιο παίγνιο οι πεσσοί, έλιωσε σ’ αυτούς η Μπέλλου, η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, έλιωναν στου Αλέκου την υπόγα οι παίκτες  και οι θαμώνες σταματούσαν να βλέπουν τις καραμπόλες, τα φάλτσα, το μάζεμα στις μπίλιες και παρακολουθούσαν με δέος τις μεγάλες ζαριές, πόνταραν έξτρα στοιχήματα και γινόταν το έλα να δείς. Να τα εξάπορτα στο Φεύγα, να πιάσιμο η παραμάνα στο Πλακωτό, να εξάρες η πρώτη ζαριά στις πόρτες. Υπήρχε η βαριά ατμόσφαιρα από την κάπνα των τσιγάρων αλλά αν τζογάρεις στην παρτίδα τέτοια ποταπά θέματα υγείας δεν σε απασχολούν, ούτε καν τ’ αντιλαμβάνεσαι. Το μικροκλίμα στου Αλέκου την υπόγα έγινε σημείο αναφοράς στην αμαρτωλή πόλη μας.   

Παράλληλα με του Αλέκου, μπιλιάρδα και ίσως τα καλύτερα, είχε το ημιυπόγειο του Μάριου, που βρισκόταν στην οδό Απειράνθου αλλά στο ύψος σχεδόν της Ευριπίδου. Κι αυτό συγκέντρωνε καλούς παίκτες και γινόντουσαν ομηρικές μάχες. Ο Μάριος είχε και τραπέζια με σκάκι, όπου κάποια φορά, μάλλον τυχαία, κέρδισα έναν μαίτρ του είδους και παραλίγο να γίνει σύρραξη διότι εγώ αρνιόμουν να παίξουμε τη ρεβάνς!  

Βέβαια, πέραν όλων αυτών, το πιο σοφιστικέ μαγαζί του είδους, ήταν το No Name, επί της οδού Σύρου, που διηύθυναν ο Πηλιχός και οι αφοί Σπαγἀκου. Αυτό, εκτός από μπιλιάρδα διέθετε και μηχανάκια με φρούτα και οι «φρουτέμποροι» άφηναν τον οβολό τους στους ανανάδες, στις μπανάνες, στ’ αχλάδια και όσα τέλος πάντων φρούτα παρήγαγαν οι μηχανές. Στο No Name, δεν σύχναζαν μεγάλα ονόματα του μπιλιάρδου, όμως στο μπάρ που κουμάντο έκανε ο Λάκης, μέγας μπάρμαν, είχε και την επιμέλεια της μουσικής που ήταν καθαρή ροκ και τζάζ. Τα σαββατοκύριακα συνήθως, στη μπάρα του Λάκη, έρεε η βότκα και το ουίσκι, ειδικά από κάτι τύπους του λιμανιού που, όταν δεν επισκεύαζαν έν πλώ καράβια στον Ειρηνικό ή στον Ινδικό και Ατλαντικό Ωκεανό, έπιαναν κουβέντες βαριές, καραβίσιες, που είχαν αρχή αλλά τέλος δεν είχαν. Εκεί τα βράδια έδρευε κι έπινε και ο μεγαλύτερος ασφαλιστής που είχε ποτέ η παλιά Interamerican,  μιάς και στο Wild Rose στην στοά της Πανεπιστημίου, του είχε απαγορευθεί ρητά η είσοδος. 

Έστω και την τελευταία στιγμή, μη ξεχάσω τα μπιλιάρδα του Αλέκου στην οδό Δρίσκου, απέναντι από τον φούρνο του Στέλιου. Αυτά βρίσκονται σε πλήρη λειτουργία αλλά φημίζονται κυρίως για την σοφιστικέ πελατεία τους. Η Πελατεία από το No Name, όταν αυτό έκλεισε, μεταφέρθηκε εδώ, για καθαρά ποτά και καλή μουσική. Κάποια Σάββατα περνά και ο ψυχίατρος να ελέγξει αν είναι όλοι καλά, πίνει κι αυτός φυσικά τα ουίσκι του, ακούει και καμιά καραβίσια κουβέντα και πάει για το σπίτι του. Εδώ μπορείς ν’ ακούσεις -αν είσαι τυχερός- και ιστορία της ρόκ μουσικής αν το Καραφλό Μωρό τύχει και περάσει και δεν είναι οργισμένο. Κινητή εγκυκλοπαίδεια το Καραφλό Μωρό, μπορεί να ξεκινήσει από τις «κυλιόμενες πέτρες» και να φτάσει μέχρι τον δικό μας, τον Ζώρζ τον Πιλαλί. 

Σήμερα, δεν γνωρίζω αν η πόλη μας έχει άλλες αίθουσες με μπιλιάρδα εκτός του Αλέκου στην οδό Δρίσκου. Και να έχει όμως, δεν θα έχει παίκτες της κλάσης του Γλού-Γλού και της παλιοπαρέας. 



[1] Ο Μάκης Θεοφανόπουλος, σκοτώθηκε πριν μερικά χρόνια στην Λ. Βέϊκου, όταν τον παρέσυρε ι.χ. αυτοκίνητο. Επέστρεφε από βόλτα με τον Μπάμπη Ασφή.


Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2022

Καφέ Παπαγαλίνο – η Wall Street της πόλης μας


Καφέ Παπαγαλίνο – η Wall Street της πόλης μας

 

Την αρχαία εποχή, προ των Ολυμπιακών Αγώνων «Αθήνα 2004», βρισκόμασταν ήδη στην Νομισματική Ένωση της Ευρώπης (Ο.Ν.Ε.), όχι επειδή η οικονομία μας ανθούσε αλλά επειδή οι ευρωπαίοι αναζητούσαν ένα εύκολο θύμα για να καλύπτουν τις δικές τους πομπές. Όχι φυσικά ότι εμείς ήμασταν άγιοι -δεν γίνονται τέτοια θαύματα στην πατρίδα της Δημοκρατίας-, αλλά και οι Εταίροι μας ούτε υπήρξαν και ούτε θα υπάρξουν στους αιώνες καλά παιδιά. Μιά γλυκιά συμμορία ήταν τω καιρώ εκείνω η Ευρωπαϊκή Ένωση, πολύ πριν γίνει ελληνική ταινία σε σκηνοθεσία Νίκου Νικολαΐδη και με πρωταγωνιστές τους ηθοποιούς: Τάκη Μόσχο, Τάκη Σπυριδάκη, Άλκη Παναγιωτίδη, Κωνσταντίνο Τζούμα, Δέσποινα Τομαζάνη κι άλλους που δεν μπορώ τώρα να θυμηθώ.  

Ήταν η «χρυσή εποχή» Σημίτη, τότε που έβγαλε από το Α.Τ.Μ. μιάς τράπεζας τα ευρώ και συγκινήθηκε η πλάση από την Γαύδο έως και την Yπερβορεία. Ήταν η εποχή που η Ελλάδα εισήλθε στο χρηματιστήριο κι απλώθηκε η «πρωτόγνωρη χαρά» και στο τελευταίο καφενείο της πατρίδας μας, εκεί όπου ο καφετζής, μαζί με τον βαρύ γλυκό σου, εμπιστευτικά, σου έδινε και μιά σίγουρη μετοχή για να κονομήσεις σβέλτα και σίγουρα.

Το ίδιο φυσικά συνέβαινε και με τα καφενεία και τα καφέ της πόλης μας. Η καρδιά όμως χτυπούσε δυνατά μόνο στο καφέ Παπαγαλίνο επί της Λ. Βέϊκου 9. Δίπλα από το Παπαγαλίνο, είχε το κατάστημά του με πάσης φύσεως ηλεκτρονικές εργασίες ο Μάρκος Παντελιάς, ο καλύτερος και μακράν πρώτος τεχνικός της πόλης μας και επισκεύαζε, τοποθετούσε, διόρθωνε, κάθε τι στα αυτοκίνητα που συνέρρεαν εκεί.

Το Παπαγαλίνο διηύθυνε ο κ. Γιάννης με την σύζυγό του την κ. Γεωργία αν θυμάμαι καλά. Από το πρωί, τα τραπέζια γέμιζαν με θαμώνες που έπιναν ωραιότατο καφέ κι άρχιζαν οι βαριές κουβέντες για το χρηματιστήριο. Σε κάθε τραπέζι, εκτός από τους καφέδες και τα βαριά τσιγάρα, θέση είχαν και όλες οι οικονομικές εφημερίδες της εποχής: Επενδυτής, Ημερησία, Χρηματιστήριο, Ισοτιμία, όλες αυτές σε πορτοκαλί χρώμα για να ξεχωρίζουν από τις υπόλοιπες που φάνταζαν πολύ λαϊκές μπροστά τους. Κυκλοφορούσαν επίσης, η Ναυτεμπορική, το Εξπρές – αυτές παλιές οικονομικές εφημερίδες γεννημένες δεκαετίες πρίν το χρηματιστήριο στην άνοδό του.   

Από το απόγευμα όμως και μετά, όταν δηλαδή οι εργαζόμενοι επέστρεφαν από τις δουλειές τους, έτρωγαν γρήγορα στο σπίτι τους κι αμέσως κατευθύνονταν στο Παπαγαλίνο να αντλήσουν πληροφορίες για τις σίγουρες μετοχές. Τζόγαρε όλη η Ελλάδα εκτός από κάποιους ελάχιστους, μεταξύ αυτών και η αφεντιά μου. «Γιατί δεν παίζεις χρηματιστήριο;», με ρώτησε μιά φορά ένας φανατικός παίκτης που είχε «κερδίσει» πολλά μύρια. Δεν έχω φράγκα, που να παίξω; Του απάντησα. «Σπίτι δικό σου έχεις;», με ρώτησε. Ναι, σπίτι έχω. «Ωραία, πούλα το σπίτι σου και παίξε, σε δυό μήνες θα αγοράσεις δυό σπίτια». Αν και είμαι αδύναμος χαρακτήρας, δεν με έπεισε, ευτυχώς δηλαδή.

Οι περισσότεροι θαμώνες είχαν γίνει οικονομολόγοι, αναλυτές, τα πάθη φούντωναν, οι φωνές απλώνονταν πέρα από την Λεωφόρο, από τα διπλοπαρκαρισμένα αυτοκίνητα ένα κυκλοφοριακό χάος ανθούσε, οι καφέδες και οι μπύρες έρρεαν, τα πούρα άναβαν (όσοι τα φούμαραν φανέρωναν και τα κέρδη τους), τα καπνιστά ουίσκι γαργαλούσαν τα λαρύγγια.

«Παίξτε, παίξτε, παίξτε», διαλαλούσε ο τότε υπουργός οικονομικών αλλά και ο Πρωθυπουργός, παίξτε να κερδίσετε. Όταν ακούς την ηγεσία της χώρας να σε προτρέπει, παίζεις, τα δίνεις όλα, και αίφνης, εκείνον τον Μαύρο Σεπτέμβριο, έρχεται κάτι σαν πυρηνικό ολοκαύτωμα και χάνεις τα πάντα. Μετοχές, σπίτια, αυτοκίνητα, χρήματα, τα πάντα. Ήσουν πλούσιος και ξυπνάς πένης.

Σε ένα απόμερο τραπέζι εκεί στο Παπαγαλίνο, ο Σωτήρης Γιαννόπουλος, Καθηγητής, με κεφαλαίο το Κ, έπινε πάντοτε ήσυχα το καφεδάκι του και διάβαζε ένα βιβλίο. Λυκειάρχης για ένα διάστημα στο 4ο Γυμνάσιο Γαλατσίου, ήταν πραγματική απόλαυση να τον ακούς να σου διαβάζει ή να μιλάει για την ιστορία. Το Σύμπαν του κυρίου Καθηγητή, σαφώς ήταν πιο εξελιγμένο από το Σύμπαν της απληστίας που κυριαρχούσε στους υπόλοιπους χώρους του Παπαγαλίνο. 


Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2022

Το Bulling τω δασκάλων της πόλης μας



Το Bulling τω δασκάλων της πόλης μας

 

Ανατρέχοντας στη Μυθολογία αλλά και πίσω από αυτήν, στην αρχή του ανθρώπου -που δεν γνωρίζουμε ούτε υποψιαζόμαστε πότε ακριβώς άρχισε-, για ένα πράγμα μπορούμε να είμαστε σίγουροι, για τη βία. Σε ένα βιβλίο που διάβασα προ χρόνων, η εποχή του σύγχρονου ανθρώπου ονομάζεται ατλάντια και έχει να κάνει κυρίως με τα συναισθήματα, ενώ πίσω από αυτήν υπήρξε η λεμούρια εποχή, αυτή που είχε να κάνει με το ένστικτο. Δηλαδή με τη βία.

Ο ανθρώπινος δρόμος δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα, ξεκίνησε με βάτους κι αγκάθια, με τη ζωώδη εκδήλωση του φρέσκου ανθρώπου πάνω στη γη, είτε κατά την δαρβινική αντίληψη είτε κατά την «θεία» προέλευσή του. Ευτυχώς, όλοι εμείς στον καιρό μας, είναι φανερό ότι πορευόμαστε με τα συναισθήματά μας κι ας εμπεριέχουν αυτά ακόμα και τη βία. Όπου κι αν στρέψουμε τη ματιά μας σήμερα –το ίδιο συνέβαινε και χθές- κυριαρχεί το παράλογο, η αρρώστια για δύναμη, η απληστία για πλούτο, αλλά αυτό, εκφράζεται πλέον με την κρατική μορφή, έφυγε δηλαδή από τα στενά όρια της μεμονωμένης βίας, της ατομικής κι απόκτησε σαν οντότητα άλλη μορφή, εκσυγχρονίστηκε.

Παρατηρώντας τον κύκλο του παράλογου σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης, όχι μόνο εδώ στην όμορφη πατρίδα μας, τα κράτη διψάνε για περισσότερη δύναμη, δεν χορταίνουν ποτέ από την απληστία τους. Τα κράτη όμως διοικούνται από ανθρώπους, από εμάς, είναι αυτά έτσι φτιαγμένα διότι είναι δικά μας προϊόντα, εμείς τα φτιάξαμε σύμφωνα με τις ανάγκες μας. Τις συναισθηματικές αλλά και ζωώδεις ανάγκες μας. Η καλυμμένη βία ενός κράτους σήμερα λέγεται ανάγκη, καθήκον, πρόοδος, ιδεολογία, πάλη και συγκινεί τον συναισθηματικό άνθρωπο.

Αν φύγουμε από αυτές τις μορφές της βίας και πάμε στις δικές μας εμπειρίες που περιείχαν βία, κυρίως κατά την παιδική ηλικία στα σχολεία κυρίως, ας δούμε με ψυχραιμία όσα ανεχτήκαμε από την βάρβαρη συμπεριφορά μερικών δασκάλων μας.

Σήμερα υπάρχει το γνωστό bulling και ευτυχώς που βγαίνει στην επιφάνεια από όσους κατά διαστήματα το βιώνουν. Παλιότερα όμως, κυρίως στον καιρό της χούντας, σαν μικρά παιδιά νιώσαμε κι εμείς στο πετσί μας (κυριολεκτικά) τα ζωώδη απωθημένα εκπαιδευτικών που για ψύλλου πήδημα μας σακάτευαν με την βέργα (για άλλους την βίτσα).

Βέβαια, σαν θυμάμαι σήμερα πόσες φορές είχα πρησμένα χέρια από την τιμωρία του δασκάλου για συμμόρφωση, μόνο να γελάσω μπορώ. Το ίδιο φαντάζομαι και εσείς, όσοι/όσες τουλάχιστον νιώσατε την βέργα να τσακίζει τα χέρια σας. Το γέλιο, είναι ίσως ένας καλός τρόπος για να αντιμετωπίσεις την ψυχασθένεια εκείνων των δασκάλων που στο όνομα της εθνικοφροσύνης; Της εκπαίδευσης; Ή ό,τι άλλο νόμιζαν πως αντιπροσώπευαν. Δεν έδερνε ο δάσκαλος επειδή ήσουν ενδεχομένως αδιάβαστος, όχι, δεν τον ενδιέφερε να σε μάθει πράγματα, να σου τσακίσει το ηθικό ήθελε κι έτσι, εγώ που είπα κάτι σε ένα κορίτσι, εσύ που χαμογέλασες κρυφά, ένας άλλος με φτωχικά ρούχα, εμείς, και πόσοι από εμάς, γίναμε μάρτυρες, θύματα, του παράλογου.

Ήμασταν όμως σκληροί, πηγαίναμε σπίτι και δεν λέγαμε πόσες βεργιές μας έριξε ο δάσκαλος, είχαμε -έστω και μικροί- μια περηφάνια. Εμάς μας τσάκιζε στο ξύλο ο δάσκαλος και μετά πήγαινε σπίτι του και χάιδευε με αγάπη το παιδί του. Στην εκκλησία θα έκανε τον σταυρό του, στις κοινωνικές εκδηλώσεις θα καθόταν σε περίοπτη θέση σαν μέρος της εξουσίας σύμφωνα με το τρίπτυχο:  δάσκαλος, παπάς, χωροφύλακας! Η υποκρισία διαχεόταν παντού. Κάτι ανάλογο συνέβαινε αργότερα στο Γυμνάσιο, όταν παρακολουθούσαμε αναγκαστικά κατηχητικό στην Αγία Γλυκερία. Άλλη μορφή βίας εκεί, περισσότερο «θεϊκή».

Έχω την εντύπωση ότι οι δάσκαλοι αυτοί ήταν η μειοψηφία. Και δυστυχώς δεν υπήρξαν ποτέ παιδαγωγοί. Ας γελάσουμε με την μειοψηφία εκείνων των δασκάλων, και φυσικά ας τους συγχωρήσουμε.  

Ευτυχώς για την κοινωνία μας, οι αμόρφωτοι κι αγράμματοι εκείνοι δάσκαλοι, αποτελούν παρελθόν από το οποίο έχουμε υποχρέωση να διδασκόμαστε αν θέλουμε να βελτιωνόμαστε σαν άνθρωποι. Εκείνη η βία που με σημερινούς όρους ονομάζεται bulling, πέρασε και μπορούμε να την δούμε σαν ακόμα μία γελοία έκφανση των υψηλών τότε ιδανικών που μάστιζαν την ελληνική κοινωνία.

Σήμερα, το bulling εξακολουθεί να υφίσταται, όχι στα σχολεία μα σε αδύνατες ομάδες συνανθρώπων μας, παιδιών ή μεγάλων. Και έχουμε υποχρέωση κάθε εκδήλωση bulling, απ’ όπου κι αν προέρχεται όχι μόνο να την καταδικάζουμε αλλά και να την δημοσιοποιούμε. Αυτός τουλάχιστον είναι ένας τρόπος για να χαθεί οριστικά από τη ζωή μας. Ο ασφαλέστερος βέβαια τρόπος είναι η απόκτηση Παιδείας, αλλά γι’ αυτήν, έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας … 


Κυριακή 9 Οκτωβρίου 2022

Γιώργος Μουφλουζέλης – ο μεγάλος ρεμπέτης της πόλης μας


Γιώργος Μουφλουζέλης – ο μεγάλος ρεμπέτης της πόλης μας

 

Σε μία από τις καθιερωμένες βόλτες μου στην πολύβουη πόλη μας -μου αρέσει να μπαίνω στα ενδότερά της, όχι μόνο για ήσυχη πεζοπορία αλλά και για την λιτή ομορφιά που υπάρχει ακόμα στους μικρούς δρόμους-, έτυχε και πέρασα από την οδό Κύκνων. Στους περισσότερους συμπολίτες μας, ο δρόμος αυτός δεν λέει τίποτα, εκτός κι αν είναι μουσικοί και ο νούς τους τρέχει στην Λίμνη των Κύκνων του μέγιστου Τσαϊκόφσκι. Εγώ, δεν είμαι μουσικός αλλά γηγενής Γαλατσιώτης, κι έτσι, αυτόματα σχεδόν, ο νούς μου έτρεξε στον Γιώργο Μουφλουζέλη, τον γίγαντα του ρεμπέτικου που έζησε στον δρόμο αυτό.

Ήταν η εποχή που το Γαλάτσι είχε χωμάτινους δρόμους, μικρά σπίτια, αυλές με τριαντάφυλλα και γιασεμιά, φτώχεια, μα κι απέραντο πλούτο από τις ψυχές των ανθρώπων. Μέσα στη φτώχεια έζησε ο Μουφλουζέλης στην οδό Κύκνων και εμείς οι τότε πιτσιρικάδες, αλητεύοντας για λάσπη και σκόνη, βλέπαμε συχνά πυκνά τον άρχοντα της μουσικής μας να κάθεται και να τραγουδά με την λούμπεν φωνή του και το τρίχορδο μπουζούκι του. Μας μάγευε η εικόνα αυτή κάθε φορά που τον συναντούσαμε έξω από την υπόγα του.

Λένε, πως αν κάτι σήμερα μας συνδέει με το ένδοξο παρελθόν των Ελλήνων, αυτό είναι η γλώσσα. Είναι όντως, διότι ακόμα και σήμερα, την ομηρική γλώσσα μιλάμε εξελιγμένη φυσικά και ενταγμένη στις ανάγκες της σύγχρονης ζωής. Κάτι άλλο που μας συνδέει αλλά μάλλον το έχουμε στο υποσυνείδητό μας, αυτό είναι η τραγωδία. Η τραγωδία είναι η γέννηση του πολιτισμού μας. Αυτή, η τραγωδία, συνόδεψε σε όλη του σχεδόν τη ζωή τον Γιώργο Μουφλουζέλη, από τη γέννησή του στη Μυτιλήνη το 1912 μέχρι τον θάνατό του το 1991 στο Γαλάτσι.

Ο τραγωδός Μουφλουζέλης, αφού η δεύτερη γυναίκα του (η πρώτη είχε πεθάνει νέα) εγκατέλειψε αυτόν και τον μοναχογιό του Σταύρο, οπλίστηκε με κείνη τη δύναμη που κρύβεται στα εσώψυχα και είναι αθόρυβη κι αθέατη και, μεγάλωσε μονάχος του τον ακριβό του γιό. Αναγκασμένος από τη ζωή που σπάνια του χαμογέλασε, πόσες φορές δεν πήρε τον γιό του στα κουτούκια και στα ταβερνεία που έπαιζε και τραγουδούσε, για ένα πιάτο φαΐ, κοντά σ’ αυτόν να φάει και ο γιός του. Έτσι συνήθως γινόταν στο ταβερνάκι του Κατσώνη στην πλατεία Λιναρά μα και σε άλλα ταβερνάκια στο Γαλάτσι, στη Κυψέλη και στη γύρω περιοχή που πάλευε για το μεροκάματο, όπως μας πληροφορεί ο Αντώνης Μποσκοϊτης. Ο ίδιος μάλιστα αναφέρει ότι τα ίδια ακριβώς πράγματα συνέβαιναν και με τον Μάρκο Βαμβακάρη και τους γιούς του Στέλιο και Δομένικο. Όπως μας πληροφορεί ο αείμνηστος Πάνος Γεραμάνης, εκείνος ο σπουδαίος ερευνητής και δημοσιογράφος του ρεμπέτικου και λαϊκού μας τραγουδιού από τις σελίδες της εφημερίδας «Τα Νέα», μονάχα ο Πρόδρομος Τσαουσάκης του στάθηκε, αυτός μονάχα δεν έκλεψε από το έργο του, όπως έκαναν οι περισσότεροι μεγάλοι ρεμπέτες και όχι μόνο της εποχής. Ο σπουδαίος αυτός ερευνητής, μας πληροφορεί επίσης ότι τον Μουφλουζέλη τον βοηθούσε οικονομικά και ο Δήμος Γαλατσίου μιάς και πλήρωνε 7 – 8 χιλιάδες δρχ. κάθε μήνα σε ένα σούπερ μάρκετ για τα τρόφιμά του. Οικονομικά όμως τον βοηθούσε όλη σχεδόν η γειτονιά επί της οδού Κύκνων, τον θεωρούσαν άνθρωπο δικό τους και αναγνώριζαν το μεγάλο του ταλέντο.


Αναζητώντας πρόσθετες πληροφορίες για τον Μουφλουζέλη, εκτός από την συνέντευξη που έδωσε στον Πάνο Γεραμάνη το 1989, ένα χρόνο αργότερα, το 1990, ένα δηλαδή χρόνο πριν πεθάνει, έδωσε άλλη μία συνέντευξη στον Ριζοσπάστη της Κυριακής (30.12.1990) αλλά η έκπληξη μου, μεγάλωσε πολύ γιατί ο δημοσιογράφος που τον επισκέφτηκε στην υπόγα του για την συνέντευξη, είναι ένας συμπολίτης μας, δημοσιογράφος κι αυτός, ο Ιορδάνης Θωμαΐδης. Βέβαια, την συνέντευξη ανασύρει από την λήθη η ηλεκτρονική εφημερίδα «Lifo» όμως προς τιμή της αναφέρει την πηγή, όπως είθισται να κάνουν τα σοβαρά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης.

Μεταξύ των άλλων διαβάζουμε σε εκείνη τη συνέντευξη του Γιώργου Μουφλουζέλη στον Ιορδάνη Θωμαΐδη: «Το 1987 είχε αναζητήσει μια σύνταξη μουσικού απ' το υπουργείο Πολιτισμού. "Ας πάει αυτή", λέει τώρα. "Πάει" κι αυτή όπως "πήγαν" και για τόσους άλλους λαϊκούς μουσικούς. "Ήταν θυμάμαι τότε που στο υπουργείο ήταν η Μελίνα. Λέει ότι η Μελίνα τον αγαπά, όπως επίσης τον αγαπά και ο 'Έβερτ και αναρωτιέται: "Τώρα τι δουλειά έχουν η Μελίνα με τον 'Έβερτ; Εγώ δεν έχω καμιά δουλειά μαζί τους. Εμένα μ' αγαπούν οι άνθρωποι».

Πολύ θα ήθελα να βρω τον Ιορδάνη Θωμαίδη και να τον ρωτήσω δια ζώσης για εκείνη την συνέντευξη του 1990 με τον Μουφλουζέλη, όμως δεν το έκανα, θέλω να παραμείνω αόρατος στη πόλη μας και να κυκλοφορώ ελεύθερα.

Τον Γιώργο Μουφλουζέλη, ναι, τον αγαπούσαν, εμείς τα παιδιά τότε, η γειτονιά του, οι απλοί και λαϊκοί άνθρωποι. Για έναν παραπάνω ίσως λόγο, διότι η τραγωδία αλλά και η κωμωδία (παιδί της πρώτης), είναι ο συνεκτικός κρίκος της ιστορίας και της ζωής μας.   

 

Εδώ στο λίνκ η συνέντευξη του Ιορδάνη Θωμαΐδη. 

Στην φωτογραφία διακρίνονται ο Γιώργος Μουφλουζέλης και ο Ιορδάνης Θωμαίδης από τη συνέντευξη στον Ριζοσπάστη.  




Εδώ, διασκευή του τραγουδιού του "Εγώ δεν έχω βγάλει το σχολείο"από τον γιό του Σταύρο.




Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2022

Τα βιβλιοπωλεία & οι βιβλιόφιλοι της πόλης μας


Τα βιβλιοπωλεία & οι βιβλιόφιλοι της πόλης μας

 

Πέτρα, δέρμα, μάρμαρο, πάπυρος, βιβλίο, e-book. Κάπως έτσι πρέπει να είναι αποτυπωμένη η σειρά της γραφής παράλληλα με την εξέλιξη του πολιτισμού μας. Αυτή η εξελεγκτική διαδικασία εκφράζεται στον καιρό μας με το e-book, που αν και προηγμένο τεχνολογικά, δεν έχει κατορθώσει να αφανίσει το παραδοσιακό βιβλίο. Υπάρχουν αντιστάσεις, θετικές κατά την γνώμη μου, διότι η ανάγνωση ενός βιβλίου συνεχίζει να αποτελεί για πάρα πολλούς ανθρώπους ένα είδος ιεροτελεστίας.

Για μένα αλλά και για άλλους, το σκίσιμο των σελίδων ενός βιβλίου με τον χαρτοκόπτη ώστε να γίνουν οι σελίδες του αναγνώσιμες, αποτελεί μία ακραία στον καιρό μας τελετουργία, που απαιτεί υπομονή. Τα περισσότερα βέβαια βιβλία δεν ακολουθούν την παλιά αυτή πρακτική και διαβάζονται ευθύς σαν ανοίξεις την πρώτη τους σελίδα. Υπάρχουν μερικοί εκδότες που ακολουθούν την παλιά πρακτική, συνήθως σε βιβλία ιστορικά και κυρίως αυτά της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Στα άλλα είδη όπως στα λογοτεχνικά βιβλία κ.α. η πολιτική των εκδοτών είναι διαφορετική και δεν «ταλαιπωρεί» τον αναγνώστη με χαρτοκόπτες κι άλλα αιχμηρά εργαλεία.

Παρόλο που είμαι άνθρωπος της τεχνολογίας, το e-book με αφήνει εντελώς αδιάφορο. Είναι ένα εργαλείο δίχως «ψυχή», παγωμένο, απρόσωπο κι ας το διαβάζεις μέσα από την Apple για παράδειγμα. Αντίθετα, το βιβλίο -αν είναι παλιό- θα μυρίζει μελάνι, αν είναι σύγχρονο θα έχει την φινετσάτη υφή των σελίδων του. Με λίγα λόγια, νιώθεις πάνω του την ανθρώπινη παρουσία που του δίνει δύναμη.

Το διάβασμα βιβλίων, όπως λένε οι ειδικοί μέσα από μελέτες τους, οξύνει τον νου, εγώ θα έλεγα μέσα από την εμπειρία μου σαν αναγνώστης και μόνο, ότι, αν διαβάζεις ένα βιβλίο δυνατά, βελτιώνεις και την αναπνοή σου. Το παρατήρησα αυτό για πρώτη φορά πριν από χρόνια, όταν διάβαζα την Οδύσσεια του Ομήρου από το πρωτότυπο, σε μία μάλιστα μοναδική έκδοση του Harvard, με την διαφορά όμως στην μετάφραση που ήταν στα αγγλικά και όχι στα ελληνικά.

Σήμερα στην Ελλάδα, οι αναγνώστες του παραδοσιακού βιβλίου έχουν μειωθεί αισθητά, λέω όμως ότι και οι αναγνώστες του e-book είναι πολύ λίγοι. Αυτό συμβαίνει διότι το διάβασμα δεν έχει καλή θέση στις συνήθειες του Έλληνα, εκτός κι αν πρόκειται για άχρηστες ηλεκτρονικές ειδήσεις που όχι μόνο δεν οξύνουν τον νου αλλά φέρουν σταδιακά την πλήρη αποβλάκωση. Πολύ εύκολα ο Έλληνας σήμερα αναζητά στη Wikipedia μία πληροφορία, στην πιο άθλια εγκυκλοπαίδεια που έγινε ποτέ. Και λέω άθλια, διότι δεν είναι έγκυρη μιάς και γράφει σε αυτήν όποιος θέλει να γράψει και εφόσον αποκτήσει πολύ εύκολα κωδικούς. Είμαι σίγουρος γι’ αυτό που γράφω διότι κωδικούς έχω κι εγώ και μάλιστα έχω γράψει μερικές φορές σε διάφορα λήμματα.

Στην πόλη μας, ευτυχώς για την ιστορία της, υπήρξαν μερικά πάρα πολύ καλά βιβλιοπωλεία, μικρά βέβαια αλλά με όλων των ειδών τα βιβλία στις προθήκες τους. Και υπήρξαν επί πολλές δεκαετίες διότι είχαν κοινό που διάβαζε βιβλία. Υπήρξε δηλαδή μία μικρή αγορά που ευημερούσε. Τα παλιότερα βιβλιοπωλεία που είχε η πόλη μας, ήταν αυτό της Χαράς και αυτό της Νίκης. Το πρώτο επί της Αγίας Γλυκερίας, εκεί που σήμερα είναι ένα απρόσωπο κατάστημα χρυσού. Αν θυμάμαι καλά, η κυρία που το είχε ήταν η κυρία Ελένη (αλλά δεν είμαι απόλυτα σίγουρος για το όνομά της). Δυστυχώς, έκλεισε τον Μάρτιο του 2011 με την αρχή της κρίσης. Το βιβλιοπωλείο της Νίκης, ήταν στην Ηροδότου, εκεί που στεγάζεται σήμερα το Multi Paper. Ψυχή του βιβλιοπωλείου ήταν η κυρία Νίκη και την βοηθούσε πολλές φορές η κόρη της η Βαρβάρα (αν δεν κάνω λάθος στο όνομα). Αυτό έκλεισε τον Μάϊο του 2013, μάλλον λόγω συνταξιοδότησης. Οι κυρίες που δούλευαν αυτά τα δύο βιβλιοπωλεία, είχαν μεράκι, άριστο επαγγελματισμό, εξυπηρετούσαν τον αναγνώστη με τρόπο κάλλιστο.

Μετά από αυτά τα δύο βιβλιοπωλεία, σειρά παλαιότητας έχει του Ηλία Μαρκολέφα επί της Λεωφόρου Βέϊκου που συνεχίζει την λειτουργία του. Το βιβλιοπωλείο Μαρκολέφα, είναι πολύ παλιό βιβλιοπωλείο της Αθήνας με ιδρυτή τον Γιάννη Μαρκολέφα (πατέρα του Ηλία) και βρισκόταν επί της Πατησίων, κοντά στην Στουρνάρη. Δεν γνωρίζω αν συνεχίζει να λειτουργεί, πάντως το ίδιο βιβλιοπωλείο άνοιξε και στην πόλη μας με κάπως διαφορετική μορφή μιάς και είναι παράλληλα και χαρτοπωλείο. Ένα κατάστημα κόσμημα, με άριστο επαγγελματικό προσωπικό.    

Μετά από αυτά, σαν βιβλιοπωλεία και χαρτοπωλεία, λειτουργούν στην πόλη μας, το Book Art επί της Καραϊσκάκη, το Χαρτόραμα επί της Αγίας Γλυκερίας, το Αλκυόνα επί της Τράλλεων, η Γραφή επί της Μεσσηνίας και το Multi Paper που έχω ήδη αναφέρει. Αυτά έχουν πέσει στην αντίληψή μου, αν υπάρχουν και κάποια άλλα, ζητάω προκαταβολικά συγνώμη για την μη αναφορά τους.

Γράφοντας για βιβλία, θα κλείσω το άρθρο αυτό κάνοντας αναφορά σε δύο συμπολίτες μας που είναι φανατικοί αναγνώστες βιβλίων και έχουν πέσει στην αντίληψή μου. Είναι η Ελένη, αρχιτεκτόνισσα στο επάγγελμα, που την είχα πετύχει πάρα πολλές φορές σε διάφορα καφέ να διαβάζει βιβλία λογοτεχνικά τα μεσημέρια. Επίσης, ο Σπύρος, που με έχει εντυπωσιάσει πολλές φορές που τον βλέπω να πίνει τον καφέ του διαβάζοντας βιβλία σε διαφορετικά καφέ. Πολύ ήσυχος άνθρωπος, είναι αφοσιωμένος στην ανάγνωση του βιβλίου του σε τέτοιο βαθμό -όπως έχω παρατηρήσει-, που δεν ασχολείται καθόλου με την φασαρία της πόλης. Η πόλη μας παράγει φασαρία, αλλά άνθρωποι σαν τον Σπύρο και την Ελένη, αλλά και τον Χρήστο -να τον αναφέρω κι αυτόν διότι όσες φορές έτυχε να περάσω από το ίντερνετ καφέ, ήταν αφοσιωμένος στην ανάγνωση του βιβλίου του, αγνοώντας την οχλαγωγή που παρήγαγε η ιμιτασιόν επανάσταση του Κονκλάβιου-, όχι λοιπόν δύο, αλλά έχω συναντήσει τουλάχιστον τρείς ανθρώπους που απολαμβάνουν την ανάγνωση ενός βιβλίου και ταξιδεύουν μέσα από τις σελίδες του, οξύνοντας τον νου τους.   

Η ανάγνωση ενός βιβλίου παράγει πολιτισμό.


Ήταν υποκριτής ο Ένγκελς;

Ήταν υποκριτής ο Ένγκελς;   Εκμεταλλευόταν ο Ένγκελς τους εργαζομένους που είχε μέσω της υπεραξίας; Το ερώτημα αυτό τέθηκε αλλά δεν είμα...