Πάμε
για μπιλιάρδο στου Αλέκου την υπόγα;
Αρχαίο Γαλάτσι, λίγο
καιρό μετά τον θάνατο του Πλάτωνα, του πρώτο-τσιφλικά της περιοχής μας και
όχι μόνο, βρήκαν οι τσοπαναραίοι από το Μενίδι και από άλλες περιοχές της Αττικής
πλούσια βοσκοτόπια κι ελεύθερα και έφτασαν στα μέρη μας. Ο ισχυρότερος όλων ένας
Γαλάκης που χάρισε τ’ όνομά του στην πόλη μας. Πάμε στου Γαλάκη για αρνιά και
κατσίκια, λέγαν οι εμπόροι τότε, κάποιοι άλλοι, αττικίζοντες, λέγανε: Πάμε στου
Γαλάτση. Κάπως έτσι η οδός Καρύκη στο κέντρο της Αθήνας έγινε Καρύτση, ομοίως
και σε εμάς το Γαλάκη έμεινε σαν Γαλάτσι (με ι παρακαλώ και όχι με η).
Κύλησε
η ζωή, τα πράγματα άλλαξαν, έγινε η «επανάσταση της καταπάτησης» του Άλσους στο
κτήμα Βέϊκου από την τότε ομονοούσα αριστερά και το ΚΚΕ, με μπροστάρη τον
Παπαδιονυσίου, την ίδια σχεδόν εποχή που εντός οικισμού άρχιζαν οι πρώτες
αντιπαροχές. Ήταν γενικώς και ειδικώς περίοδος επαναστατικής διάθεσης μιάς και
η χούντα πέρασε οριστικά σε εντροπία. Θέση στην ανατολή της μεταπολίτευσης δεν
είχαν όμως μόνο οι πάσης φύσεως ιδεολογίες, αλλά και οι καινούργιες συνήθειες
που ερχόντουσαν από το εξωτερικό. Οι περισσότερες νιόφερτες συνήθειες, από
κάποιους κύκλους -αριστερούς κυρίως- ειπώθηκαν ως αμερικανιές. Μία από αυτές και
τα μπιλιάρδα.
Το
πρώτο μάλλον μπιλιαρδάδικο της πόλης μας, ήταν αυτό του Αγάθου, επί της Λ.
Γαλατσίου απέναντι από το δημοτικό σχολείο. Μπιλιάρδα, ποδοσφαιράκια, νομίζω
και καφενές, ένα δηλαδή μείγμα, έγινε σημείο αναφοράς στους νέους που έψαχναν
νέους τρόπους διασκέδασης. Εγώ, λόγω ηλικίας δεν έμπαινα μέσα στο μαγαζί,
υπήρχε απαγορευτική πινακίδα για τους κάτω των 17 ή 18, δεν θυμάμαι με
ακρίβεια.
Την
ίδια σχεδόν περίοδο, επί της οδού Μεσσηνίας, στον υπόγειο χώρο του
κινηματογράφου «Χαρά», σήμερα «Μασούτη», γεννήθηκε δεύτερο μαγαζί με μπιλιάρδα
και ποδοσφαιράκια. Ούτε κι εκεί όμως μπορούσα να εισέλθω, ήμουν μικρός. Δίπλα
από τα μπιλιάρδα, είχε ο Ζα-ζά το ξυλουργείο του με φούλ δουλειά. Ο Ζα-Ζά, αν θυμάμαι
καλά, ήταν αδερφός του συγχωρεμένου του Τελαλιάν, του Τάσου. Έπαιζε μπάλα στην Ένωση
Γαλατσίου ο Τελαλιάν και ήταν μάλιστα καλός παίκτης. Άτυχος όμως, διότι
σκοτώθηκε νωρίς σε τροχαίο στην εθνική οδό. Ας θυμηθώ όμως το θλιβερό γεγονός
που σκόρπισε μεγάλη πίκρα στην πόλη μας τότε.
Ξεκίνησαν
από το ζαχαροπλαστείο Ροντίνι να πάνε για διασκέδαση, ο Τελαλιάν (οδηγός), ο
Νίκος ο Γιαννούλης, ο Μάκης Θεοφανόπουλος, ο Βαγγέλης Μπουγιούκας και ο Κωστάκης
ο Τσάκαλος (πολύ καλός παίκτης στον Α.Ο. Γαλατσίου). Κάπου στην Τράλλεων όμως,
ο Κωστάκης ο Τσάκαλος κατέβηκε διότι δεν καθόντουσαν άνετα τρία άτομα πίσω. Η
υπόλοιπη παρέα συνέχισε για την εθνική οδό. Εκεί, ένα φορτηγό ενεπλάκη και
είχαν ακαριαίο θάνατο ο Τελαλιάν ο Τάσος και ο Νίκος ο Γιαννούλης που καθόταν
ακριβώς πίσω του. Ο Βαγγέλης ο Μπουγιούκας και ο Μάκης ο Θεοφανόπουλος[1],
πετάχτηκαν με τη σφοδρή σύγκρουση έξω από το αυτοκίνητο και έζησαν. Η απώλεια
των νέων ανθρώπων είχε συγκλονίσει θυμάμαι την πόλη μας για πολύ μεγάλο
διάστημα. Γιατί τότε, όλοι γνωριζόμασταν μεταξύ μας, είτε ήμασταν στην ίδια ή
σε άλλη γειτονιά. Μας ένωναν πολλά πράγματα και μας χώριζαν ελάχιστα.
Ας
φύγω όμως από το θλιβερό ακόμα και σήμερα εκείνο ατύχημα που κόστισε την ζωή
δυό νέων συμπολιτών μας και ας πάω στα μπιλιάρδα του Τριαντάφυλλου.
Από
το υπόγειο της Χαράς, ο Τριαντάφυλλος, μετακόμισε στην Λ. Βέϊκου, εκεί που
σήμερα είναι το κατάστημα του Γερμανού, στην γωνία με την Απειράνθου. Ούτε κι
εκεί λόγω ηλικίας μπορούσα να μπώ. Στη ζούλα όμως, όλο και κάποιοι άλλοι
ανήλικοι έμπαιναν. Μερικές φορές, έξω από την βιτρίνα, βλέπαμε μέσα, να παίζει
μπιλιάρδο ο Γλού-Γλού που ήταν πραγματικά απόλαυση.
Ενώ
βρισκόταν σε λειτουργία το μπιλιαρδάδικο του Τριαντάφυλλου, άνοιξε μαγαζί με
μπιλιάρδα και ο Αλέκος, στην υπόγα της οδού Φιγαλείας. Στου Αλέκου, είχα ενηλικιωθεί
και μπορούσα ελεύθερα να μπαίνω και να παρακολουθώ μονομαχίες του Γλού-Γλού με
τον Γιώργο Θεοχάρη και άλλους. Φοβεροί όλοι εκείνοι οι παίκτες του γαλλικού
μπιλιάρδου. Μεγάλοι τεχνίτες και φυσικά δεν καταδέχονταν να παίξουν αμερικάνικο
μπιλιάρδο, το θεωρούσαν μπανάλ και είχαν απόλυτο δίκιο. Το αμερικάνικο
μπιλιάρδο ήταν και είναι για βουτυρόπαιδα.
Στου
Αλέκου την υπόγα όμως, είχα πάει ελάχιστες φορές, για έναν και μόνο λόγο: όταν
κατέβαινες στις σκάλες, σου ερχόταν λιποθυμία από την κάπνα των τσιγάρων. Πότιζαν
τα ρούχα με καπνό, ακόμα και το δέρμα πότιζε, η ατμόσφαιρα που επικρατούσε ήταν
σαφέστατα λούμπεν, αλλά ελκυστική.
Παράλληλα
με του Αλέκου, μπιλιάρδα και ίσως τα καλύτερα, είχε το ημιυπόγειο του Μάριου,
που βρισκόταν στην οδό Απειράνθου αλλά στο ύψος σχεδόν της Ευριπίδου. Κι αυτό
συγκέντρωνε καλούς παίκτες και γινόντουσαν ομηρικές μάχες. Ο Μάριος είχε και
τραπέζια με σκάκι, όπου κάποια φορά, μάλλον τυχαία, κέρδισα έναν μαίτρ του
είδους και παραλίγο να γίνει σύρραξη διότι εγώ αρνιόμουν να παίξουμε τη ρεβάνς!
Βέβαια,
πέραν όλων αυτών, το πιο σοφιστικέ μαγαζί του είδους, ήταν το No Name, επί της οδού Σύρου,
που διηύθυναν ο Πηλιχός και οι αφοί Σπαγἀκου. Αυτό, εκτός από μπιλιάρδα
διέθετε και μηχανάκια με φρούτα και οι «φρουτέμποροι» άφηναν τον οβολό τους στους
ανανάδες, στις μπανάνες, στ’ αχλάδια και όσα τέλος πάντων φρούτα παρήγαγαν οι
μηχανές. Στο No
Name,
δεν σύχναζαν μεγάλα ονόματα του μπιλιάρδου, όμως στο μπάρ που κουμάντο έκανε ο
Λάκης, μέγας μπάρμαν, είχε και την επιμέλεια της μουσικής που ήταν καθαρή ροκ
και τζάζ. Τα σαββατοκύριακα συνήθως, στη μπάρα του Λάκη, έρεε η βότκα και το
ουίσκι, ειδικά από κάτι τύπους του λιμανιού που, όταν δεν επισκεύαζαν έν πλώ
καράβια στον Ειρηνικό ή στον Ινδικό και Ατλαντικό Ωκεανό, έπιαναν κουβέντες
βαριές, καραβίσιες, που είχαν αρχή αλλά τέλος δεν είχαν. Εκεί τα βράδια έδρευε
κι έπινε και ο μεγαλύτερος ασφαλιστής που είχε ποτέ η παλιά Interamerican, μιάς και στο Wild Rose στην
στοά της Πανεπιστημίου, του είχε απαγορευθεί ρητά η είσοδος.
Έστω και την τελευταία
στιγμή, μη ξεχάσω τα μπιλιάρδα του Αλέκου στην οδό Δρίσκου, απέναντι από τον
φούρνο του Στέλιου. Αυτά βρίσκονται σε πλήρη λειτουργία αλλά φημίζονται κυρίως για
την σοφιστικέ πελατεία τους. Η Πελατεία από το No Name, όταν αυτό έκλεισε, μεταφέρθηκε
εδώ, για καθαρά ποτά και καλή μουσική. Κάποια Σάββατα περνά και ο ψυχίατρος να
ελέγξει αν είναι όλοι καλά, πίνει κι αυτός φυσικά τα ουίσκι του, ακούει και
καμιά καραβίσια κουβέντα και πάει για το σπίτι του. Εδώ μπορείς ν’ ακούσεις -αν
είσαι τυχερός- και ιστορία της ρόκ μουσικής αν το Καραφλό Μωρό τύχει και
περάσει και δεν είναι οργισμένο. Κινητή εγκυκλοπαίδεια το Καραφλό Μωρό, μπορεί
να ξεκινήσει από τις «κυλιόμενες πέτρες» και να φτάσει μέχρι τον δικό μας, τον
Ζώρζ τον Πιλαλί.
Σήμερα,
δεν γνωρίζω αν η πόλη μας έχει άλλες αίθουσες με μπιλιάρδα εκτός του Αλέκου στην οδό Δρίσκου. Και να έχει όμως, δεν θα
έχει παίκτες της κλάσης του Γλού-Γλού και της παλιοπαρέας.
[1] Ο Μάκης Θεοφανόπουλος, σκοτώθηκε
πριν μερικά χρόνια στην Λ. Βέϊκου, όταν τον παρέσυρε ι.χ. αυτοκίνητο. Επέστρεφε
από βόλτα με τον Μπάμπη Ασφή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου