Τετάρτη 22 Ιουλίου 2020

Η Θεία Κωμωδία - Παράδεισος

Dante Alighieri
Η Θεία Κωμωδία


Παράδεισος

 

Άσμα XI

Ώ, τι παράλογες είν’ των ανθρώπων οι έννοιες,
κι είν’ οι συλλογισμοί τους τόσο λαθεμένοι
που ο άνθρωπος, πετώντας, προς τον κατήφορο πηγαίνει!

Ο ένας με τους νόμους κι ο άλλος με τα γιατροσόφια
καταπιάνεται, ποιος κυνηγά αξιώματα εκκλησιαστικά
και ποιος, με βία και με δόλο, τα πολιτικά,

ο ένας κλέβει κι ο άλλος θέσεις κι ωφελήματα γυρεύει,
ποιος μές στις ηδονές της σάρκας είν’ δοσμένος
και ποιος τεμπέλης, ξαπλωμένος,

κι εγώ, απ’ όλα ετούτα απαλλαγμένος,
και με τη Βεατρίκη, ψηλά, στα ουράνια
καλόδεχτος, στη δόξα αυτών των φωτισμένων.

Καθένας τους στη θέση του γυρνά
μέσα στον κύκλο, ώς ήταν προτινά,
και στέκεται σαν το κερί στο καντηλέρι.

Κι ακούω χαρούμενα ν’ αρχίζει να μιλά
φωνή που ΄ρχόταν μέσ’ από τη φωτιά,
πού ‘χε μιλήσει πιό μπροστά:

«Τις σκέψεις, τους συλλογισμούς σου βλέπω
μές στις λαμπρές αχτίδες πού κοιτώ
νά ΄ρχονται απ’ το αιώνιο φώς.

Αμφιβολία έχεις και ζητάς
τα λόγια μου να κάνω πιό λιανά
κι έτσι να μπούνε στα δικά σου μυαλά,

όταν έλεγα: “Καλά παχαίνουν”,
κι αυτό πού είπα: “Νους άλλος δεν ξανάγινε”,
καιρός λοιπόν να σ’ τά ξεκαθαρίσω.

Η Θεία Πρόνοια τον κόσμο κυβερνά
με μια σοφία πού ο νους τού κάθε πλάσματος
δεν καταφέρνει να εννοήσει,

γιά να μπορέσει η νύμφη να σμίξει με τον αγαπημένο
πού τη νυμφεύτηκε με τα δικά του πάθη,
και γι’ αυτήν έχυσε το αίμα του το ευλογημένο,

με πιό μεγάλη σιγουριά και πιό μεγάλη πίστη,
δύο έστειλε οδηγούς, πού για δική της χάρη να την οδηγούν,
ο ένας απ’ τη μια μεριά κι ο άλλος απ’ την άλλη.

Ο ένας από ζήλο καίγονταν, σεραφικό,
ο άλλος, τόση είχε κάτω στη γη σοφία,
πού έλαμπε με φώς χερουβικό.

Από τούς δυό τον ένα θα υμνήσω,
όποιος τον ένανε παινεύει, παινεύει και τούς δυό,
γιατί τα έργα τους κοινό είχανε σκοπό.

Ανάμεσα Τουπίνο και τον ποταμό πού κατεβαίνει
από το λόφο πού είχε διαλέξει ο άγιος Ουμπάλντο,
κατ’ από ψηλό βουνό, εύφορη μια πλαγιά ξαπλώνει,

απ’ όπου κρύοι άνεμοι και ζεστοί φυσάνε
στην Περούτζια, από τού Ήλιου την Πόρτα, απέναντι, μές
στην ανήλιαγη σκιά υποφέρουν το Γκουάλντο κι η Νοτσέρα.

Εκεί πού της πλαγιάς το κατηφόρι μαλακώνει,
γεννήθηκε ένα ήλιος πού φώτισε τον κόσμο,
όπως εκείνος ο άλλος, πού από τον Γάγγη ανατέλει,

όποιος, λοιπόν, γι’ αυτό το μέρος να μιλήσει θέλει,
λειψό θέ να ΄ταν να τον πεί Ασσίζη,
σωστά αν θέλει να το πεί, άς τ’ ονομάσει Ανατολή.

Λίγο μετά την αυγή,
νιώσανε κιόλας οι άνθρωποι επίδραση ευνοϊκή
από την αρετή του την εξαιρετική.

Νιός ήταν, όταν τά ΄βαλε με τον πατέρα
για τη γυναίκα εκείνη πού, όπως στο θάνατο,
με χαρά, την πόρτα του, κανένας δεν ανοίγει,

και μές στού επισκόπου την αυλή
και στον πατέρα του μπροστά, ενώθηκε μαζί της,
και κάθε μέρα την αγαπούσε πιό πολύ.

Χήρα εκείνη από τον πρώτο σύζυγο της μένει
πάνω από εκατό και χίλια χρόνια, μές στη ντροπή και
παραμελημένη, χωρίς κανείς να τη ζητήσει, ώσπου ήρθε αυτός,

ούτε πού ωφέλησε πού ακούστη πώς σιγουρεμένη
τη βρήκε με τον Αμύκλα, εκείνος πού η φωνή του
τη γή ολόκληρη έκανε να τρέμει,

ούτε πού την ωφέλησε πού άφοβη έμεινε και πιστή
μαζί με τον Χριστό, επάνω στο σταυρό,
ενώ η Μαρία κάτω έμεινε στη γή.

Αλλ’ άς μη συνεχίσω πολύ κρυφά να σού μιλώ:
οι ερωτευμένοι ετούτοι ο Φραγκίσκος ήτανε κι η Φτώχεια,
πού τώρα αναφέρω με τρόπο ανοιχτό.

Η ομόνοια, η αγάπη, η έκσταση,
οι όψεις οι χαρούμενες και οι γλυκές ματιές
αιτίες στάθηκαν για σκέψεις ιερές,

τόσο πού ο άγιος Βερνάρδος
πρώτος εξυπολύθη κι έτρεχε για να φτάσει την ειρήνη,
και τρέχοντας τού εφάνη πώς πίσω είχε μείνει.

Ώ πλούτη άγνωστα! ώ αγαθό καρπούς ψυχής γεμάτο!
Εξυπολύθη ο Αιγίδιος, εξυπολύθη ο Σιλβέστρος,
τρέχοντας πίσω απ’ τον νυμφίο – τόσο τούς άρεσε η νύμφη.

Και προχωρεί ο δάσκαλος και πατέρας μπροστά,
με την κυρά του και τη φαμελιά
πού ΄τανε πιά ζωσμένοι το ταπεινό καπίστρι.

Διόλου τα μάτια του δέ χαμηλώνει από δειλία,
πού ήτανε γιός τού Πιέτρο Μπερναρντόνε,
ούτε πού η ταπεινή του εμφάνιση προκαλούσε απορία,

παρά σαν βασιλιάς τούς αυστηρούς κανόνες του
στον Ιννοκέντιο δείχνει, πού τού δίνει
για το μοναχικό του τάγμα την πρώτη τη σφραγίδα.

Σαν οι φτωχούληδες πού τον ακολουθούσαν γίνανε πολλοί,
γι’ αυτή τη θαυμαστή του τη ζωή,
κάλλιο τη δόξα του να ψέλναν οι ουρανοί,

της μάντρας ο αρχηγός από το Αιώνιο Πνεύμα,
για τα καλά του έργα,
κορόνα παίρνει δεύτερη απ’ τού Ονόριου τα χέρια.

Ύστερα, διψώντας για μαρτύριο,
πήγε την πίστη τού Χριστού για να κηρύξει
και των διαδόχων του, μπροστά στον υπερόπτη τον Σουλτάνο,

μα βρίσκοντας πολύ απρόθυμο τον κόσμο εκεί
για ν’ αλλαξοπιστήσει, άπραγος να μη μένει,
γύρισε, την ιταλική σπορά να κάνει να καρποφορήσει.

Ανάμεσα στον Άρνο και τον Τίβερη, σ’ απόκρημνο,
άγονο βουνό την τελευταία σφραγίδα πήρε απ’ τον Χριστό,
όπου σημάδεψε τα μέλη του για χρόνους δυό.

Όταν Αυτός πού τον είχε για το έργο αυτό διαλέξει
βουλήθηκε απάνω να τον πάρει για να τον βραβεύσει
για την αξία του, πού έτσι πιστά τού είχε δουλέψει,

στούς αδερφούς του, τούς νόμιμους κληρονόμους,
την ακριβή κυρά του αφήνει,
με πίστη να την αγαπάνε παραγγέλνει,

κι απ’ της φτώχειας τα σπλάχνα η ευγενική ψυχή
θέλησε να φύγει και στο βασίλειό της ν’ ανεβεί
και φέρετρο δέ θέλησε για το κορμί.

Και τώρα σκέψου τι πρέπει να ΄ταν ο σύντροφός του
πού άξιος στάθηκε κι αυτός, μαζί να οδηγήσουν
τη βάρκα τού Πέτρου σε σωστή πορεία μέσα στη τρικυμία,

τέτοιος είν’ ο πατριάρχης ο δικός μας,
κι έτσι καταλαβαίνεις: όποιος τέτοιον καπετάνιο ακολουθεί,
έχει τη βάρκα φορτωμένη με πραμάτεια καλή.

Μα το κοπάδι του καινούργια ορέγεται βοσκή
και δέ μπορούν παρά να ξεστρατίσουν
σ’ αυτά τα ξέμακρα τα βοσκοτόπια,

και δίχως γάλα τ’ αρνιά ξαναγυρίζουν στο μαντρί
όσο απομακρύνονται,
και μακριά απ’ αυτό περιπλανιούνται.

Είναι, στ’ αλήθεια, κι εκείνα πού τη ζημιά φοβούνται
και μένουν κολλημένα στον τσομπάνη, μα είναι
τόσο λίγα, πού για τις κάπες τους, ύφασμα λίγο, φτάνει.

Τώρα, αν τα λόγια μου δεν είναι μπερδεμένα,
κι αν τ’ άκουσες με προσοχή,
κι αν ό,τι ειπώθηκε θυμάσαι,

η μια σου απορία έχει απαντηθεί,
γι’ αυτό και βλέπεις τώρα γιατί το δέντρο έχει μαραθεί,
και καταλαβαίνεις τί σημαίνει:

“Καλά παχαίνει όποιο απ’ τον ίσιο δρόμο δεν παραπλανηθεί”».

=====================

Τυπωθήτω – Γιώργος Δάρδανος
Γραμμένος στην καθομιλουμένη από τον Ανδρέα Ριζιώτη

Περί τέχνης ...

Έχοντας χάσει την επαφή μας με τη φύση, τείνουμε φυσιολογικά στο να αναπτύξουμε διανοητικές ικανότητες. Διαβάζουμε πολλά βιβλία, πηγαίνουμε σε μουσεία και συναυλίες, βλέπουμε τηλεόραση (βλέπετε) και έχουμε τόσες άλλες διασκεδάσεις. Επαναλαμβάνουμε ατελείωτα τις ιδέες άλλων και σκεφτόμαστε και μιλάμε τόσο πολύ για τέχνη. Γιατί εξαρτιόμαστε τόσο πολύ από την τέχνη; Μήπως είναι μία μορφή διαφυγής, ερεθίσματος; Αν είσαι σε απευθείας επαφή με τη φύση, αν παρακολουθείς τη κίνηση μιάς γάτας όταν κυνηγά, την κίνηση ενός πουλιού στο αέρα, αν βλέπεις την ομορφιά της κάθε κίνησης του ουρανού, αν παρατηρείς τις σκιές στα βουνά και τους λόφους, νομίζεις ότι θα θέλεις να πας σε οποιοδήποτε μουσείο να κοιτάξεις και να θαυμάσεις νεκρά πράγματα; Ένα άγαλμα ή μία ζωγραφιά; Ίσως επειδή δεν ξέρεις να κοιτάς όλα τα πράγματα γύρω σου, είναι ο λόγος που καταφεύγεις σε κάποιο είδος ναρκωτικού για να σε διεγείρει να δεις καλύτερα.

        Υπάρχει μία ιστορία για ένα δάσκαλο, μάλλον κάποιας θρησκείας, που συνήθιζε να μιλάει κάθε πρωί στους πιστούς του. Ένα πρωί ανέβηκε στην εξέδρα και ενώ ήταν έτοιμος να αρχίσει να μιλάει, ένα μικρό πουλί ήρθε και έκατσε στο περβάζι του παραθύρου και άρχισε να τραγουδάει. Τραγουδούσε με όλη του την καρδιά, μετά, σταμάτησε και πέταξε μακριά. Ο δάσκαλος τότε είπε: «το κήρυγμα τελείωσε για σήμερα το πρωί».

        Τώρα, έξω από το παράθυρο, τα χελιδόνια κάνουν ασκήσεις επί του αέρα …

Δευτέρα 20 Ιουλίου 2020

Φόβοι και ολικός φόβος

Ο φόβος είναι ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα στη ζωή. Ο νους που είναι μπλεγμένος μέσα στο φόβο, ζει μές σε σύγχυση, σε συγκρούσεις, και συνεπώς είναι βίαιος, σπασμωδικός, διαστρεβλωμένος και επιθετικός. Δεν τολμάει να απομακρυνθεί από τα πρότυπα σκέψης του, και αυτό γεννάει υποκρισία. Μέχρι να ελευθερωθούμε από τον φόβο, ακόμα και αν ανέβουμε στο πιο ψηλό βουνό, ακόμα και αν δημιουργήσουμε κάθε είδους θεό, θα παραμείνουμε πάντα στο σκοτάδι.

        Ζώντας σε μία τέτοια διεφθαρμένη και ηλίθια κοινωνία, όπως αυτή που ζούμε, μ’ αυτή την ανταγωνιστική εκπαίδευση που παίρνουμε, που γεννά φόβο, όλοι μας φέρουμε το βάρος κάποιου φόβου, και ο φόβος είναι φοβερό πράγμα που περιτυλίγει, παραμορφώνει και αποβλακώνει την καθημερινή μας ζωή.

        Υπάρχει και ο φυσικός φόβος αλλά αυτό είναι κάτι που έχουμε κληρονομήσει από τα ζώα. Για τους ψυχολογικούς φόβους μιλάμε εδώ, γιατί όταν καταλάβουμε τους βαθιά ριζωμένους ψυχολογικούς φόβους θα είμαστε ικανοί να αντιμετωπίσουμε τους ζωώδεις φόβους, ενώ, το να ασχοληθούμε πρώτα με τους ζωώδεις φόβους μας δε μας βοηθήσει καθόλου να καταλάβουμε τους ψυχολογικούς.

        Όλοι φοβόμαστε κάτι, δεν υπάρχει φόβος σαν αφηρημένη ιδέα, έχει πάντα χρήση σε κάτι. Γνωρίζετε τους δικούς σας φόβους; Φόβους ότι θα χάσετε τη δουλειά σας, ή του να μην έχετε αρκετό φαγητό ή χρήματα, φόβος για το τι σκέφτονται για εσάς οι γείτονές σας ή η κοινωνία, ή του να είσαστε επιτυχημένοι, φόβος του να χάσετε τη θέση σας στην κοινωνία, του να σας περιφρονούν, να σας γελοιοποιούν, φόβος πόνου ή αρρώστιας, φόβος εξουσίας, φόβος του να μην ξέρετε τι είναι αγάπη ή ότι δεν σας αγαπούν, φόβος του να χάσετε τη γυναίκα σας ή τα παιδιά σας, φόβος θανάτου, φόβος τέλειας ανίας, του να ζείτε σε έναν κόσμο που είναι σαν θάνατος, φόβος του να μην ικανοποιείτε τη εικόνα που έχουν δημιουργήσει οι άλλοι για εσάς – όλους αυτούς και αναρίθμητους άλλους φόβους, ξέρετε, τους προσωπικούς σας φόβους. Και τι κάνετε συνήθως γι’ αυτούς; Το σκάτε από αυτούς, έτσι δεν είναι; Ή εφευρίσκετε ιδέες και είδωλα για να τους καλύψετε; Αλλά με το να το σκάτε από ένα φόβο, το μόνο που κάνετε είναι να τον μεγαλώνετε.

        Μία από τις βασικές αιτίες φόβου είναι ότι δεν θέλουμε να αντιμετωπίσουμε τους εαυτούς μας όπως είμαστε πραγματικά. Πρέπει λοιπόν να εξετάσουμε το δίκτυο διαφυγής που έχουμε δημιουργήσει για να ξεφύγουμε από τους φόβους, όπως επίσης και να εξετάσουμε και τους ίδιους μας τους φόβους. Όταν ο νους στον οποίο περιλαμβάνεται και ο εγκέφαλος, προσπαθεί να ξεπεράσει το φόβο, να τον καταπιέσει, να τον πειθαρχήσει, να τον ελέγξει, να τον μετατρέψει σε κάτι άλλο, υπάρχει τριβή, υπάρχει σύγκρουση, και αυτή η σύγκρουση είναι χάσιμο ενέργειας.

        Το πρώτο πράγμα που πρέπει να αναρωτηθούμε τότε είναι το τι είναι φόβος και πως δημιουργείται. Τι εννοούμε με αυτή καθ’ αυτή τη λέξη «φόβος». Ρωτάω τον εαυτό μου τι είναι φόβος, όχι τι φοβάμαι.

        Κάνω μία ορισμένη ζωή, σκέφτομαι με ορισμένα πρότυπα, έχω ορισμένα πιστεύω και δόγματα και δεν θέλω αυτά τα υπαρξιακά πρότυπα να ενοχληθούν γιατί έχω τις ρίζες μου μέσα τους. Δεν θέλω να ενοχληθούν τα πιστεύω μου, γιατί η ενόχληση δημιουργεί μία κατάσταση άγνωστου και δεν μου αρέσει αυτό. Αν ξεκολλήσω από όλα όσα ξέρω και πιστεύω, θέλω να είμαι σίγουρος για την κατάσταση των πραγμάτων προς την οποία πηγαίνω. Έτσι λοιπόν τα εγκεφαλικά κύτταρα έχουν δημιουργήσει ένα πρότυπο και αρνούνται να δημιουργήσουν ένα άλλο πρότυπο το οποίο είναι και αβέβαιο. Η κίνηση από την ασφάλεια στην ανασφάλεια είναι αυτό που καλώ φόβο.

        Αυτή τη συγκεκριμένη στιγμή όπως κάθομαι εδώ και γράφω, δεν φοβάμαι, δεν φοβάμαι αυτή τη στιγμή, τίποτε δεν μου συμβαίνει, κανένας δεν με απειλεί ή μου παίρνει κάτι. Αλλά πίσω από αυτό το πραγματικό λεπτό υπάρχει ένα βαθύτερο στρώμα στο νου που συνειδητά ή ασυνείδητα σκέφτεται το τι θα μπορούσε να συμβεί στο μέλλον ή ανησυχεί ότι κάτι από το παρελθόν μπορεί να με αιφνιδιάσει. Έτσι λοιπόν φοβάμαι το παρελθόν και το μέλλον. Έχω διαχωρίσει τον χρόνο σε παρελθόν και μέλλον. Η σκέψη μπαίνει μέσα και λέει: «πρόσεξε μη συμβεί ξανά», ή «προετοιμάσου για το μέλλον. Το μέλλον μπορεί να είναι επικίνδυνο για σένα. Έχεις κάτι τώρα αλλά μπορεί να το χάσεις. Μπορεί να πεθάνεις αύριο, η γυναίκα σου μπορεί να φύγει, μπορεί να χάσεις τη δουλειά σου. Μπορεί ποτέ να μην γίνεις διάσημος, μπορεί να μείνεις μόνος. Πρέπει να είσαι εντελώς σίγουρος για το αύριο».

        Τώρα πάρτε το δικό σας προσωπικό είδος φόβου, κοιτάξτε το, παρατηρήστε τις αντιδράσεις σας σ’ αυτό. Μπορείτε να το δείτε χωρίς καμιά κίνηση διαφυγής, δικαιολόγησης, επίκρισης ή απώθησης; Μπορείτε να κοιτάξετε το φόβο χωρίς τη λέξη που προκαλεί το φόβο; Μπορείτε να κοιτάξετε τον θάνατο για παράδειγμα, χωρίς τη λέξη που ξυπνάει το φόβο του θανάτου; Η ίδια η λέξη φέρνει ανατριχίλα, έτσι δεν είναι; Όπως η λέξη αγάπη έχει τη δική της ανατριχίλα, τη δικιά της εικόνα; Τώρα, μήπως είναι η εικόνα του θανάτου που έχεις στο μυαλό σου, η ανάμνηση τόσων θανάτων που έχεις δει και η συσχέτισή σου με εκείνα τα συμβάντα – μήπως είναι αυτή η εικόνα που δημιουργεί το φόβο; Ή φοβάσαι το ότι θα φτάσεις στο τέλος, σ’ ένα τέλος πραγματικά, και δεν φοβάσαι την εικόνα που έχεις, ότι θα φτάσεις στο τέλος. Είναι η λέξη θάνατος που σου δημιουργεί φόβο ή το πραγματικό τέλος; Αν είναι η λέξη ανάμνηση που προκαλεί το φόβο σου, τότε δεν είναι καθόλου φόβος.

        Ήσουν άρρωστος πριν από δύο χρόνια, ας πούμε, και η ανάμνηση εκείνου του πόνου, εκείνης της αρρώστιας, παραμένει, και η ανάμνηση λειτουργώντας πάλι τώρα, λέει «πρόσεξε» μην ξαναρρωστήσεις. Έτσι η ανάμνηση με τις συσχετίσεις της δημιουργεί φόβο, και αυτό δεν είναι φόβος γιατί στην πραγματικότητα έχεις μία πολύ καλή υγεία. Η σκέψη που είναι πάντα παλιά γιατί η σκέψη είναι η αντίδραση -απάντηση στις αναμνήσεις και οι αναμνήσεις είναι πάντα παλιές- η σκέψη δημιουργεί, με τον καιρό, το αίσθημα ότι φοβάσαι, που δεν είναι πραγματικό γεγονός. Το πραγματικό γεγονός είναι ότι είσαι καλά. Αλλά η εμπειρία που έχει μείνει στο μυαλό σου σαν μία ανάμνηση ξυπνάει τη σκέψη, «πρόσεξε μην αρρωστήσεις ξανά».

        Βλέπουμε λοιπόν ότι η σκέψη φέρνει ένα είδος φόβου. Αλλά υπάρχει φόβος εκτός από αυτόν; Είναι ο φόβος πάντα το αποτέλεσμα της σκέψης, και αν είναι, υπάρχει κανένα άλλο είδος φόβου; Φοβόμαστε το θάνατο – δηλαδή, κάτι που πρόκειται να συμβεί αύριο ή μεθαύριο, με τον καιρό. Υπάρχει μία απόσταση μεταξύ του τώρα και αυτού που πρόκειται να συμβεί. Η σκέψη έχει δοκιμάσει αυτή τη κατάσταση, με το να παρατηρεί το θάνατο, λέει: «πρόκειται να πεθάνω». Η σκέψη λοιπόν δημιουργεί το φόβο του θανάτου, και αν αυτή δεν τον δημιουργεί υπάρχει κανένα άλλο είδος φόβου;

        Είναι λοιπόν ο φόβος το αποτέλεσμα της σκέψης; Αν είναι, αφού η σκέψη είναι πάντα παλιά, είναι και ο φόβος πάντα παλιός. Δεν υπάρχει νέα σκέψη, αν το αναγνωρίσουμε αυτό, είναι ήδη παλιό. Έτσι λοιπόν αυτό που φοβόμαστε πραγματικά είναι η επανάληψη του παλιού – η σκέψη εκείνων που έχουν γίνει και που προβάλλονται στο μέλλον. Συνεπώς, η σκέψη είναι υπεύθυνη για τον φόβο. Έτσι είναι, μπορείτε να το δείτε και μόνοι σας. Όταν βρεθείτε αντιμέτωποι με κάτι, την ίδια στιγμή δεν υπάρχει φόβος, μόνο όταν μπει μέσα η σκέψη δημιουργείται φόβος.

        Επομένως η ερώτηση τώρα είναι: «είναι δυνατόν ο νους να ζει ολοκληρωτικά, απόλυτα, στο παρόν;». Μόνο ένας τέτοιος νους δεν έχει καθόλου φόβο. Αλλά για να γίνει αντιληπτό αυτό, πρέπει να καταλάβετε τη δομή της σκέψης, της ανάμνησης και του χρόνου. Και με το να το καταλάβετε, όχι διανοητικά, όχι με λέξεις, αλλά πραγματικά, με την καρδιά σας, το νου σας, τα σωθικά σας, τότε θα ελευθερωθείτε από το φόβο. Τότε ο νους μπορεί να χρησιμοποιεί τη σκέψη χωρίς να δημιουργείται φόβος.

        Η σκέψη, όπως η μνήμη, είναι βέβαια αναγκαία για την καθημερινή ζωή μας. Είναι το μόνο όργανο που έχουμε για επικοινωνία, για τη δουλειά μας κτλ. Η σκέψη είναι η αντίδραση στη μνήμη, μνήμη που έχει συσσωρευτεί μέσα από εμπειρίες, γνώσεις, παραδόσεις χρόνο. Και από αυτό το υπόβαθρο μνήμης αντιδρούμε και αυτή η αντίδραση είναι η σκέψη. Έτσι λοιπόν η σκέψη είναι ουσιαστική σε ορισμένα επίπεδα αλλά όταν η σκέψη αυτή προβάλλεται ψυχολογικά στο μέλλον και το παρελθόν, δημιουργώντας φόβο και μαζί ευχαρίστηση, ο νους γίνεται αδρανής και η απραξία αναπόφευκτη.

        Αναρωτιέμαι λοιπόν: «γιατί, γιατί σκέφτομαι για το μέλλον και το παρελθόν σε σχέση με την ευχαρίστηση ή τον πόνο αφού γνωρίζω ότι αυτές οι σκέψεις δημιουργούν φόβο; Είναι δυνατόν να σταματήσει ψυχολογικά η σκέψη, γιατί αλλιώς ο φόβος δεν θα σταματήσει ποτέ;».

 

Είπε ο …

Σαν έκλεισα τον υπολογιστή, βγήκα έξω, στον καυτό ήλιο, κι αγνάντεψα το παρόν …  

 

Η φωτογραφία είναι της Nasa.

Πέμπτη 16 Ιουλίου 2020

Η σκέψη είναι πάντα παλιά

Αυτοί που σκέφτονται πολύ, είναι πολύ υλιστές γιατί η σκέψη είναι κάτι το υλικό. Η σκέψη είναι τόσο ύλη, όσο ύλη είναι το πάτωμα, ο τοίχος, το τηλέφωνο. Η ενέργεια που λειτουργεί μέσα σ’ ένα πρότυπο, γίνεται ύλη. Υπάρχει η ενέργεια και υπάρχει και η ύλη. Αυτό είναι όλη η ζωή. Μπορεί να νομίζουμε ότι η σκέψη δεν είναι κάτι το υλικό, αλλά είναι. Η σκέψη είναι ύλη όπως και η ιδεολογία. Όπου υπάρχει ενέργεια γίνεται ύλη. Η ύλη και η ενέργεια αλληλοσυνδέονται. Δεν μπορεί να υπάρξει το ένα χωρίς το άλλο, και όσο πιο πολλή αρμονία υπάρχει μεταξύ τους, όσο πιο πολλή ισορροπία, τόσο πιο ενεργά είναι τα εγκεφαλικά κύτταρα. Η σκέψη έχει στήσει αυτό το μοντέλο της ευχαρίστησης, του πόνου, του φόβου και λειτουργεί μέσα του εδώ και χιλιάδες χρόνια και δεν μπορεί να σπάσει αυτό το μοντέλο αφού η ίδια το έχει δημιουργήσει.

        Η σκέψη δεν μπορεί να δει ένα καινούργιο γεγονός. Μπορεί αυτό να γίνει κατανοητό από τη σκέψη αργότερα, λεκτικά, αλλά η κατανόηση ενός καινούργιου γεγονότος δεν είναι πραγματικότητα για τη σκέψη. Η σκέψη δεν μπορεί ποτέ να λύσει ένα ψυχολογικό πρόβλημα. Η σκέψη δεν είναι ποτέ καινούργια, όσο έξυπνη και αν είναι, πονηρή, όσο πολυμαθής, όποια και να είναι η δομή που έχει δημιουργήσει μέσω της επιστήμης, μέσω ηλεκτρονικών εγκεφάλων, μέσω εξαναγκασμού ή ανάγκης, και άρα δεν μπορεί ποτέ να απαντήσει σε οποιοδήποτε μεγάλο και πραγματικό σημαντικό ερώτημα. Ο «παλιός» εγκέφαλος δεν μπορεί να δώσει λύση στο τεράστιο πρόβλημα της ζωής.

        Η σκέψη εξαπατά, γιατί μπορεί να εφεύρει το οτιδήποτε και να βλέπει πράγματα που δεν υπάρχουν, μπορεί να μας ξεγελάσει με τα πιο εκπληκτικά κόλπα και άρα δεν μπορούμε να την εμπιστευόμαστε. Αλλά αν καταλάβεις τη δομή του πως σκέφτεσαι, γιατί σκέφτεσαι, τις λέξεις που χρησιμοποιείς, τον τρόπο συμπεριφοράς σου στην καθημερινή σου ζωή, τον τρόπο με τον οποίο μιλάς στους ανθρώπους, τον τρόπο με τον οποίο φέρεσαι στους ανθρώπους, τον τρόπο που περπατάς, τον τρόπο που τρώς – αν κατανοήσεις όλα αυτά τα πράγματα τότε το μυαλό σου δε θα σε παραπλανήσει, γιατί τότε δεν υπάρχει τίποτε να παραπλανηθεί. Ο νους τότε δεν είναι κάτι που απαιτεί, που υποδουλώνει, γίνεται απρόσμενα σιωπηλός, ευπροσάρμοστος, ευαίσθητος, μοναχικός, και σε αυτή τη κατάσταση δεν υπάρχει εξαπάτηση ή τίποτε άλλο παρόμοιο.

        Έχετε παρατηρήσει ποτέ ότι όταν είσαστε σε μία κατάσταση απόλυτης προσοχής, ο παρατηρητής, αυτός που σκέφτεται, το κέντρο, το «εγώ», σταματάει να υπάρχει; Σ’ αυτή την κατάσταση η σκέψη αρχίζει να σβήνει, μέχρι να εξαφανιστεί.

        Αν κάποιος θέλει να δει κάτι πολύ καθαρά, πρέπει το μυαλό του να είναι πολύ ήρεμο, χωρίς προκατάληψη, φλυαρία, συζήτηση, εικόνες – όλα αυτά πρέπει να μπουν στην άκρη, για να «δει». Και μόνο μέσα σε σιωπή είναι που μπορείτε να παρακολουθήσετε την αρχή της σκέψης, όχι όταν ψάχνετε, όταν έχετε απορίες, περιμένοντας για μία απάντηση. Έτσι, λοιπόν, μόνο όταν είστε εντελώς σιωπηλός, όταν όλο σας το «είναι» είναι τελείως σιωπηλό, και έχοντας αναρωτηθεί για το «ποια είναι η αρχή της σκέψης», τότε μόνο θα αρχίσετε να βλέπετε, μέσα από τη σιωπή, πως παίρνει μορφή η σκέψη.

Όταν υπάρχει η συνείδηση του πως γεννιέται η σκέψη, τότε δεν υπάρχει ανάγκη να ελέγξεις τη σκέψη. Ξοδεύουμε πάρα πολύ χρόνο και πάρα πολύ ενέργεια σ’ όλη μας τη ζωή, όχι μόνο στο σχολείο, προσπαθώντας να ελέγξουμε τη σκέψη μας. Υπάρχει μία συνεχής μάχη μεταξύ της μίας και της άλλης σκέψης, της μίας επιθυμίας και της άλλης, της μίας απόλαυσης, που υπερισχύει όλων των άλλων. Αλλά όταν υπάρχει συνείδηση της αρχής της σκέψης, τότε δεν υπάρχουν αντιφάσεις στη σκέψη.

Όταν ακούσετε μία δήλωση όπως «η σκέψη είναι πάντα παλιά» ή «ο χρόνος είναι πόνος», η σκέψη αρχίζει να τη μεταφράζει και να την ερμηνεύει. Αλλά η μετάφραση και η ερμηνεία αυτή βασίζεται στη γνώση και την εμπειρία του χθές, έτσι λοιπόν θα ερμηνεύετε μονότονα σύμφωνα με την διαμόρφωσή σας. Αν όμως κοιτάξετε αυτές τις φράσεις και δεν τις ερμηνεύσετε, αλλά απλά τους δώσετε την πλήρη φροντίδα σας (όχι τη συγκέντρωσή σας) θα ανακαλύψετε ότι δεν υπάρχει ούτε παρατηρητής ούτε παρατηρούμενο, ούτε σκεφτόμενος ούτε σκέψη. Μην πείτε «ποιο άρχισε πρώτα;». Είναι ένα έξυπνο επιχείρημα που δεν οδηγεί πουθενά. Μπορείτε να παρατηρήσετε στον εαυτό σας ότι όσο δεν υπάρχει σκέψη – που δεν σημαίνει μία κατάσταση αμνησίας ή κενού, όσο δεν υπάρχει σκέψη που να παράγεται από τη μνήμη, την εμπειρία ή τη γνώση, που ανήκουν όλες στο παρελθόν, δεν υπάρχει καθόλου σκεφτόμενος. Αυτό δεν είναι καμία φιλοσοφική ή μυστικιστική υπόθεση. Ασχολούμαστε με πραγματικά γεγονότα, και θα βεβαιωθείτε ότι, αν έχετε προχωρήσει μέχρι εδώ, θα αντιδράσετε σε μία πρόκληση, όχι με τον παλιό εγκέφαλο, αλλά με έναν εντελώς καινούργιο.

 

 

 

Παρασκευή 10 Ιουλίου 2020

Αναζητήσεις ...

Από συνήθεια, και ίσως κακή συνήθεια, όταν μιλάμε για το καλοκαίρι, ο νους μας πηγαίνει σε νησιά, σε παραλίες ξωτικές, σε βαρκάδες, σε καλοκαιρινά κολύμπια κτλ. Αυτά τα πράγματα είναι όντως πολύ όμορφα, όμως, το καλοκαίρι, δεν είναι μόνο αυτά, υπάρχουν και τα βουνά, τα ποτάμια, οι λίμνες, τα φαράγγια κτλ. Και να πούμε πως είμαστε τυχεροί οι άνθρωποι που ζούμε στον τόπο τούτο, διότι μας παρέχει όλες τις ομορφιές του κόσμου. Σε αυτά, αν προσθέσουμε και την βαριά βιομηχανία μας -που δεν είναι ο τουρισμός μας όπως εντέχνως έχει δημιουργηθεί η άποψη αυτή- αλλά ο Πολιτισμός μας, τότε πράγματι, μπορούμε να πούμε αβίαστα ότι, είμαστε άνθρωποι ευτυχισμένοι.

Δυστυχώς όμως, επειδή είμαστε άπληστοι, την ομορφιά που μας κυκλώνει δεν την παρατηρούμε σαν μία ενιαία εικόνα αλλά τη σπάζουμε σε κομμάτια, τη χωρίζουμε δηλαδή ανάλογα με τις επιθυμίες μας και τις συναισθηματικές μας εμπλοκές. Με τον τρόπο αυτό, χάνουμε από τα μάτια μας την ενότητα, ουσιαστικά χάνουμε την πραγματικότητα.

Είμαστε τυχεροί για έναν ακόμα λόγο, το πιο απομακρυσμένο σημείο της χώρας μας από τη θάλασσα, δεν είναι παραπάνω από 60-70 χιλ., δηλαδή, και ο πιο απομακρυσμένος άνθρωπος από αυτήν, σε μία-μιάμιση ώρα εύκολα βρίσκεται σ’ αυτήν αν το επιθυμεί. Η θάλασσα, απ’ ότι δείχνουν τα πράγματα είναι συνυφασμένη με τις καλοκαιρινές διακοπές ή τα καλοκαιρινά σαββατοκύριακα. Ενώ είμαστε λαός της θάλασσας -κυριολεκτικά- τον χειμώνα την απορρίπτουμε, πλην φυσικά λίγων πάντοτε εξαιρέσεων. Κατά τον ίδιο τρόπο απορρίπτουμε το βουνό το καλοκαίρι.

Επειδή είμαι κάπως ανάποδος άνθρωπος, συνήθως τον χειμώνα μου αρέσει η θάλασσα και το καλοκαίρι το βουνό, δίχως φυσικά δογματικές αντιλήψεις στο θέμα αυτό. Αρμονικά και τα δυό μπορούν να συνυπάρξουν, και τα δυό έχουν οφέλη και μας παρέχουν τα κάλλη τους. Αν σε αυτά προσθέσουμε τον αρχαιολογικό πλούτο, ό,τι καλύτερο έχουμε δηλαδή και μπορούμε να δείξουμε στον ξένο επισκέπτη μας, τότε, πράγματι, μπορούμε να λέμε ότι ο ελεύθερος χρόνος μας γίνεται εποικοδομητικός. Ενδεχομένως να διαφωνήσετε με αυτά που υποστηρίζω και ίσως έχετε στο νου σας να προτείνετε ή να κάνετε κάτι άλλο. Οι διαφωνίες καλές και χρήσιμες είναι όταν κινούνται στα επίπεδα της ευπρέπειας και συνήθως από αυτές μπορούν να γεννηθούν φρέσκα, καινούργια πράγματα.  

Η Ελλάδα, είναι ένας απέραντος αρχαιολογικός χώρος αλλά πόσο αλήθεια τον ξέρουμε; Πόσοι από εμάς συνδυάζουμε διακοπές στις οποίες να περιλαμβάνονται και αρχαιολογικές δράσεις (επισκέψεις σε μουσεία, σε αρχαιολογικούς χώρους κτλ.) και όχι μόνο κάτι μαζικές μαζώξεις που οργανώνονται από την Αρχαιολογική Υπηρεσία κάποια βράδια με πανσέληνο; Όπου κι αν βρεθεί κανείς μας στην Ελλάδα, από το ένα άκρο της ώς το άλλο, κάπου δίπλα μας, ένας αρχαιολογικός χώρος καρτερεί την πατημασιά μας, την παρουσία μας. Συνήθως όμως η ματιά μας είναι στραμμένη και μόνο σε όσα μας προτείνουν οι τουριστικές τάσεις, δηλαδή στον δήθεν ευδαιμονισμό, στο life style, στον καταναλωτισμό που ακόμα ανθεί αν και πληγωμένος από την εξέλιξη της ζωής.

Πριν από 25-30 χρόνια περίπου, αναζητούσα με την παρέα μου στη Θεσσαλονίκη την έκθεση Αρχαίας Ελληνικής Τεχνολογίας. Τότε, στην όμορφη πόλη, κανείς οδηγός του ΕΟΤ ή κάποιας άλλης δημόσιας υπηρεσίας δεν είχε συμπεριλάβει την έκθεση αυτή για άγνωστους για εμάς λόγους. Έπειτα από αναζήτηση μιάς ολόκληρης μέρας, την βρήκαμε τελικά στη Ρωμαϊκή Αγορά και φυσικά της χαρίσαμε αρκετό από τον χρόνο μας. Ήταν μία συγκλονιστική έκθεση για έναν ακόμα λόγο, όλα τα εκθέματά της βρισκόντουσαν σε πλήρη λειτουργία. Σήμερα, η έκθεση αυτή έχει βρει μόνιμη στέγη στο Κατάκολο της Ηλείας και πιστεύω αξίζει τον κόπο να την επισκεφτεί κάποιος, τα εκθέματά της θα αποζημιώσουν ακόμα και τον πιο απαιτητικό επισκέπτη.

Περισσότεραόμως για την καταπληκτική αυτή έκθεση, μπορείτε να δείτε αν κοιτάξετε τηνιστοσελίδα της.

 

Καλό Καλοκαίρι και … καλά μπάνια!


Ήταν υποκριτής ο Ένγκελς;

Ήταν υποκριτής ο Ένγκελς;   Εκμεταλλευόταν ο Ένγκελς τους εργαζομένους που είχε μέσω της υπεραξίας; Το ερώτημα αυτό τέθηκε αλλά δεν είμα...