Τετάρτη 17 Ιουνίου 2020

Κορινθιακά κόλπα ...

Ο στρατιώτης κατοικούσε εδώ στην Κόρινθο στον πολιτικό του βίο, κοντά στο σπίτι μου, άρχισε να ιστορεί στην παρέα ο Μάνος. Εδώ, στην παράλια πόλη, το αεράκι έχει δύναμη και οι μπουνάτσες στην θάλασσα σπανίζουν και κατ’ επέκταση κι’ αυτός ο ίδιος δεν έμενε ποτέ ήσυχος. Ό,τι συνηθίσεις είσαι, που λένε, και ο στρατιώτης δεν είναι ότι έκανε τανζανιές στη θητεία του, και τι να κάνει άλλωστε, όμως ο αξιωματικός που έχει μάθει να υποτάσσει τον φαντάρο με κάθε τρόπο, βρήκε στον Κορίνθιο στρατευμένο έναν εύκολο στόχο για να βγάλει τα καλυμμένα απωθημένα του. Μήπως ήταν ο πρώτος; Όχι βέβαια, ο στρατός ήταν γεμάτος από την κατηγορία τούτη των αξιωματικών που ασκούσαν «εξουσία» με ποικίλους τρόπους. Αργά αλλά σταθερά, ο στρατιώτης έγινε συλλέκτης πολλών μηνών φυλακής δια ασήμαντους εννοείται λόγους αλλά «σημαντικούς» για την «ατσάλινη» πειθαρχία του στρατεύματος. Ήταν απροσάρμοστος κατά την στρατιωτική ορολογία, δηλαδή έν τοις πράγμασι που λένε, ήταν μια χαρά άνθρωπος, φυσιολογικότατος σαν νέος αλλά ο στρατός είχε τα εργαλεία να σε χαρακτηρίζει όπως ήθελε γιατί του χαλούσες τη μανέστρα.
        Στον ίδιο λόχο με αυτόν υπηρετούσε και έτερος Κορίνθιος στρατιώτης -δεν θα μαρτυρήσω ποιος ήταν-, αλλά τι παράξενο, εκείνος ήταν πρότυπο για τον λοχαγό του, αλλά είχε ένα σοβαρό πρόβλημα, για λόγους ασήμαντους είχε πάρα πολύ καιρό να πάρει άδεια και να πάει να βοηθήσει τον αγροτοκτηματία πατέρα του. Κάποια μέρα όμως, σαν έμαθε ότι ο ανεπρόκοπος και με βεβαρυμμένο μητρώο συντοπίτης του θα πήγαινε για λίγες μέρες στην Κόρινθο αδειούχος, τον φώναξε ιδιαίτερα και του είπε: «μπορείς να δώσεις στον πατέρα μου αυτό το γράμμα;», δεν είχε λόγους ν’ αρνηθεί το μικρό θέλημα το παλιόμουτρο, το πήρε και το παρέδωσε στον παραλήπτη όταν έφτασε στον σπίτι του.

        Την μέρα που θα έπαιρνε τον δρόμο της επιστροφής ο αδειούχος εξ Κορίνθου, του δίνει ο αγροτοκτηματίας ένα μεγάλο δέμα παρακαλώντας τον να το δώσει στον γιό του. Ήταν ένα μεγάλο χάρτινο σκεύασμα δεμένο με τριχιά λόγω του βάρους του, το έβαλε στον ώμο του ο στρατιώτης κι’ έφυγε. Σαν έφτασε την άλλη μέρα στο χωριό πλησίον της μονάδας του, τράβηξε για έναν γνωστό του ταβερνιάρη. Αφού άνοιξαν παρέα το δέμα, είδαν ότι αυτό είχε μέσα ένα σωρό καλούδια, μία νταμιτζάνα με κρασί αγιωργίτικο, μία γαλή σφαγμένη, τρία τέσσερα κιλά τυρί, είκοσι περίπου φρέσκα αυγά, ένα καρβέλι ζυμωτό ψωμί, ένα μικρό τενεκέ με τσιγαρίδα και άλλα μικροπράγματα. Άφησε στον ταβερνιάρη την γαλή και το κρασί, πήρε τα υπόλοιπα και τα παρέδωσε στον φαντάρο τον συντοπίτη του. Εκείνος δε με τη σειρά του χτύπησε την πόρτα του λοχαγού και του έδωσε το πεσκέσι με τα αγνά προϊόντα!
        Πολύ ευχαριστήθηκε με το πεσκέσι ο λοχαγός, μετέφερε στην οικία του το δέμα του αγροτοκτηματία κατά το μεσημέρι και φώναξε: «γυναίκα, έλα, σου έχω φαγιά βιολογικά να ντερλικώσουμε», χάρηκε η σύζυγος την δουλοπρέπεια του κατωτέρου τους επιπέδου ανθρώπου, έστρωσε κι’ έφαγαν καγιανά με φρέσκα υλικά. Έτρωγε κι’ έπινε ο λοχαγός μετά της κυρίας του τον μόχθο του άλλου ώσπου μια μέρα θυμήθηκε ότι έπρεπε να ευχαριστήσει ο ίδιος τον αγροτοκτηματία για την προσφορά του, είχε τρόπους εξάλλου, δεν ήταν αγροίκος, στη σχολή είχε μάθει το μήλο και το καθάριζε με μαχαίρι και πηρούνι, δεν το σκούπιζε με την παλάμη του πόσο μάλλον να το φάει με ζοριασμένο χέρι!
        Βρήκε το τηλέφωνο από τον γιό του τον φαντάρο και ένα πρωινό, από το υπηρεσιακό τηλέφωνο τον βρήκε επιτέλους: «έλα, καλημέρα καλέ μου άνθρωπε, πέρασαν τόσες μέρες από τότε που μου έστειλες το δέμα με τα καλούδια και θέλω να σε ευχαριστήσω πολύ, ήταν όλα πολύ νόστιμα, η τσιγαρίδα, το τυρί, το ψωμί, τα φρέσκα αυγά, σ’ ευχαριστώ πολύ». Παραξενεύτηκε ο αγροτοκτηματίας και τον ρώτησε: «το κρασί της νταμιτζάνας δεν σου άρεσε; Δεν το ήπιες;», «τι κρασί μου λες άνθρωπε μου; Δεν υπήρχε κρασί στο δέμα», φούντωσε ο αγροτοκτηματίας: «μα τι λες, και δέκα κιλό κρασί διαμάντι υπήρχε αλλά και η γαλή, δεν σου άρεσε αυτή;».
        Ο λοχαγός, που τον διέκρινε η ευγένεια και η πραότητα, συγκράτησε τα νεύρα του για την απώλεια του οίνου και της γαλής και το επόμενο πρωινό είχε στην αναφορά τον άθλιο Κορίνθιο τον βαρυποινίτη που καθώς φαίνεται έβαλε χέρι σε δικό του πεσκέσι. Σε αυτόν τον δύσκολο κόσμο, όλοι ζούμε για μια τιμή και αυτός ο ελεεινός που ήταν παράδειγμα προς αποφυγή για τα χρηστά ήθη του στρατού τόλμησε και του παρέδωσε το δέμα μισό. Στην αναφορά θέλησε να τον τσακίσει τον παλιοκλέφτη ο λοχαγός: «τι την έκανες την νταμιτζάνα με το κρασί φαντάρε; Γιατί δεν μου την παρέδωσες;», ο λόγος του, το καυτό ερώτημα, σαν μαχαιριά έσκισε τον αέρα. «Τι να σας δώσω κύριε λοχαγέ, μου έπεσε και έσπασε», απολογήθηκε με ψυχραιμία το ρεμάλι. «Και η γαλή, η γαλή τι έγινε, έπεσε κι’ έσπασε κι’ αυτή;» τον ρώτησε ο λοχαγός τον απολογούμενο και τον έκανε να λυγίσει. «Αυτή κύριε λοχαγέ πέταξε κι’ έφυγε μακριά, την έχασα!», ξεστόμισε με την αναίδεια που διακρίνει τους ενόχους εκείνος ο απατεώνας και ο λόχος έπεσε στα γόνατα από τα γέλια. Έριξε 5 μέρες φυλακή στον αναιδή στρατιώτη και του έκλασε που λέμε τ’ αρχίδια. Η γαλή και ο οίνος καταναλώθηκαν μετά το πέρας της τιμωρίας σε ταβέρνα πλησίον της μονάδας. 

Τρίτη 16 Ιουνίου 2020

Διανόηση στο καφέ Ιντερνέτ ...

Γνωστό είναι ότι το Γαλάτσι δεν έχει κεντρικές πλατείες ή έστω μία κεντρική πλατεία. Εδώ κι εκεί, εμφανίζονται μερικές σκόρπιες μικρό-πλατειούλες, που μετά βίας ξεπερνούν τα δύο στρέμματα εκάστη, δηλαδή, με δυό λόγια, είναι ίσως η μοναδική συνοικία της Ελλάδας που δεν έχει κεντρική πλατεία. Γιατί; Διότι έτσι το θέλησε ο αείμνηστος Παπαδιονυσίου και οι συνεργάτες του, που διαφέντεψαν τα πράγματα στη πόλη μας για δυό δεκαετίες τουλάχιστον. Την εποχή μάλιστα που το Γαλάτσι ήταν ακόμα χωριό, πρίν τη μεταπολίτευση και αμέσως μετά απ’ αυτήν. Την εποχή εκείνη, την αρχαία, τεράστιες αλάνες θα μπορούσαν να είχαν διαμορφωθεί σε πλατείες αλλά καθώς έδειξε η πραγματικότητα, η τότε μόνιμη σχεδόν δημοτική αρχή, δεν είχε στα ενδιαφέροντά της τέτοιου είδους «άχρηστα έργα», τα οράματα των εκλεγμένων συμπολιτών μας τελείωναν μέχρι τον όρο «μπετόν αρμέ».
Το μπετόν, ήταν, εξακολουθεί να είναι φυσικά, η χαρά του εργολάβου, όμως, η ζωή κυλά όπως το φουσκωμένο ποτάμι και αλλάζει διαρκώς, δεν είναι ποτέ η ίδια, έτσι, αν θέλουμε χώρο πρασίνου θα περπατήσουμε δυό περίπου χιλιόμετρα από το κέντρο της πόλης μας για να το βρούμε και να νιώσουμε τις χαρές που δίνει. Άθελά τους, ο πάλαι ποτέ Δήμαρχός μας με τους συνεργάτες του, μας έκαναν και καλό, διότι περπατάμε. Όλα τα ανωτέρω, ήρθαν αίφνης στη σκέψη μου (που αναπαράγει πάντοτε τα παρελθόντα και τα μέλλοντα), όταν ένας ομοτράπεζος σε μία παρέα και μη γνωρίζοντας τα δρώμενα του Γαλατσίου, με ρώτησε: «που έχουν στέκια οι διανοούμενοι της πόλης σας;». Προς στιγμή, με τάραξε η απρόσμενη και ύπουλη ερώτηση του συνέλληνα, όμως δεν με πτόησε παρόλο που ξαφνιάστηκα, και γρήγορα, σχεδόν αυτόματα, του απάντησα: στο καφέ ιντερνέτ!
Βέβαια, στο έν λόγω καφέ, δεν συγκεντρώνεται η διανόηση της πόλης μας, όμως, έδωσα την απάντηση αυτή, διότι, περνώντας μία φορά από εκεί ένα Σάββατο μεσημέρι, άκουσα οχλαγωγία, κοντοστάθηκα και, έγινα μάρτυρας πολιτικών αριστερών αναλύσεων και, ομολογώ εδώ, οι αναλύσεις αυτές στέκονται έξω από το γνωστικό μου πεδίο. Με ξάφνιασαν όμως, οι φωνές, το πάθος των ομιλούντων, όλοι ήθελαν να επιβάλουν τη θέση τους, όλοι μιλούσαν και κανείς δεν άκουγε τον άλλο. Παρατηρώντας τους αστραπιαία όμως, είδα, κατάλαβα, ότι δεν διαφέρουν και πολύ από τους λεγόμενους «διανοούμενους» αυτή τη φυλή δηλαδή των συνανθρώπων μας που τη συναντάς εύκολα σε ένα γκαλά, σε ένα μουσείο να μιλάνε περί τέχνης, σε ένα forum φιλοσοφικό να φλυαρούν, και έν γένει όπου κυριαρχεί η ξύλινη γλώσσα, αυτή που δεν έχει όρια. Ναι, όταν μιλά κάποιος ξύλινα και συνήθως το κάνουν οι πολιτικοί και οι αναλυτές, όταν ακούς έναν τέτοιο λόγο, αντιλαμβάνεσαι εύκολα την κενότητα του ομιλητή. Λέει, λέει, λέει, και δεν λέει απολύτως τίποτε. Μιάς όμως και το έφερε η κουβέντα, ας δούμε με ακρίβεια τον τραχύ βίο ενός διανοούμενου και πόσο δύσκολο είναι το έργο του, όπως έχει καταγραφεί από συμπολίτες μας:
Ο  Διανοούμενος
Το γραφείο μου στο σπίτι, είναι ένα κλασικό ξυλόγλυπτο αριστούργημα καρυδιάς. Γύρω μου, οι βιβλιοθήκες έχουν καλύψει σχεδόν και τους τέσσερις τοίχους του μεγάλου δωματίου, κι αφήνουν ένα κενό – εκεί που υπάρχει το τζάκι. Γύρω από το τζάκι υπάρχει το σαλόνι μου. Τα αναμμένα κεριά δίνουν απόκοσμη έκφραση στα σκληρά χαρακτηριστικά του προσώπου μου που η υποκρισία μου τα μαλακώνει όταν βρίσκομαι μπροστά στο ακροατήριο.
Σε αυτό κάθομαι τώρα και η σκέψη μου επιστρέφει στο παρελθόν.  
Στο σχολείο θυμάμαι, ήθελα πάντα να ξεχωρίζω και η προσοχή των συμμαθητών μου να είναι πάνω μου, γι’ αυτό δημιουργούσα συνεχώς προβλήματα. Ήμουν αλαζόνας, ήμουν εκκεντρικός, πολλές φορές ένιωθα τις μεγάλες διαφορές που είχα εγώ με όλους εκείνους τους συμμαθητές μου. Στο τέλος, κατάφερνα και γινόμουν ο αρχηγός. Μερικοί με αποκαλούσαν φαφλατά. Αυτό όμως δεν το ανεχόμουν (αν και το δεχόμουν σιωπηλά) και επειδή πάντα ήθελα να εντυπωσιάζω έβαλα σαν σκοπό να γίνω ρήτορας.
Διάβαζα επί παντός επιστητού.  Έχω διαβάσει τους περισσότερους σοφούς (αρχαίους και σύγχρονους)  που μιλάνε για ελευθερία, δικαιοσύνη, δημοκρατία και για τις υπόλοιπες αρετές που πρέπει να έχει ένας άνθρωπος - και επειδή δεν μπορούσα να τους κατανοήσω υποβάθμιζα τα νοήματα τους και τους ερμήνευα με βάση το συμφέρον και τις προκαταλήψεις μου.
Έτσι τα κατάφερα και έγινα  αυθεντία. Αυθεντία ονομάζω το μέτρο της άγνοιάς μου. Και άγνοια υπάρχει σε όλα τα πεδία (επιστημονικό, θεολογικό, κοινωνικό, πολιτικό), και αυτή την άγνοια συμπληρώνω με αυθαίρετα συμπεράσματα και δόγματα. Κατάφερα να γίνω ο παγκόσμιος μεταλλάκτης. Μετέτρεπα όλο τον ανθρώπινο φόβο σε ελπίδα για μια ιδανική κοινωνία (σ’ αυτόν ή τον άλλο κόσμο) χωρίς βία, ενώ εγώ εξακολουθούσα να είμαι βίαιος.  Το ακροατήριο που ήταν γεμάτο φόβο (όπως και εγώ) προσπαθούσε να  καλύψει το κενό μέσα από τις θεωρίες μου που θα έδιναν τέλος στις ανασφάλειες και στις αγωνίες τους.
Με την πάροδο του χρόνου η ματαιοδοξία μου μεγάλωνε. Απόκτησα τον σεβασμό  της κοινωνίας. Όταν βρίσκομαι ανάμεσά της, στον δρόμο, σε ένα αμφιθέατρο, σε ένα γκαλά, σε μια εκκλησία, σε μια συγκέντρωση ανθρώπων της τέχνης και των γραμμάτων, στον οποιονδήποτε ναό της σκέψης, με κοιτάζουν με δέος, και πολλές φορές έχω ακούσει να σιγοψιθυρίζουν: «Να ο διανοούμενος». Ήθελα να είμαι παντού αναγνωρίσιμος και όλοι να με θαυμάζουν. Αυτό το κατάφερα μάλλον εύκολα διαπιστώνοντας ότι οι άνθρωποι στο πέρασμα μου χαμήλωναν το κεφάλι τους και με χαιρετούσαν με σεβασμό. Είχα γίνει το μέτρο της μειονεξίας τους.
Περιμένοντας την επόμενη διάλεξη κάνω την αυτοκριτική μου. Θα έλθει μια ομάδα ανθρώπων να πάρουν από την γνώση μου.
Το αγαπημένο μου θέμα διάλεξης είναι για τη ζωή και το νόημά της. Αγνοώντας ότι η σκέψη είναι υποσύνολο της ζωής, αγωνιζόμουν μάταια μέσω αυτής να δώσω απαντήσεις. Παρατηρώ ότι ο τρόπος που η σκέψη την ερμηνεύει λόγω του περιορισμού της είναι λάθος. Στηρίζετε σε θεολογικές, φιλοσοφικές και επιστημονικές απόψεις και δημιουργεί πλάνες. Και πάνω σ’ αυτές τις πλάνες βασίζω την αυθεντία μου, μετατρέποντας με τη ρητορική μου τέχνη τη Γνώμη μου σε γνώση σας.  Όσο μεγαλύτερη είναι η άγνοια μου όσο και η εντύπωση που θέλω να δημιουργήσω, τόσο περισσότερο χρησιμοποιώ πομπώδεις εκφράσεις, ασαφή νοήματα και αφηρημένες έννοιες, και όσο οι ακροατές δεν με καταλαβαίνουν τόσο περισσότερο με περνάνε για σοφό. Έτσι η προσπάθεια μου να συντηρήσω αυτό το είδωλο μέσα στο ακροατήριο (αλλά και έξω από αυτό) με απομονώνει. Εξωτερικά είμαι ο θεός ενώ εσωτερικά αισθάνομαι ερείπιο. Στέκομαι σαν κακομοίρης σε παλιές και αποτυχημένες αντιλήψεις  που η ρητορική μου δεινότητα εμφανίζει σαν νέες. Αρκεί αυτές να εκφράζουν το συμφέρον μου (αυτό το τονίζω σιωπηλά μέσα μου).
Ναι, εγώ είμαι διανοούμενος. Είναι αδύνατον να συζητήσει κανείς μαζί μου γιατί θεωρώ δεδομένο ότι μόνο εγώ ξέρω και όλοι εσείς έχετε άγνοια.. Εσείς, φοβάστε μόνοι σας να προχωρήσετε στην ζωή. Επειδή δεν μπορείτε να σταθείτε στα πόδια σας, σας προσφέρω δεκανίκια. Εγώ, είμαι εδώ, για εσάς. Σαν ενεργειακό βαμπίρ απορροφώ την ενέργεια σας μέσω του θαυμασμού που έχετε για μένα και σας προσφέρω ηρεμία μέσω της ύπνωσης των … λόγων μου.
Πραγματικά απορώ μερικές φορές, σκεπτόμενος, τι θα κάνατε χωρίς εμένα. Ποιόν θα είχατε για να σας μαθαίνει την ζωή. Την ζωή που φοβάστε να κοιτάξετε κατάματα, να την ζήσετε όπως ακριβώς είναι (και όχι όπως το ατομικό συμφέρον απαιτεί να είναι) να γευτείτε την κάθε της στιγμή, να νιώσετε την αύρα της χαράς της. Την αληθινή Ζωή που είναι έξω από τον περιορισμό της σκέψης και της σύγκρουσης που αυτή δημιουργεί. Η δράση της καθαρής ενέργειας (που είναι υπεράνω του νόμου δράσης -αντίδρασης και δημιουργεί σύγκρουση άρα και  φθορά) είναι νοημοσύνη. Βρίσκεται  πάντα στο παρόν και βρίσκεται στην ενότητα και στην ανιδιοτέλεια και όχι στη διαίρεση και στην ιδιοτέλεια που δημιουργεί η σκέψη.. Αδρανειακές δυνάμεις (ή κατά κόσμο συνήθειες) και προκαταλήψεις που αντιτίθενται στην εξέλιξη και διασπούν το σύνολο, δεν επιτρέπουν την εφαρμογή νέων ιδεών και προωθούν την αναβλητικότητα (σήμερα είμαι προβληματικός αλλά σε ένα αβέβαιο μέλλον θα γίνω σωστός).
Τελειώνοντας την τελευταία διάλεξη, η αδημονία και η λίμπιντο είχαν φθάσει στο αποκορύφωμά τους. Περιμένω τώρα τις εκδηλώσεις θαυμασμού και τα χειροκροτήματα του ακροατηρίου μου, που πάντα τονώνουν τη ματαιοδοξία μου. Η διάλεξη τελείωσε αλλά τα χειροκροτήματα δεν ήλθαν. Στέκονταν όλοι όρθιοι και σιωπηλοί. Εκείνη τη στιγμή διέκρινα στα παγωμένα βλέμματα όλων, ότι όλη την ενέργεια που τους είχα αφαιρέσει τόσα χρόνια, απαιτούσαν να τους την επιστρέψω.
Από θύτης είχα καταντήσει θύμα. Το είδωλο που τόσα χρόνια προσπαθούσα να συντηρήσω έσπασε. Μ΄ αυτή τη σκέψη κατέρρευσα στο έδρανο. Τότε τα χειροκροτήματα άρχισαν.

Δευτέρα 15 Ιουνίου 2020

Οι εμφύλιο σπαραγμοί ...


Οἱ ἐµφύλιοι σπαραγµοί

Πῶς µοῦ πέρασε ἀπό τό µυαλό τώρα ἡ Ἀνταλκίδειος1 εἰρήνη, ξέρω, ἐσύ δέν τήν ἔζησες, ἤσουν ἀγέννητος τότε, ἐγώ ὅµως ἤµουν καί ἐκεῖ, παρών στά γεγονότα πού ἀφάνισαν τήν Ἑλλάδα καί ἔδωσαν βῆµα στούς κατακτητές πού καιροφυλακτοῦσαν νά τήν διαλύσουν, ἑνώνοντάς την! Βέβαια, ἡ Χρυσή Ἐποχή εἶχε ἀποσυρθεῖ πολλούς αἰῶνες πρίν ἡ Ἀθήνα καί ἡ Σπάρτη γίνουν ὁ τρόµος τῶν ἑλληνικῶν πόλεων–κρατῶν. Μέ τήν σειρά τους οἱ πόλεις–κράτη, ἔπαιρναν τό µέρος τῆς µιᾶς ἤ τῆς ἄλλης ὑπερδύναµης, ἄν δέν τό ἔκαναν, περνοῦσαν ἀπό τό σπαθί –ἔχουµε τό παράδειγµα τῆς Μιλήτου–, ἄν δέ κοιτάξω τά Αἰθερικά Ἀρχεῖα θά σοῦ ἀναφέρω πάρα πολλές ἀντίστοιχες περιπτώσεις, ἀλλά ἐκεῖνες οἱ σφαγές ἔχουν περάσει πιά στήν σφαίρα τῆς λησµονιᾶς, τί νά δῶ καί τί νά σοῦ πῶ. Ὅπως ἀντιλαµβάνεσαι, οἱ λόγοι πού αὐτές οἱ ὑπερδυνάµεις εἶχαν κάτω ἀπό τήν µπότα τους τίς πόλεις τοῦ Φωτός, ἦσαν καθαρά οἰκονοµικοί. Ὅπως γίνεται ὅµως πάντα, ἀπό τότε µέχρι καί τόν καιρό σου, τό στυγνό κέρδος ἦταν καλυµµένο µέ φράσεις πού συγκινοῦσαν τά πλήθη ὅπως: γιά τήν πατρίδα, ἤ γιά τά ἱερά καί ὅσια της φυλῆς, ἤ πάλι γιά τήν δόξα τῶν θεῶν, καί πάει λέγοντας. Ὁ κόσµος ἀπό τήν ἐποχή τῆς πτώσης καί ὕστερα, ἦταν σέ διαρκῆ σύγκρουση, βλέπεις, ἡ χωριστικότητα πάντα βόλευε καί βολεύει τούς ἐλάχιστους νά ἐπιβληθοῦν στά πλήθη, δέν χρησιµοποιῶ τήν λέξη «µάζες» γιατί σοῦ πέφτει βαριά.

Οἱ Ἀθηναῖοι χρησιµοποιοῦσαν πολύ στά κουτσοµπολιά τους τήν λέξη «Δηµοκρατία», τούς ἄρεσε νά παίζουν µέ τίς λέξεις καί νά φτιάχνουν συνεχῶς καινούργιες πού δέν σήµαιναν τίποτε ἀπολύτως. Ὁ κάθε ἕνας τους, ἑρµήνευε τόν ὅρο αὐτό ὅπως ἐξυπηρετοῦνταν καλύτερα τά συµφέροντά του, γι’ αὐτό καί στήν ἀγορά, στήν ἐκκλησία τοῦ Δήµου, στήν Πνύκα, στά θέατρα καί ἐν γένει στίς συναθροίσεις τους, ὅλοι εἶχαν νά ποῦν καί κάτι «σοβαρό», ὅλοι πρόσθεταν ἀσαφεῖς ὅρους καί ἡ διαµάχη τῶν ἀκροατῶν θέριευε, ἡ σύγκρουση τῶν ὑποτιθέµενων ἰδεῶν µεγάλωνε καί ἡ κάθε βρώµικη δουλειά ἀπό τήν πλευρά τῆς Πολιτείας γινόταν ὄµορφα καί µέ τήν βούληση τῆς πλειοψηφίας. Ξέρεις φυσικά ὅτι ὅταν λέω πλειοψηφία ἀναφέροµαι στούς ἐλεύθερους πολίτες τῆς Πολιτείας, δηλαδή σέ 20–30 χιλιάδες τό πολύ νοµαταίους, οἱ ὑπόλοιποι, οἱ ἑκατοντάδες χιλιάδες ἦσαν δοῦλοι, αὐτοί φυσικά δέν εἶχαν λόγο στά πράγµατα, ὑπῆρχαν µονάχα σάν ἐργαλεῖα ἤ πράγµατα καί δέν λογίζονταν σάν ἄνθρωποι. Ναί, ἦταν πολύ µπροστά ἐκείνη ἡ Δηµοκρατία, τόσο, πού στόν καιρό σου πού τόν βαπτίζεις δυτικό πολιτισµό καί ἀνατριχιάζεις ἀπό περηφάνια, καί βάλθηκες καί ἐσύ, καί ἀκολουθεῖς τό ἐξ οὐρανοῦ αὐτό πολίτευµα διότι µέσα ἀπό αὐτό ἔχεις «φωνή», λές τήν γνώµη σου ἤ τήν ἀντίρρησή σου καί νοµίζεις ἀφελῶς ὅτι ἀκούγονται, ὅµως οἱ παρακατιανοί, οἱ πολλοί πάλι δέν λογίζονται, ἀλλά τώρα σάν ἀνάπηροι πού ὑποτίθεται ὅτι εἶναι νοητικά, ψηφίζουν ἀντιπροσώπους γιά νά µιλήσουν ἐξ ὀνόµατος των.

Οἱ Σπαρτιάτες εἶχαν διαφορετική στάση ζωῆς. Δέν ἔκαναν δηµόσιες συναθροίσεις, ὅπως οἱ Ἀθηναῖοι, µέ τόν ὅρο «Δηµοκρατία» γελοῦσαν, αὐτοί βλέπεις εἶχαν πιό «ἐξελιγµένο πολιτικό σύστηµα», εἶχαν βασιλιά, δηλαδή ὄχι ἕναν ἀλλά δύο. Ναί, τούς ἄρεσαν οἱ ἐκκεντρικότητες ἀλλά εἶχαν µία βαθύτερη φιλοσοφική στάση ἀπό τούς Ἀθηναίους πού δέν τήν ἔδειχναν, ντρεπόντουσαν. Τά παιδιά τους τά ἔπαιρνε τό κράτος καί τά µεγάλωνε, τά διαµόρφωνε ἀπό µικρά σέ πολεµιστές, σέ µηχανές θανάτου. Τήν κλεψιά τήν εἶχαν ἀναγάγει σέ µεγάλη ἐπιστήµη γιά τούς νέους καί τήν θεωροῦσαν µέρος τῆς σκληρῆς ἐκπαίδευσής τους, ἤσουν καλός κλέφτης, εἶχες τήν προοπτική νά γίνεις σπουδαῖος πολεµιστής, δέν ἤσουν καλός κλέφτης; Γινόσουν δακτυλοδεικτούµενος. Φυσικά καί αὐτοί σάν ἐλεύθεροι πολίτες δέν ξεπερνοῦσαν τίς 20–30 χιλιάδες νοµαταίους καί ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι, οἱ µυριάδες ἦσαν δοῦλοι. Γιά νά διαφέρουν ἀπό τούς Ἀθηναίους, τούς δούλους τούς ἔλεγαν εἵλωτες, ἦσαν οἱ δικές τους µηχανές πού δούλευαν γιά τήν εὐµάρεια τους ἐφόσον αὐτοί ἀσχολοῦνταν µέ ὑψηλότερα ἰδανικά καί δέν καταδέχονταν νά πιάσουν στά χέρια τους ὑνί ἤ τσάπα γιά τήν καλλιέργεια τῶν κτηµάτων. Ἰδανικό γι’ αὐτούς ἦταν νά κόβουν κεφάλια, νά βγάζουν ἄντερα, νά σακατεύουν ὠµοπλάτες, νά µπήγουν τό σπαθί βαθιά στήν σάρκα τοῦ ἀντιπάλου τους. Ἦταν τιµή γι’ αὐτούς νά λαβώνονται στό στῆθος ἀλλά ὄχι στήν πλάτη. Καί φυσικά, ὅταν ἕνας νεκρός τους εἶχε θανάσιµη λαβωµατιά στό στέρνο, τόν ἔθαβαν µέ τιµές. Ἄν ἀφαιροῦσες τήν βία ἀπό τήν ζωή τους, δέν ὑπῆρχε κανένα νόηµα, κανένας σκοπός γιά νά ζήσουν. Ζωή γι’ αὐτούς σήµαινε δύναµη, αἷµα καί ἄντερα, καί περηφάνια.

Αὐτές οἱ δυό ἰσχυρές πόλεις πού φτιάχτηκαν µέ τόν ἱδρώτα τῶν δούλων τους, ἀπέδιδαν καρπούς, καί ἀπαλλαγµένες ἀπό τό βιοποριστικό πρόβληµα, ἔδωσαν τήν προσοχή τους στήν κατάχτηση καί στό πλιάτσικο. Κατακτοῦσαν στό ὄνοµά τους κάθε πόλη–κράτος τοῦ ἑλληνικοῦ χώρου καί τήν ἔκαναν «σύµµαχο», λεηλάτησαν τόν πλοῦτο τῆς ἑλληνικῆς ἐπικράτειας ἤ ἄρµεγαν ἀπό τόν χρυσό τοῦ Πέρση πού τόν µοίραζε δώθε–κείθε ἀναζητώντας καί αὐτός µέ τήν σειρά του διέξοδο στήν θάλασσα καί στά πλούτη της. Ἡ ἀπληστία καί ἡ φυλετική ἀντιπάθεια Δωριέων καί Ἰώνων δέν ἄργησε καί ἔφερε τήν ἐµφύλια διαµάχη πού αἱµατοκύλισε τήν Ἑλλάδα καί ἐσύ τήν γνωρίζεις σάν Πελοποννησια­κό πόλεµο καί διήρκεσε περίπου 27 χρόνια. Κέρδισε βέβαια ἡ Σπάρτη ἀπό τήν ἀθλιότητα τῶν δύο κοσµοκρατοριῶν, ἀλλά ἡ Ἀνταλκίδειος εἰρήνη ἔγινε πράγµατι ἡ ντροπή της. Ἀπό τότε καί ὕστερα ὁ ἀρχαῖος ἑλληνικός κόσµος πέρασε σέ ὁριστική ἐντροπία.

Οὐσιαστικά, ὁ µοναδικός ἐµφύλιος πού γνώρισε ἡ Ἑλλάδα ἦταν ὁ Πελοποννησιακός πόλεµος, ὅπου ἑλληνικά συµφέροντα µάχονταν µεταξύ τους γιά τήν πλήρη ἐπικράτηση στόν ἑλλαδικό χῶρο. Στόν Πελοποννησιακό πόλεµο ὁ Θουκυδίδης, παρουσιάζει τά γεγονότα µέ µία λογική ἀλληλουχία καί παραµερίζει ἐντελῶς τίς δοξασίες κατά τίς ὁποῖες οἱ ἄνθρωποι καί οἱ πράξεις τους κυβερνῶνται ἀπό σκοτεινές, ἀνεξέλεγκτες δυνάµεις – τήν Μοίρα ἤ τήν Εἱµαρµένη. Εἶναι ἡ πρώτη φορά πού στόν ἀρχαῖο κόσµο ἐξοστρακίζεται τό µυθῶδες καί τό ὑπερφυσικό καί ἀνεξήγητο, πρώτη φορά πού ἀποµακρύνεσαι ὁριστικά ἀπό τούς θεούς τοῦ Ὁµήρου. Πρῶτος ὁ Θουκυδίδης συνειδητοποιεῖ πόσο δύσκολο εἶναι νά ἐξακριβώσει κανείς τήν ἀλήθεια, ὄχι µόνο γιά τά παρελθόντα, ἀλλά καί γιά τά σύγχρονα γεγονότα τά ὁποῖα, καί οἱ αὐτόπτες ἀκόµη µάρτυρες, βλέπουν ὁ καθένας διαφορετικά, ἀνάλογα µέ τήν τοποθέτησή του.

Ἡ κύρια ἀρχή τοῦ Θουκυδίδη ἦταν ἡ αὐστηρή ἀντικειµενικότητά του. Ἀθηναῖος ὁ ἴδιος θαυµάζει τήν πατρίδα του, ἀγαπάει τήν πολιτεία του, ἀλλά ἔχει µία βαθύτατη ἀκεραιότητα πού τόν συγκρατεῖ ἀπό τοῦ νά ψιµυθιώσει τήν ἀλήθεια, ὅσο ἀπογοητευτική ἤ καταθλιπτική κι’ ἄν ἦταν:

Α΄– Ἀλήθεια γιά τίς πραγµατικές αἰτίες τοῦ πολέµου πού δέν ἔχει κανένα ἰδεολογικό περιεχόµενο. Ἡ δηµοκρατική καί φιλελεύθερη Ἀθήνα ὑποδουλώνει σιγά–σιγά τήν Ἑλλάδα, ἐπειδή, σάν θαλασσοκράτειρα, εἶναι ἀναγκασµένη νά ἔχει κάτω ἀπό τόν ἔλεγχο της νησιά, ἰσθµούς, πορθµούς, παραθαλάσσιες στρατηγικές τοποθεσίες. Ἡ ἐπέκταση αὐτή τῆς ἀθηναϊκῆς ἡγεµονίας προκαλεῖ τήν ἀνησυχία τῆς Σπάρτης, ἡ ὁποία, ὀλιγαρχική, ὀπισθοδροµική, συντηρητική, θά ὑποδυθεῖ τόν ρόλο τοῦ «ἀπελευθερωτῆ» τῶν Ἑλλήνων, ἐνῶ ἕνας εἶναι ὁ πραγµατικός σκοπός της, νά νικήσει τήν Ἀθήνα καί νά µείνει µόνος παντοδύναµος διαιτητής τῶν ἑλληνικῶν πραγµάτων.

Β΄– Ἀλήθεια γιά τήν διαγωγή – καί τήν ἐξέλιξη της ὅσο προχωρεῖ ὁ πόλεµος – τῶν δύο ἀντιπάλων πού, γιά νά συγκρατήσουν τούς συµµάχους τους, τούς τροµοκρατοῦν καί, γιά νά νικήσουν στήν πάλη ζωῆς ἤ θανάτου, µεταχειρίζονται τά πιό ἀπάνθρωπα µέσα.

Γ΄– Ἀλήθεια γιά τό ἠθικό κλίµα πού δηµιουργεῖ ἡ βία τοῦ πολέµου εἴτε στήν ὀλιγαρχία εἴτε στήν δηµοκρατία καί διαπίστωση τοῦ σφαλεροῦ τῶν ἀνθρωπίνων προβλέψεων.

Ἡ δουλειά τῆς ἰδεολογίας εἶναι νά χωρίζει τούς ἀνθρώπους. Ἡ πίστη, θρησκευτική ἤ πολιτική, στρέφει τόν ἄνθρωπο ἐναντίον τοῦ ἀνθρώπου, οἱ ἀποκαλούµενες θρησκεῖες ἔχουν διαιρέσει τούς ἀνθρώπους καί ἐξακολουθοῦν νά τούς διαιροῦν. Ἡ ὀργανωµένη πίστη πού ἀποκαλεῖται θρησκεία, εἶναι ὅµοια µέ κάθε ἄλλη ἰδεολογία, ἕνα δηµιούργηµα τοῦ µυαλοῦ καί ἑποµένως διαιρεῖ. Τό ἴδιο κάνει καί ἡ ἰδεολογία, σχηµατίζεται ἕνας πυρήνας, µία ὁµάδα ἀνθρώπων γύρω ἀπό µία ἰδέα καί θέλει νά συµπεριλάβει τόν καθένα στήν ὁµάδα της ἀκριβῶς ὅπως κάνει καί ὁ πιστός. Ὁ καθένας µέ τόν δικό του τρόπο θέλει νά σώσει τόν κόσµο. Καί οἱ µέν καί οἱ δέ δολοφονοῦν καί ἐκκαθαρίζουν ὁ ἕνας τόν ἄλλον στό ὄνοµα τῆς πίστης τους. Ἡ µία ἰδεολογία ἐπιδιώκει νά ἀντικαταστήσει τήν ἄλλη µέ τό στέρεο γεγονός ὅτι µία ὁµάδα ἤ ἕνα ἄτοµο µεταχειρίζεται κάποια ἄλλη ὁµάδα ἤ ἄτοµο σάν κάτι τό κατώτερο. Στήν πραγµατικότητα ὑπάρχει ἀνισότητα σέ ὅλα τά πεδία τῆς ὕπαρξης. Ἕνας ἔχει ἱκανότητες καί ἕνας ἄλλος δέν ἔχει, κάποιος ὁδηγεῖ κι’ ἕνας ἄλλος τόν ἀκολουθεῖ, κάποιος ζωγραφίζει ἤ γράφει καί κάποιος ἄλλος σκάβει, ὁ ἕνας εἶναι ἐπιστήµονας κι’ ὁ ἄλλος ὁδοκαθαριστής. Αὐτήν τήν ἀνισότητα καµιά θρησκεία καί καµιά ἰδεολογία δέν πρόκειται νά τήν ἐξαλείψει. Ἡ µία ὁµάδα παλεύει ἐναντίον τῆς ἄλλης γιά νά ἐπικρατήσει καί νά δυναµώσει τόν ἑαυτό της µέ προνόµια καί γίνεται ἡ ἀνώτερη τάξη. Οἱ ὁµάδες αὐτές χρησιµοποιοῦν τόν ἄνθρωπο σάν ἕνα µέσον γιά κάποιο σκοπό, ὁ σκοπός ἔχει σηµασία καί ὄχι ὁ ἄνθρωπος. Ἡ χρησιµοποίηση τοῦ ἀνθρώπου γιά ἕνα σκοπό τρέφει ἀναγκαστικά τήν αἴσθηση τοῦ ἀνώτερου καί τοῦ κατώτερου, ἐκείνου πού εἶναι κοντά κι’ ἐκείνου πού εἶναι µακριά, ἐκείνου πού ξέρει κι’ ἐκείνου πού δέν ξέρει. Αὐτός ὁ διαχωρισµός, αὐτή ἡ ψυχολογική ἀνισότητα εἶναι ὁ παράγοντας τῆς ἀποσύνθεσης στήν κοινωνία. Ἡ κοινωνία χρησιµοποιεῖ τό ἄτοµο ἀκριβῶς ὅπως καί τά ἄτοµα χρησιµοποιοῦν ὁ ἕνας τόν ἄλλον µέ σκοπό νά ὠφεληθοῦν κατά διαφόρους τρόπους. Αὐτή ἡ πρακτική εἶναι ἡ βασική αἰτία τῆς ψυχολογικῆς διαίρεσης τοῦ ἀνθρώπου ἐναντίον ἀνθρώπου.

Ἔχοντας ὑπόψη σου τόν Πελοποννησιακό πόλεµο ἤ τόν ἐµφύλιο σπαραγµό τοῦ καιροῦ σου, µπορεῖς νά διακρίνεις ἐάν θέλεις, τήν θέση τοῦ ἀδύναµου πολίτη, τοῦ καλλιεργητῆ καί τοῦ ποιµένα – ἐκείνου πού βρέθηκε ἀνάµεσα στήν ἀστείρευτη ἀπληστία γιά δύναµη καί πού ἐκφράστηκε αὐτή µέσα ἀπό ἰδεολογήµατα καί ἐθνικιστικό παραλήρηµα. Ὁ Θουκυδίδης ἀνήκει ὁλόψυχα σέ ἕνα ἀπό τούς δυό κόσµους, εἶναι περήφανος γιά τήν καταγωγή του, ἀλλά συνειδητοποιεῖ ὅτι ὁ ἀγώνας εἶναι ἀδελφοκτόνος, ὅτι Ἕλληνες θά καταστρέψουν Ἕλληνες, καί πολλές φορές ἀπό ἱστορικός γίνεται τραγωδός, δείχνοντας ὅλες τίς ἀντιθέσεις πού χωρίζουν ὀλιγαρχικούς καί δηµοκρατικούς.

Στόν καιρό σου, µία διαφορετική ἐµφυλιοπολεµική διαµάχη σηµάδεψε τήν ἄβυσσο τῆς ψυχῆς σου καί συνεχίζεις ἀκόµα καί τώρα, µετά τό πέρας της καί καλλιεργεῖς τήν σύγκρουση πού µπολιάστηκε µέσα σου καί ἔγινε βραχνάς χρόνιος. Σέ αὐτήν τήν διαµάχη, δέν πολέµησες ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ σου µόνο ἐπειδή φώλιαζε στά σωθικά σου µίσος γι’ αὐτόν, πολέµησες γιά νά ἰσιώσεις τήν κοινωνία ἐπειδή πίστευες σέ ἀνώτερα ἰδανικά τάχα µου, στό ὄνοµα τῆς ἐθνικοφροσύνης ἤ τῆς λαοκρατίας! Πόση ἀφέλεια, ἤ µήπως πόση πονηριά. Στήν διαµάχη αὐτή πού στήν ἐπέβαλαν βαρβαρικές δυνάµεις ἐσύ κυλίστηκες στίς θάλασσες τοῦ αἵµατος σάν πιόνι πού ἔγινες καί σέ πήγαιναν ὅπου ἤθελαν οἱ παῖκτες τοῦ παιχνιδιοῦ. Σάν µέρος τῆς µάζας τῆς µίας ἤ τῆς ἄλλης πλευρᾶς πού ἤσουν, σκότωνες τόν ἀδελφό σου µέ χαρά, εἶχες βλέπεις πολλά ζωώδη ἔνστικτα µέσα σου καί ἔπρεπε νά ξαλαφρώσεις. Στήν Ἡραιάτιδα Χώρα, οἱ χαράδρες καί τά βουνά ἔκρυψαν πολλούς ἀδελφούς σου, νεκρούς ἀπό τό δικό σου χέρι, τό ἴδιο χέρι πού ἔκανε τό σηµεῖο τοῦ σταυροῦ ἤ σήκωνε τό λάβαρο τῆς ἐπανάστασης. Ἤµουν καί στόν καιρό σου παρών, καί εἶδα κοράκια καί σκυλιά νά τρῶνε σαπισµένες σάρκες ἀνθρώπινων πτωµάτων, εἶδα νά σκοτώνουν στίς χαράδρες «ἀντιπάλους», ὁµαδικούς τάφους στά γειτονικά σου µέρη εἶδα, πτώµατα νά χάσκουν στίς πλαγιές τῆς Παπαρουνίτσας. Ἡ τροµοκρατία κυριάρχησε, ἕνας ἔκανε πολύ ντόρο σκοτώνοντας, ἔχοντας στό ἕνα χέρι τό σπαθί καί στό ἄλλο µία βίτσα, ἕνας ἄλλος ἔµπαινε µέ βία σέ σπίτια καί ἔκλεβε ἁρµατωµένος, ὅπως ὁ στρατιώτης τοῦ Κοσµᾶ, παντοῦ φόβος στό ὄνοµα τοῦ ἐθνικόφρονα ἤ τοῦ λαοκράτη.

Ἡ Ἡραιάτιδα Χώρα ἀπό τόν Πελοποννησιακό πόλεµο πέρασε ἀλώβητη, δέν ἔχυσε οὔτε δράµι αἵµατος γιά τήν ψυχασθένεια Ἀθηναίων καί Σπαρτιατῶν, στόν ἐµφύλιο τοῦ καιροῦ σου ὅµως, µέ ἀδυνατισµένες τίς πνευµατικές της δυνάµεις, ἀφέθηκε νά ἀποφασίσουν τρίτοι γιά τήν τύχη τῶν ἀνθρώπων της. Ἐσύ, δέν εἶχες τό σθένος νά ἀντιταχθεῖς στήν βούληση τῶν ἄλλων, ἤσουν ἕνα ἁπλό ἀπολίθωµα τῆς παλιᾶς καί ἰσχυρῆς Ἡραίας. Ἔγινες θύµα καί θύτης.


1[1]. Ἀνταλκίδειος Εἰρήνη, ἡ εἰρήνη πού ἔκλεισε τό 387 πχ. στά Σοῦσα ὁ Ἀνταλκίδας µέ τόν Πέρση βασιλιά Ἀρταξέρξη. Σύµφωνα µέ αὐτήν, ἀναγνωριζόταν ἡ περσική κυριαρχία στίς ἑλληνικές πόλεις τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καί στήν Κύπρο, ἐνῶ οἱ πόλεις τῆς κυρίως Ἑλλάδας κηρύσσονταν αὐτόνοµες, χωρίς δικαίωµα νά ἑνώνονται σέ συµµαχία. Ἀπό τήν εἰρήνη αὐτή πού ὁ Πλάτων εἶχε χαρακτηρίσει «ἐπαίσχυντο ἔργο», ὠφελήθηκαν βασικά οἱ Πέρσες, ἐνῶ οἱ Σπαρτιάτες εἶχαν τήν προσωρινή ἱκανοποίηση ὅτι θά ἐµποδιζόταν πιά κάθε προσπάθεια νά συµµαχήσουν ἐναντίον τους ἑλληνικές δυνάµεις. Ἔκτοτε, ἡ ἔκφραση ἀπέκτησε παροιµιακό νόηµα καί χρησιµοποιήθηκε συχνά γιά νά χαρακτηρίσει κάθε ὕποπτη διπλωµατική συνεννόηση. Ὁ Ἀνταλκίδας, Σπαρτιάτης πολιτικός, αὐτοκτόνησε τό 367 πχ. ὅταν δέν κατόρθωσε γιά δεύτερη φορά νά ἐξασφαλίσει τήν εὐµενῆ συµπεριφορά τῶν Περσῶν.

==============

Απόσπασμα από το υπό έκδοση βιβλίο (θα εκδοθεί τον Σεπτέμβριο του 2020) :
«Ὁ Φύλακας τῆς Ἀρχαίας Ἡραίας  & οἱ Ἀπόκρυφες Πόλεις της»

Τετάρτη 10 Ιουνίου 2020

Λεωφόρος Βέϊκου 2 ...

Πέρασα μπροστά από την πρώην κατοικία του Τσάκ, έφτασα γρήγορα σχετικά στο ύψος της Τράλλεων, προχώρησα με ρυθμό ήρεμο, δεν βιαζόμουν εξάλλου, τον περίπατο μου έκανα και έχω τη συνήθεια να παρατηρώ γύρω μου τα πράγματα. Πέρασα και την οδό Δρυόπιδος που οριοθετεί την πόλη στο εντός και εκτός σχέδιο της. Στην γωνία, από χρόνια βρίσκεται ένα φυτώριο λουλουδιών, δέντρων και λοιπών σχετικών με την γεωπονική πραγμάτων. Πάνω από το φυτώριο σε ένα πολύ παλιό κτίσμα, είχε κάποτε το ραφείο του ο κυρ Παύλος ο Σιγάλας. Προσπέρασα χωρίς δεύτερη σκέψη το σημείο αυτό κι έφτασα στο επόμενο στενό από το οποίο αρχίζει ουσιαστικά η δασική έκταση του Γαλατσίου. Ο δρόμος αυτός που ανεβαίνει προς την πλαγιά του λόφου, έχει έναν παλιό οικισμό (του Κόκου αν δεν κάνω λάθος) που απ’ ότι αντιλαμβάνομαι έχει μονιμοποιηθεί αλλά δεν επιτρέπεται η παραπέρα οικοδόμηση του. Σε ευθεία προς τα ανατολικά στο τέλος του λόφου, στο διάσελο ας πούμε, αρχίζουν τα όρια της Φιλοθέης. Συνεχίζω λίγο από τον εσωτερικό διάδρομο τον παράλληλο με την Βέϊκου και κοντοστέκομαι. Υπάρχει μια αλάνα δεξιά μου, ανατολικά δηλαδή. Πριν μερικές δεκαετίες, η αλάνα αυτή ήταν ένα τεράστιο γήπεδο ποδοσφαίρου, καταλάμβανε μάλιστα σε πλάτος το ένα οδόστρωμα της λεωφόρου, αυτό που συνεχίζει για το άλσος. Το αντίθετο οδόστρωμα που οδηγεί τ’ αυτοκίνητα προς το κέντρο της πόλης, από το ύψος της Τράλλεων μέχρι και το σημερινό άλσος, δεν ήταν παρά ένα μικρό, πανέμορφο μονοπάτι – και λέγαμε στους περασμένους καιρούς – να, ο δρόμος για τα πευκάκια. Ουσιαστικά, από την Τράλλεων και μετά υπήρχε δασώδης έκταση, με χαμηλή βλάστηση, ρίγανη, θυμάρι, αγριόχορτα, και ήταν όλος αυτός ο τόπος μια τεράστια εξοχή.

        Στο γήπεδο έπαιζαν ομάδες όπως η Αναγέννηση, ο Αβέρωφ και δεν θυμάμαι ποιες ακόμα. Κάθε Κυριακή, από το πρωί και μέχρι να σουρουπώσει, γινόντουσαν αγώνες. Πολύς κόσμος παρακολουθούσε, χειροκροτούσε, επευφημούσε, έβριζε, αλλά μέχρι εκεί, δεν υπήρχαν τραμπουκισμοί, επεισόδια, χουλιγκάνοι. Για αποδυτήρια οι ομάδες χρησιμοποιούσαν μια παλιά μονοκατοικία που βρισκόταν στην δυτική πλευρά και λίγο μακριά από το γήπεδο. Ο ιδιοκτήτης της μονοκατοικίας, παραχωρούσε ένα από τα δωμάτια για αποδυτήρια, νερό για να πλυθούν οι αθλητές, υπήρχε άφθονο έξω στον κήπο της. Τότε η πόλη ήταν μικρή, οι κάτοικοί της γνωριζόντουσαν όλοι μεταξύ τους, το γήπεδο ήταν μια μορφή διασκέδασης – η άλλη σοβαρή μορφή διασκέδασης για τους άντρες κυρίως ήταν οι αγώνες κάτς, που γινόντουσαν συνήθως στον κινηματογράφο Αλέξανδρο, εκεί που σήμερα είναι ένα άχαρο εμπορικό κέντρο. Στο κάτς, υπήρχαν «βαριά» ονόματα, Καρπόζηλος, Μασκοφόρος, Τρομάρας και λοιποί και έπαιζαν υποτίθεται ξύλο! Στους αγώνες της πάλης δεν πήγαινα διότι ήμουν μικρός και δεν με έβαζαν μέσα.  Περνούσε καλά ο κόσμος τότε με τα θεάματα και με λίγα φράγκα. Αλλά ας επανέλθω στο ποδόσφαιρο. Τότε αλλά και αργότερα, το Γαλάτσι ήταν ποδοσφαιρομάνα – έμ βέβαια, με τόσες αλάνες, τόσα οικόπεδα άδεια, τόσα χωράφια, τι θα έπαιζες; Μπέηζ μπώλ; Χόκεϋ επί χόρτου; Να μην τρελαθούμε, το ποδόσφαιρο, το δερμάτινο τόπι, είχε δημοφιλία. Αφού ακόμα και το μπάσκετ που έπαιζαν ελάχιστοι αλαφροΐσκιωτοι, θεωρούνταν πολύ ελιτίστικο άθλημα, πολύ αργότερα έφτασε στην Ελλάδα ο Γκάλης και το έκανε εθνικό σπορ με τη μαγκιά του και τα κόλπα του.

        Η αρχαιότερη ομάδα στο Γαλάτσι ήταν η Ένωση, πολύ αργότερα εμφανίστηκε και ο Α.Ο. Γαλατσίου. Αυτές οι δυό ομάδες είχαν μεγάλες κόντρες, αριστεροί κόντρα στους δεξιούς! Και οι δυό όμως είχαν πολύ καλούς παίκτες, στον Α.Ο Γαλατσίου όμως βγήκε μία φουρνιά με παικταράδες που έπαιζαν μπάλα και όχι κλοτσοσκούφι όπως σήμερα. Αν αυτές οι ομάδες ενώνονταν σε μία, το Γαλάτσι θα είχε μόνιμα ομάδα στη Β’ Εθνική τουλάχιστον, αλλά, τα πάθη των «ισμών» και των ψευδο-ιδεολογιών δεν επέτρεπαν τέτοια χαμηλού επιπέδου πράγματα. Η Ένωση, είχε επίσης και άλλα αξιόλογα τμήματα, σκάκι, βόλεϊ κλπ. Ο Α.Ο. αργότερα έκανε τμήμα μπάσκετ.

        Άφησα την αλάνα και συνέχισα αργά, απέναντι, στ’ αριστερά μου υψώθηκε το ογκώδες οικοδόμημα της Αγίας Ειρήνης. Ο ναός στον χώρο που βρίσκεται δείχνει να είναι εκτός σχεδίου πόλεως. Στα πράγματα της εκκλησίας υπάρχει μυστήριο, υπάρχουν θαύματα, ποιος ξέρει, ακόμα ένα, και να ο μεγαλειώδης ναός για να ακούγεται ο απλός Λόγος του Χριστού. Στο Γαλάτσι, εδώ και αιώνες υπάρχει ο ναός της αγίας Γλυκερίας, εντός του ιστού της πόλης αυτός, με θρύλους να τον περιζώνουν, έναν γενίτσαρο που αντάμωσε εκεί τον χαμένο του αδελφό και τέτοια ωραία παραμύθια που συγκινούν τον κόσμο αφού απευθύνονται στα συναισθήματά του. Στην αγία Γλυκερία όπως εγώ την πρόλαβα, υπήρχε μπροστά της ένας στενός δρόμος που πήγαινε προς την Κυψέλη. Απέναντί της, προς τα δυτικά του δρόμου, ένα όμορφο ξενοδοχείο όπου τα ζευγάρια δεν πήγαιναν για ύπνο αλλά για συνεύρεση σεξουαλική μερικών ωρών– τότε, την αρχαία δηλαδή εποχή, ο έρωτας ήταν αμάρτημα μέγα και η καθώς πρέπει κοινωνία, γεμάτη ηθικές αξίες, τον έκρυβε από το φως. Εκείνος ο στενός δρόμος που ονομάζεται πλέον «οδός Αγίας Γλυκερίας» οριοθετούσε την αμαρτία από την αγιότητα, τα απολωλότα πρόβατα της κοινωνίας από τα χρηστά ήθη της. Προϊστάμενος του ναού κατά την εποχή του ζοφερού σκότους υπήρξε ο αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος (μην με ρωτάς για το επίθετό του, δεν το ξέρω), που παράλληλα έφερε και υψηλό στρατιωτικό βαθμό. Ο αρχιμανδρίτης εκείνος βρέθηκε σε κόντρα με την δημοτική αρχή η οποία θέλησε να κάνει διαπλάτυνση του δρόμου διότι οι ανάγκες της εποχής το επέβαλαν. Αντιδρούσε σφόδρα ο άγιος εκείνος άνθρωπος και κράτησε αρκετά χρόνια εκείνη η κόντρα, μέχρι που εδέησε και έδωσε τη συγκατάθεσή του για τον νέο δρόμο. Την ίδια περίπου εποχή, συμφώνησε να οικοδομηθεί και δεύτερος ναός στο Γαλάτσι, αλλά μακριά από την ενορία του, κι έτσι, στο άλλο άκρο της πόλης στέκει σήμερα σαν τον πύργο του Άιφελ η αγία Ειρήνη. Στην αρχή της κτίσης της η εκκλησία, ήταν ένας σωρός από τσιμέντα, αλλά σιγά-σιγά, μεθοδικά, χωρίς βιασύνες, με τον οβολό των πιστών, με δωρεές για την σωτηρία αμαρτωλών ψυχών και με κάθε θεμιτό τρόπο, το τσιμέντο καλύφτηκε από την πέτρα, το λευκό μάρμαρο σκέπασε το γκρίζο χρώμα και ένας περικαλλής ναός οριοθετεί σήμερα την πόλη από την δασική έκταση. Τα χωράφια πέριξ του ναού αλλά και έν γένει όλο το σημερινό πλέγμα των πολυκατοικιών, ανήκαν στο τσιφλίκι του Βέϊκου.

        Έστρεψα το κεφάλι μου από την αγία Ειρήνη και συνέχισα στο ήσυχο δρομάκι. Πιο κάτω, δίπλα μου, ακόμα ένα κτίσμα μέσα στην δασική περιοχή. Μια ωραιότατη βίλλα χτισμένη αμφιθεατρικά πνιγμένη από πεύκα και γκαζόν – και αυτή θα χρειάστηκε ειδική άδεια ανοικοδόμησης, ανήκει σε κληρονόμο από το πάλαι ποτέ τσιφλίκι του Βέϊκου. Δεν την προσπέρασα, διότι η ματιά μου στράφηκε αντίκρυ, στην άλλη πλευρά της λεωφόρου, εκεί όπου στέκουν δύο όμορφα κτίσματα, και τα δυό παλιά. Το μεγαλύτερο, μια βίλλα της ίδιας οικογένειας που χτίστηκε την μεταπολεμική περίοδο και πλησίον της το πυργόσπιτο του Βέϊκου. Και οι τρεις κατοικίες που ανέφερα κατοικούνται. Ευρισκόμενες σε ειδυλλιακό περιβάλλον, είναι δίπλα στην πόλη και μακριά της. Δεν πρόλαβα να συνεχίσω τον δρόμο μου αλλά έπεσα σε απαράδεκτο τσιμεντένιο έκτρωμα, την πεζογέφυρα που ενώνει τις δυό αντικρυστές πλευρές της λεωφόρου. Έργο των Ολυμπιακών αγώνων της Αθήνας για να διευκολύνει την ασφαλή μετάβαση των θεατών σε ένα γήπεδο – ποιο γήπεδο, μη με ρωτήσεις, απέχω δεκαετίες από τα πάσης φύσεως αθλητικά δρώμενα, οπότε, μη με παρεξηγείς που δεν γνωρίζω. Ίσως και να έχει ακόμα πρακτικούς λόγους ύπαρξης το συγκεκριμένο έργο, όμως, δεν έχω προσέξει να μετακινούνται πάνω στην πεζογέφυρα οδοιπόροι. Μπορεί να είναι αόρατοι!

        Ουσιαστικά, μερικές δεκάδες μέτρα πιο κει, αρχίζει το άλσος του Βέϊκου, ένα, αν όχι το καλύτερο πάρκο στην Αττική. Όλη αυτή η τεράστια περιοχή, από το γήπεδο και μετά μέχρι εκεί που τελειώνει το άλσος στα σύνορα με την Φιλοθέη, φιλοξενούσε στη καρδιά της ένα πανέμορφο πευκοδάσος – και από τις δυό πλευρές της λεωφόρου. Μικρός σαν ήμουν, θυμάμαι πολύ καλά έναν ενιαίο χώρο, δασώδη στο μεγαλύτερο μέρος του, μόνο που, στη δυτική πλευρά, όπως τον ορίζει σήμερα η λεωφόρος, τα δέντρα είχαν λιγοστέψει. Γιατί; Διότι, στην κατοχή πήγαιναν κι έκοβαν τα ξύλα για να πυρωθούν τους δύσκολους χειμώνες τα γερμανικά στρατεύματα. Αργότερα, στον εμφύλιο, στην περιοχή του εναπομείναντος πευκοδάσους, γινόντουσαν οι εκτελέσεις των μεν και των δε. Όποιος προλάβαινε πρώτος έστηνε το εκτελεστικό απόσπασμα – εμπρός στις ιδέες του κράτους και της επανάστασης, οι ανθρώπινες ζωές είχαν χάσει την αξία τους. Σε μια από τις πολλές εκτελέσεις κάτω από τα άδολα πεύκα, οι αντάρτες είχαν στημένους τρεις χίτες, τους ντουφέκισαν, οι δύο έπεσαν, ο τρίτος όχι. Ντουφέκι στο ντουφέκι, δεν τον έπιαναν τον όρθιο χίτη οι σφαίρες. Μέσα στην αναμπουμπούλα της αριστερής αστοχίας, το δεξιό καλόπαιδο πετάχτηκε σαν τον μαύρο πάνθηρα στη ρεματιά και χάθηκε. «Ωραία χρόνια» εκείνα, είχαν σασπένς, πολλοί τα θυμούνται ακόμα και νιώθουν περήφανοι, σε όποια πλευρά κι αν έγερναν. «Πατριώτες» όλοι τους.

        Δυτικά από τον πρόχειρο τόπο εκτελέσεων κατά την διάρκεια του εμφυλίου, συναντάμε έναν τεράστιο σε μήκος μαντρότοιχο που ασφαλίζει τις εγκαταστάσεις της ΟΥΛΕΝ (τώρα ΕΥΔΑΠ). Η ΟΥΛΕΝ, αν δεν απατώμαι ήταν η αμερικάνικη εταιρεία που κατασκεύασε το φράγμα του Μαραθώνα και το εξωτερικό δίκτυο ύδρευσης μέχρι την Αθήνα.  Η δεξαμενή του δικτύου βρίσκεται στον λόφο που χωρίζει το Γαλάτσι με την Φιλοθέη, τα νερά της λίμνης του Μαραθώνα φτάνουν στην δεξαμενή και στην συνέχεια κατεβαίνουν στο εργοστάσιο της ΟΥΛΕΝ. Ολόκληρη η περιοχή είναι όμορφη, έχει μια ησυχία κι ας περιτριγυρίζεται από το οικιστικό πλέγμα της πόλης. Η περιοχή μεταξύ Βέϊκου και ΟΥΛΕΝ είναι ότι απόμεινε από το τεράστιο τσιφλίκι του Βέϊκου. Δεν γνωρίζω το σημερινό ιδιοκτησιακό καθεστώς της περιοχής αλλά δεν με απασχολεί ιδιαίτερα, αφού δικό μου δεν είναι αυτό το ειδυλλιακό μέρος

      

Το άλσος λοιπόν, ή καλύτερα, ο χώρος που είναι σήμερα το άλσος,  καταπατήθηκε επί δημάρχου Παπαδιονυσίου. Ήταν εκείνος ο δήμαρχος που έθεσε τον θεμέλιο λίθο της καταστροφής της πόλης με τις ανύπαρκτες πλατείες, αλλά ίσως, για να αντισταθμίσει τη ζημιά που έκανε στη πόλη, έδωσε ιδιαίτερη προσοχή στο κτήμα του Βέϊκου. Ένα βράδυ, εισέβαλαν οι μπουλντόζες στο δάσος με αρκετούς πολίτες σαν συμπαραστάτες, αλλά όλα κύλησαν ήσυχα. Κατέστρεψαν οι μπουλντόζες μεγάλο μέρος του δάσους, οριοθέτησαν τον καταπατημένο χώρο και πήγαν το πρωί άπαντες για καφέ. Η επανάσταση είχε πετύχει αναίμακτα! Από εκεί και ύστερα, σιγά-σιγά, χρόνο με το χρόνο έτρεξε άφθονο χρήμα αλλά ο στόχος επετεύχθη, το άλσος του Βέϊκου κοσμεί πλέον την Αττική γη, είναι η πράσινη ανάσα έξω από την γκρίζα πόλη. Σε αυτό περιλαμβάνονται γήπεδα, κολυμβητήρια, πλακόστρωτα δρομάκια, ασφάλτινοι δρόμοι, δέντρα, παρτέρια με λουλούδια, θέατρο, κινηματογράφος, χώροι για καφέ και φαγητό, διατηρήθηκε ο τάφος του Λάμπρου Βέϊκου απέναντι σχεδόν από την Όμορφη εκκλησιά του Άη Γιώργη, νερό άφθονο από βρύσες που βρίσκονται παντού, αμέτρητες επιλογές περιπάτου, πλαγιές από γρασίδι, υπαίθριο γυμναστήριο, και πόσα ακόμα που αν προσθέσουμε και την καθαριότητα, μπορούμε να πούμε αβίαστα ότι έχουμε δίπλα μας έναν χώρο που ξεκουράζει σώμα και πνεύμα με το περιβάλλον του.

        Στον χώρο αυτό βρίσκομαι τώρα και περπατώ στα δρομάκια του. Είναι ακόμα πρωί και υπάρχει ησυχία, οι περιπατητές σαν κι εμένα, μόνοι ή παρέα δυό και τρεις μαζί, δεν κάνουν θόρυβο, έχουν βιαστικό βηματισμό εν αντιθέσει με μένα που οι ρυθμοί μου είναι αργοί, δεν βιάζομαι, βλέπω το κάθε δέντρο που είναι γύρω, παρατηρώ την φρεσκάδα των λουλουδιών, κάνω στάση σε βρύσες και ρίχνω νερό στο πρόσωπό μου – όχι, δεν είναι η ζέστη που αποζητώ το νερό, είναι η ευλογία που διαχέεται παντού. Διαφορετική τούτη η ευλογία από εκείνη της θρησκείας ειπωμένη από κούφια λόγια παπάδων που παίζουν με τον ανθρώπινο φόβο. Τέλος πάντων, εδώ μέσα σαν είσαι τα πάντα αλλάζουν χωρίς κόπο. Σαν έφτασα στο κιόσκι, ένα από τα πολλά που υπάρχουν, άδειασα το σακίδιο μου, άνοιξα το βιβλίο κι άρχισα να διαβάζω τον «βασιλιά των ορέων» του Edmond About. Ναι, αυτού του «ανθέλληνα» που λένε οι φανατικοί.

Τρίτη 9 Ιουνίου 2020

Στο καιρό του σοσιαλισμού ...

Η Κατεχάκη, σαν επιστρέφω αργά το βράδυ από την καλή μου πέρδικα, είναι άδεια από οχήματα, είναι η ώρα η κενή, όπως λέω, η ώρα που μια παράξενη ηρεμία κυριαρχεί στον δρόμο αυτό που αναμετριούνται σε όγκο κρατικά κτίρια, αριστερά μου το υπουργείο δημόσιας τάξης και δεξιά μου τα νοσοκομεία αεροπορίας και στρατού. Το ναυτικό έχει το νοσοκομείο του σε καθώς πρέπει περιοχή, πίσω από το Μέγαρο Μουσικής. Το κράτος εδώ ξεκουράζεται από τον μόχθο της μέρας, τα ερείπια της παλιάς ΥΕΝΕΔ ακόμα αναδύουν την βρώμα της προπαγάνδας από τον καιρό της χούντας. Στο φανάρι της Μεσογείων που σταματώ δεν υπάρχουν πεζοί να περάσουν την διάβαση, το METRO σταμάτησε να κυκλοφορεί, τα λεωφορεία επίσης, πιάνω τον ανήφορο του δρόμου μόνος μου και σταματώ πάλι στο φανάρι της Κηφισίας. Δεξιά μου στην γωνία ένα άσχημο κτίριο με μεγάλες τζαμαρίες είναι γυμναστήριο. Έρχονται εδώ άνδρες και γυναίκες, ασκούνται, χορεύουν, έχοντας ολόγυρα μεγάλους καθρέπτες, κοιτάζουν τα σώματά τους, τα θαυμάζουν, τα σταματημένα οχήματα έξω από το κτίριο όπως το δικό μου καλή ώρα, έχουν τους οδηγούς τους με την κεφαλή δεξιά να χαζεύουν τα κινούμενα σώματα, ο ναρκισσισμός διαχέεται σε ολόκληρο το τετράγωνο.  Τώρα όμως είναι άδειο από κόσμο αλλά τα φώτα της ράμπας φανερώνουν την αγωνία της επίπλαστης ομορφιάς. Περνώ την Κηφισίας κάθετα, αφήνω δεξιά μου την Ισραηλινή πρεσβεία που μοιάζει σαν φρούριο, λίγο πιο πάνω στα αριστερά μου στο μαιευτήριο Λητώ η κεντρική σάλα είναι φωτισμένη κι έχει λίγο κόσμο – τα παιδιά που θέλουν να έλθουν στον κόσμο μας δεν έχουν ρολόι, δεν νοιάζονται για ωράρια – και συνεχίζω την πορεία μου στρίβοντας δεξιά στην διχάλα του δρόμου. Στα δεξιά μου σηκώνεται το ογκώδες κτίριο των Γενικών Αρχείων του Κράτους – έχω έρθει εδώ αρκετές φορές αναζητώντας ιστορικά στοιχεία και πράγματι έχω βρει – συναντώ την πλατεία με τις μεταλλικές ομπρέλες, σύνθεση που δεν καταλαβαίνω αλλά δεν στεναχωριέμαι που η γνώση μου για την τέχνη φτάνει μέχρι τον Χατζηπαναγή του Ηρακλή, αφήνω πάλι στα δεξιά μου ένα ωδείο που δούλευε η φίλη μου η Γωγώ και στο φανάρι στρίβω αριστερά για να καβαλήσω το βουνό και να βρεθώ στο σπίτι μου.
        Παρκάρω κι ανεβαίνω, βγάζω τα ρούχα μου και βάζω μια φόρμα κι ένα μπλουζάκι, πλένω καλά τα δόντια μου και το πρόσωπό μου, παίρνω ένα τσιγάρο και βγαίνω στην βεράντα. Η ώρα έχει περάσει τις 2, ανάβω το τσιγάρο μου και κάθομαι στην πολυθρόνα. Ψηλά στο κεφάλι μου, η Αφροδίτη λάμπει, είναι από τα λίγα πλάσματα του ουρανού που διακρίνονται καθαρά μέσα στην πόλη με τις αντανακλάσεις των φώτων της. Τραβάει αργά κατά τη δύση της, τούτη την ώρα λέγεται Αποσπερίτης, όταν ξημερώνει την φωνάζουν Αυγερινό οι λογοπλάστες του κόσμου. Κάπου άκουσα ότι από τον ιερό αυτόν πλανήτη μας έφεραν το στάρι, τις μέλισσες και τα μυρμήγκια, μην με ρωτήσετε ποιοι, δεν θα γίνω ρουφιάνος. Κάτω στον δρόμο όμως ακούω θορύβους, σηκώνομαι από την πολυθρόνα και κοιτάζω, έχει σταματήσει ένα μικρό αυτοκίνητο χρώματος λαχανί κι ένας τύπος περίπου 70 ετών έχει ανοίξει τον κάδο των σκουπιδιών και ψάχνει μέσα του. Παραμερίζει σακούλες, βρίσκει μια και την βγάζει έξω, την ανοίγει, βλέπει το περιεχόμενό της και την βάζει στο πορτ-παγκάζ του αυτοκινήτου του, πηγαίνει δίπλα στον άλλο κάδο, κάνει την ίδια δουλειά, ψάχνει, βρίσκει, βγάζει, βάζει στο αμάξι του. Φεύγει εποχούμενος, πιο κάτω, σε άλλους κάδους σταματά, κάνει τις ίδιες κινήσεις, φεύγει και στρίβει στο στενό αριστερά και τον χάνω από τα μάτια μου.
        Δεν μου κολλάει ύπνος. Βλέποντας τον ηλικιωμένο να ψάχνει στα σκουπίδια το μυαλό μου γύρισε ανάποδα. Ο κάθε άνθρωπος κουβαλά μέσα του και έξω του τα δικά του βάσανα, έχει τον δικό του ολομόναχο Γολγοθά, η ζωή δεν ξέρεις που μπορεί να σε πάει, την μια είσαι βασιλιάς και την άλλη είσαι ρακένδυτος, έχεις πλούτη και πετάς φαγητά και πάει αυτός που πεινά και τα μαζεύει τη νύχτα, κρυφά, μην τον δεις, είναι περήφανος, έχει αξιοπρέπεια, αλλά εσύ δεν μπορείς να καταλάβεις τα παιχνίδια του δικού του μυαλού. Και εύκολα αρχίζεις να κρίνεις, όχι μόνο αυτόν που είναι πάμπτωχος, αλλά τους πάντες, για τα πάντα. Ναι, εσύ είσαι ο σωστός, ο καλός, οι άλλοι πέφτουν σε λάθη, μικρά ή μεγάλα, και δεν μπορείς αν δεν πεις την γνώμη σου, δεν έχεις μάθει να μην κρίνεις τους ανθρώπους, εύκολα βγάζεις από μέσα σου κρυμμένους καλά διαφορετικούς εαυτούς σου.
        Μπήκα μέσα στο σπίτι αλλά η κούραση της μέρας μου έφυγε, δεν νυστάζω πια, δεν θέλω να κοιμηθώ. Παίρνω τα σκουπίδια, μια μικρή πλαστική σακούλα και κατεβαίνω στον δρόμο και τα ρίχνω στον κάδο. Ένα αυτοκίνητο με στράβωσε με τους προβολείς τους που τους αναβοσβήνει, ενοχλήθηκα από το φως που μ’ έκανε να μην βλέπω, όμως το όχημα σταμάτησε μπροστά μου, ανοίγει το παράθυρο του συνοδηγού κι ακούω από μέσα να βγαίνει η ερώτηση, αϋπνίες έχεις απόψε; Σκύβω και κοιτάζω, είναι ο στρατηγός, ο γείτονας. Μένει πίσω από το δικό μου σπίτι και μου λέει, κάθισε να παρκάρω κι έρχομαι να κάνουμε τσιγάρο! Ο στρατηγός, κατάγεται από την Εύβοια, παντρεύτηκε μια παιδική φίλη που το πατρικό της είναι δίπλα σχεδόν από το δικό μου. Έρχεται γρήγορα, μου δίνει ένα τσιγάρο, μου δίνει και φωτιά και τα καίμε ήσυχα. Τέτοια ώρα στα μπουζούκια ήσουν; Τον ρώτησα σκωπτικά, γνωρίζοντας ότι δεν έχει πάει ποτέ στη ζωή του – ναι, στα μπουζούκια ήμουν αλλά της Θεσσαλονίκης, από εκεί έρχομαι τώρα. Ο στρατηγός από τότε που έφυγε από το στράτευμα, ή μάλλον από τότε που παραιτήθηκε – και θα σου πω μετά γιατί και πως – απασχολείται σε εταιρεία του κουνιάδου του που έχει γραφεία και στην Θεσσαλονίκη, την διαδρομή μεταξύ των δύο πόλεων την κάνει συχνά-πυκνά για τις ανάγκες της δουλειάς. Και να τώρα, από το πουθενά να καπνίζουμε στις 4 το πρωί τα τσιγάρα μας και να τα λέμε. Καλός γείτονας, δηλαδή για να καταλάβεις, στην παλιά γειτονιά δεν υπήρχε γείτονας που να μην ήταν καλός, θα μου πεις άλλες εποχές, οι άνθρωποι βλεπόντουσαν περισσότερο, τους έτρωγε η ίδια φτώχεια, δεν είχαν να χωρίσουν τίποτε, ακόμα και τα σπίτια ανοιχτά έμεναν, τι να κλέψει κανείς από την ανέχεια; Αγαπητός και ο πεθερός του στρατηγού που είχε τρία παιδιά, δυό κορίτσια κι ένα αγόρι που σαν παιδιά κάναμε πολλές ζαβολιές. Πάντα αγαπημένοι, όλοι μας.
        Ο στρατηγός, τότε, την εποχή του επεισοδίου των Ιμίων, υπηρετούσε στο Πεντάγωνο, ήταν διευθυντής του κέντρου επιχειρήσεων του ΓΕΕΘΑ. Βρισκόταν δηλαδή στην καρδιά των γεγονότων και της μαύρης σελίδας της ελληνικής πολιτικής. Τον συνάντησα τυχαία μάλλον την μέρα που αφήσαμε τα Ίμια σαν γκρίζα ζώνη. Στο γαλακτοπωλείο της Βέϊκου, ερχόμενος εγώ από τη δουλειά μου σταμάτησα να πάρω ένα μπουκάλι γάλα και τον βλέπω καθισμένο έξω σ’ ένα τραπέζι να πίνει καφέ. Μου έκανε νόημα να καθίσω, μπήκα στο μαγαζί, πήρα το γάλα μου και βγήκα και κάθισα στο τραπέζι του. Έδειχνε χάλια, αξύριστος, νομίζω και άπλυτος, τα μαλλιά του έδειχναν λαδωμένα, μαύροι κύκλοι είχαν γεμίσει κάτω από τα μάτια του και γενικά δεν είχε την καλύτερη εικόνα, τον είχα συνηθίσει διαφορετικά, πάντα καθαρό, φρεσκοξυρισμένο, ντυμένο στην πένα, κεφάτο – τώρα έβλεπα έναν άλλο άνθρωπο. Χάλια είσαι το ξέρεις; Τι έχεις; Με κοίταξε με βουρκωμένα μάτια λέγοντάς μου, τώρα έρχομαι από το ΓΕΕΘΑ, κι έδωσα την παραίτησή μου. Παραιτήθηκα φίλε μου, και βούρκωσε πάλι. Έμεινα ασάλευτος και σιωπηλός να τον κοιτάζω. Δεν μπορούσα να καταλάβω. Γιατί παραιτήθηκες; Τον ρώτησα έπειτα από λίγη ώρα απόλυτης σιωπής. Τι γιατί, πουλήσαμε τα νησιά μας, άκουσε με καλά, το Ναυτικό μας, είχε κυκλώσει κάθε τούρκικο πλεούμενο που βρισκόταν στην περιοχή, ολόκληρο τον στόλο τους και σε δέκα λεπτά, ναι, σε δέκα λεπτά της ώρας, το Ναυτικό μας μπορούσε να έστελνε τον Τούρκικο στόλο 50 χρόνια πίσω! Αλλά δεν το έκανε. Παραιτήθηκα, δεν θέλω να συνεχίσω την καριέρα μου κάτω από συνθήκες προδοσίας. Ο στρατηγός, πήρε έναν βαθμό ακόμα με την αποστρατεία του, δεν επανήλθε στο στράτευμα σαν αρχηγός όταν οι πολιτικές άλλαξαν και όπως του πρότειναν, κι ενώ πολύ εύκολα θα μπορούσε να το έκανε, ιδιώτευσε και είναι μια χαρά σήμερα. Τότε όμως, στα Ίμια, ο Γιώργης ο Βουρμπιανίτης ο φίλος μου, με την επαγγελματική ιδιότητα του ναυπηγού, βρισκόταν στην Ιαπωνία για τις ανάγκες της δουλειάς του. Σαν επέστρεψε με πιάνει και μου λέει, τι κάναμε με τα Ίμια μου λες; Εμένα ρωτάς; τον Πάγκαλο και τον Σημίτη ρώτα που κυβερνάνε να σου πουν! Εμείς στην Ιαπωνία βλέπαμε στις ειδήσεις ότι ο ελληνικός στόλος είχε κυκλώσει τον τούρκικο και ήταν θέμα λεπτών να τον βυθίσει ολόκληρο! Τι να σου πω Γιώργη, αυτά μου έλεγε και ο στρατηγός που παραιτήθηκε. Αλλά κι ο Πάγκαλος, αυτός ο λαμπρός και ευφυής πολιτικός ανήρρρρ, τι δηλαδή, μας έλεγε ψέματα; Όχι, είναι αδύνατο Γιώργη.

Αφαιρέσεις ...

Αν ξεκινήσουμε από τα λεξικά, στρατός είναι το πολυπληθές άθροισμα ενόπλων και οργανωμένων ανδρών προς πολεμικούς σκοπούς, στρατιώτης δε είναι ο στρατευμένος πολίτης που υπηρετεί στον στρατό[1]. 

Η ανθρώπινη πορεία είναι αχρονολόγητη πάνω στη γη. Πηγαίνει τόσο μακριά που μας είναι αδύνατο να την κατανοήσουμε. Όμως η επιστήμη για να προχωρήσει έθεσε κανόνες, μοντέλα, μεθόδους, και βάσει αυτών συμπεραίνει, χρονολογεί – με την βοήθεια και της αρχαιολογικής σκαπάνης. Όλη αυτή η προσπάθεια μέχρι σήμερα μας έχει δώσει μία μικρή εικόνα και μέσω αυτής ξεκίνησαν και οι ιστορικοί την καταγραφή της ανθρώπινης δραστηριότητας.

        Σύμφωνα με την ιστορία, κάποια στιγμή ο άνθρωπος τροφοσυλλέκτης και κυνηγός βγήκε από την ασφάλεια που του παρείχε το σπήλαιο και έφτιαξε δειλά – δειλά την πρώτη οργανωμένη κοινότητά του. Η έκθεσή του στις καιρικές συνθήκες που δεν καταλάβαινε, ο αγώνας και ο κίνδυνος για την επιβίωση, η διαρκής πάλη με τους φυσικούς νόμους, του γέννησαν τον φόβο. Για να τον αντιμετωπίσει εφηύρε την θρησκεία μέσω της οποίας έδωσε ερμηνείες, έφτιαξε θεούς καλούς και κακούς, δημιούργησε με την φαντασία του δοξασίες. Πίστεψε στην ανώτερη δύναμη του κεραυνού, της βροχής, της παγωνιάς, της θαλασσοταραχής, του καυτού ήλιου, στο φούσκωμα του ποταμού, και άρχισε να δίνει ονόματα, ξεκίνησε να στήνει είδωλα, τοτέμ, ναούς, και έπεφτε σκυφτός σε όλα αυτά τα κατασκευάσματα που η ίδια η σκέψη του δημιούργησε και παρακαλούσε για τη ζωή του και τη ζωή της κοινότητάς του.

        Η κοινότητα πλήθυνε με την πάροδο του χρόνου, οι ανάγκες της σε τροφή μεγάλωναν, αλλά ήταν όμως ακόμα σε πρωτόγονη κατάσταση. Από το αδύναμο πλήθος της ξεχώρισε ο ένας, ο δυνατότερος – όπως στην αγέλη των λύκων ξεχωρίζει ο αρχηγός, όπως σε όλες τις ομάδες των ζώων η ανάγκη φέρνει το δυνατότερο ζώο να ηγείται των υπολοίπων. Ο αρχηγός της κοινότητας αντιμετωπίζοντας τους καθημερινούς κινδύνους για την ανάγκη επιβίωση της, αντιλήφθηκε ότι ο ζωτικός χώρος δεν επαρκούσε για την ανάπτυξη της και επεκτάθηκε. Ήλθε αντιμέτωπη η κοινότητα με άλλες κοινότητες που είχαν αποκτήσει την ίδια αντίληψη. Και συγκρούστηκαν, πάλεψαν, αλληλοσκοτώθηκαν, και η ομάδα που νίκησε προχώρησε, αντιμετώπισε καινούριες ομάδες, σκότωσε, αναπτύχθηκε περισσότερο. Αυτόματα η κοινότητα είχε φτιάξει τον στρατό της. Τα μέλη της έφεραν ρόπαλα, πέτρες, και οργανωμένα άρχισαν να πολεμούν για το συμφέρον της ομάδας τους, της φυλής τους.

        Η Αθηναϊκή Δημοκρατία κυριάρχησε στον χώρο της Μεσογείου με τα πλοία της και με τον άριστα εκπαιδευμένο οπλίτη της. Έσφαξε τους κατοίκους της Μιλήτου επειδή θέλησαν να σταθούν ουδέτεροι στους σκοπούς της, έκλεψε τον πλούτο των ελληνικών πόλεων – κρατών από την Δήλο και έφτιαξε τον Παρθενώνα, στέριωσε την Δημοκρατία της με την βία και το αίμα. Εκατοντάδες χιλιάδες νεκροί του αρχαίου κόσμου για την ανάπτυξη της πόλης – κράτους, της εξέλιξης της Κοινότητας.

        Ο Αριστοτέλης σαν δάσκαλος του Μεγάλου Αλεξάνδρου μετέδωσε στον νεαρό βασιλιά την φιλοσοφία του. Για να εκπολιτίσει αυτός τον μισό τότε γνωστό κόσμο τρύπησε με την σάρισα ολόκληρη την Ανατολή και την έπνιξε στο αίμα. Αλλά έχτισε καινούριες πόλεις να θυμίζουν το πέρασμά του, ένωσε με το σπαθί του παλιούς  πολιτισμούς, ο στρατός του μεγαλούργησε πλέοντας σε σκισμένες σάρκες και τσακισμένα κρανία, η αυτοκρατορία γεννήθηκε αλλά και γρήγορα έσπασε σε κομμάτια από τους επιγόνους του όταν αυτός σαν θεός που νόμιζε πως ήταν πέρασε σε άλλα πεδία! Πόσο διαφορετικός ίσως θα ήταν ο κόσμος αν ο μεγάλος Βασιλιάς δεν έκοβε τον Γόρδιο Δεσμό αλλά τον έλυνε. Με το σπαθί του έδωσε στην βία διαστάσεις επιδημίας, αν έλυνε τον κόμπο ίσως να πορευόταν διαφορετικά η ανθρωπότητα, ίσως η εξέλιξή της να επιταχυνόταν. Μπορούμε να πούμε εδώ ότι ο μεγάλος βασιλιάς ήταν εκείνος, που πρώτος έθεσε το ζήτημα της παγκοσμιοποίησης. Ήταν ας πούμε, πολύ μπροστά από την εποχή του.

        Και άλλοι μεγάλοι άνδρες στην συνέχεια γέμισαν ωκεανούς με αίμα στο όνομα της αυτοκρατορίας, της θρησκείας, της εξουσίας με δυό λόγια, στηριζόμενοι σε λεγεώνες, σε μισθοφόρους, σε πλήθη από άβουλα όντα – αλλά πρόταξαν την δόξα και την αγάπη για την πατρίδα ή το χρήμα, και πίσω από κάθε πατρίδα, πίσω από κάθε φυλή και έθνος βρισκόταν ένας στρατός αναλώσιμων ανθρώπων στην εκάστοτε υπηρεσία των ολίγων, των εκλεκτών.

        Μέγας έγινε και ο Θεοδόσιος, εκείνος ο σφαγέας του Μεσαίωνα που χρησιμοποίησε μισθοφορικό στρατό γιατί ο ντόπιος είχε αναλωθεί. Και Αλάριχοι πάντα θα υπάρχουν για να κάνουν την βρώμικη δουλειά. Όπως βρώμικη ήταν και η δουλειά της μόνης σοβαρής επανάστασης που φάνηκε στον ορίζοντα, της Γαλλικής. Πόσα εκατομμύρια κυβικά αίμα γέμισαν τον Σηκουάνα και άλλα μικρότερα ποτάμια, φυσικά στο όνομα του ανθρώπου και ποτέ μα ποτέ στο όνομα του χρήματος και της δύναμης της εξουσίας!.

        Κάπως έτσι πορεύθηκε η ανθρωπότητα και στον εικοστό αιώνα με το αίμα εκατομμυρίων ανθρώπων να κυλά στο όνομα της επανάστασης των Μπολσεβίκων, στο όνομα των εθνικοσοσιαλιστών του Χίτλερ που αιματοκύλησε πάλι τον κόσμο, και αν φτάσουμε και στα κατάδικά μας, στρατοί εθνικοί και λαϊκοί χώρισαν τους Έλληνες και τους έσφαξαν για χάρη των Εγγλέζων και των Σοβιετικών.

Ο Φρόϋντ στο βιβλίο του «Ψυχολογία των μαζών και ανάλυση του εγώ» τα λέει πολύ ωραία, ή τουλάχιστον έτσι πιστεύουν οι οπαδοί του, ας τον παρακολουθήσουμε: «Η μορφολογία των μαζών μας θυμίζει ότι μπορούμε να διακρίνουμε εξαιρετικά ποικίλες μορφές μαζών και αντιθετικών κατευθύνσεων ώς προς την διαμόρφωσή τους. Υπάρχουν μάζες πολύ ρευστές και μάζες εξαιρετικά σταθερές – μάζες ομοιογενείς, που συναπαρτίζονται από ομοειδή υποκείμενα, και μή ομοιογενείς, μάζες φυσικές και τεχνητές, που για να αποκτήσουν συνοχή χρειάζονται και έναν εξωτερικό εξαναγκασμό – μάζες πρωτόγονες και διαβαθμισμένες, μάζες εξαιρετικά οργανωμένες. Για λόγους, όμως, που δεν μπορούν ακόμη να γίνουν κατανοητοί θα θέλαμε να τονίσουμε ιδιαίτερα μια διαφορά που λίγο την έχουν προσέξει οι διάφοροι συγγραφείς. Εννοώ την διαφορά μεταξύ των μαζών που είναι ακυβέρνητες και αυτών που κατευθύνονται από ηγέτες. Και εύλογα, αντίθετα με την συνήθη πρακτική, θα πρέπει η έρευνά μας να επιλέξει ως σημείο εκκίνησης όχι μιά σχετική απλή διαμόρφωση μαζών αλλά, να ξεκινήσει με μια εξαιρετικά οργανωμένη, διαρκή και τεχνητή μάζα. Τα πλέον ενδιαφέροντα μορφώματα αυτού του είδους είναι η εκκλησία, η κοινωνία των πιστών και ο στρατός. Ο στρατός και η εκκλησία είναι τεχνητές μάζες, δηλαδή για να προληφθεί η διάλυση τους και να ελεγχθούν οι αλλαγές στην οργάνωσή τους χρησιμοποιείται κάποιος εξωτερικός εξαναγκασμός. Κατά κανόνα το άτομο δεν ερωτάται σχετικά, ή δεν είναι ελεύθερο να επιλέξει άν θα εισέλθει σε μιά τέτοια μάζα – η προσπάθεια εξόδου συνήθως διώκεται ή υπόκειται σε σοβαρές κυρώσεις ή σχετίζεται με αυστηρά καθορισμένες προϋποθέσεις. Δεν είναι του παρόντος να εξετάσουμε γιατί τέτοιες ενώσεις χρειάζονται τόσο εξαιρετικές διασφαλίσεις. Άν τραβά κάτι την προσοχή μας, είναι ότι σ’ αυτές τις εξαιρετικά οργανωμένες μάζες, που προστατεύονται με αυτόν τον τρόπο από την διάλυση, μπορούμε να αναγνωρίσουμε σαφέστατα ορισμένες σχέσεις που αλλού θα ήταν πολύ λιγότερο ευδιάκριτες.

Στην εκκλησία – και θα μας βόλευε να πάρουμε ως πρότυπο την Καθολική εκκλησία – ισχύει, όπως και στον στρατό, όσο και άν διαφέρουν κατά τα άλλα, ο ίδιος αντικατοπτρισμός (ψευδαίσθηση) ότι εκεί βρίσκεται ένας κυρίαρχος – στην Καθολική εκκλησία ο Χριστός, στον στρατό ο στρατηγός που αγαπά με την ίδια αγάπη[2] όλα τα άτομα της μάζας. Από την ψευδαίσθηση αυτή εξαρτώνται τα πάντα – άν καταρριφθεί, στον βαθμό που το επιτρέπει ο εξωτερικός εξαναγκασμός, καταρρέουν πάραυτα τα πάντα, τόσο η εκκλησία όσο και ο στρατός. Αυτή η ίση αγάπη έχει εκφραστεί ρητά από τον Χριστό: «εφόσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε». Για τα άτομα της ευσεβούς μάζας αυτός είναι σαν ένας αγαθός μεγάλος αδελφός, ένα πατρικό υποκατάστατο. Όλες οι απαιτήσεις από τα άτομα απορρέουν από τούτη την αγάπη του Χριστού. Ένα δημοκρατικό γνώρισμα διέπει την εκκλησία, εφόσον ενώπιον του Χριστού είναι όλοι ίσοι, όλοι έχουν το ίδιο μερτικό στην αγάπη του. Δεν είναι τυχαίο ότι γίνεται επίκληση στην ομοιότητα της χριστιανικής αδελφότητας με την οικογένεια και ότι οι πιστοί αποκαλούνται έν Χριστώ αδελφοί, δηλαδή αδελφοί δυνάμει της αγάπης που έχει γι’ αυτούς ο Χριστός. Είναι αναμφίβολο, ο δεσμός των ατόμων με τον Χριστό είναι και η αιτία τού μεταξύ τους δεσμού. Το ίδιο ισχύει για τον στρατό – ο στρατηγός είναι ο πατέρας, που αγαπά εξίσου όλους τους στρατιώτες του, και ώς έκ τούτου αυτοί είναι σύντροφοι μεταξύ τους. Ο στρατός διαφέρει δομικά από την εκκλησία ώς προς το γεγονός ότι αποτελείται από μιά διαβάθμιση τέτοιων μαζών. Κάθε λοχαγός είναι κατά κάποιο τρόπο ο στρατηγός και ο πατέρας του λόχου του, κάθε υπαξιωματικός της διμοιρίας του. Μιά παρόμοια ιεραρχία έχει, βέβαια, διαμορφωθεί και στην εκκλησία, εκεί όμως δεν παίζει τον ίδιο οικονομικό ρόλο, εφόσον θεωρείται ότι ο Χριστός γνωρίζει και νοιάζεται για τα άτομα περισσότερο απ’ όσο οι στρατηγοί των ανθρώπων.

Απέναντι σε τούτη την αντίληψη της λιβιδινικής[3] δομής ενός στρατού θα αντέτεινε εύλογα κανείς ότι γι’ αυτή δεν παίζουν κανένα ρόλο οι ιδέες της πατρίδας, του εθνικού μεγαλείου και άλλες, τόσο σημαντικές για την συνοχή του στρατού. Θα απαντούσαμε σε κάτι τέτοιο ώς εξής: πρόκειται για έναν διαφορετικό, όχι πλέον τόσο απλό, παράγοντα συνοχής των μαζών, και, όπως δείχνουν τα παραδείγματα μεγάλων στραταρχών, του Καίσαρα, του Βαλλενστάιν, του Ναπολέοντα, παρόμοιες ιδέες για την συγκρότηση ενός στρατού δεν είναι απαραίτητες. Αργότερα θα κάνουμε έν τάχει λόγο για την πιθανή υποκατάσταση του ηγέτη από μία κυρίαρχη ιδέα και τις μεταξύ τους σχέσεις. Άν αγνοούσαμε τούτο τον λιβιδινικό παράγοντα στον στρατό, ακόμη και όταν δεν είναι ο μόνος που δρά εκεί, μας φαίνεται ότι δεν θα είχαμε μόνο ένα θεωρητικό κενό αλλά και έναν πρακτικό κίνδυνο. Ο πρωσικός μιλιταρισμός[4], που ήταν τόσο αψυχολόγητος όσο και η γερμανική επιστήμη, θα πρέπει ίσως να το έμαθε αυτό κατά τον Μεγάλο Παγκόσμιο Πόλεμο[5]. Οι νευρώσεις πολέμου, που αποσάθρωσαν τον γερμανικό στρατό, χαρακτηρίστηκαν έν πολλοίς ώς διαμαρτυρία του ατόμου για τον ρόλο που του ανατέθηκε στον στρατό, και ακολουθώντας τις ανακοινώσεις του Ε. Ζίμμελ, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ένα από τα αίτια της ασθένειας, ήταν η άκαρδη αντιμετώπιση του κοινού ανθρώπου από τους ανωτέρους του. Άν εκτιμάτο καλύτερα αυτή η ανάγκη της λίμπιντο, δεν θα γίνονταν τόσο εύκολα πιστευτές οι εκπληκτικές υποσχέσεις των 14 σημείων του αμερικανού προέδρου και το θαυμαστό εργαλείο των γερμανών εμπνευστών του πολέμου δεν θα διαλυόταν μέσα στα χέρια τους.

Άς σημειώσουμε ότι στις δύο αυτές τεχνητές μάζες το κάθε άτομο είναι λιβιδινικά δεμένο, αφενός με τον ηγέτη (Χριστός, στρατηγός), αφετέρου με τα άλλα άτομα της μάζας. Θα πρέπει να ερευνήσουμε αργότερα ποιά είναι η σχέση των δύο αυτών δεσμών, άν είναι παρόμοιοι και ισότιμοι και πως θα μπορούσαν να περιγραφούν ψυχολογικά». 

Ας φύγουμε όμως από τον Φρόϋντ και τα ψυχωτικά του και ας πάμε πάλι στα δικά μας. Ένα τυπικό δείγμα του «παγκόσμιου» στρατού που υπηρετήσαμε είναι αυτό που συναντήσαμε στην θητεία μας στον Έβρο, στην Καβύλη, στην πρώτη γραμμή αλλά και στα μετόπισθεν, στην γραφειοκρατία των επιτελείων. Με διάθεση σκωπτική ας κάνουμε το ταξίδι αυτό πίσω στον χρόνο, για να γελάσουμε με την εθνική υποκρισία, το εθνικό καθήκον και με την σοβαροφάνεια του γαλονά που πιστεύει ότι φυλάει ιερά και όσια ενώ στην πραγματικότητα συντηρεί την δική του ύπαρξη και θέση στον τραχύ κόσμο. Να γελάσουμε όμως και με την παγκόσμια υποκρισία, με τους καλούς και τους κακούς, με «εμάς και τους άλλους», για τα ίδια ψευδή ιδανικά μιλάνε όλοι οι στρατοί του κόσμου, αλλά ο σκοπός όλων των στρατών του κόσμου, όποια σημαία και αν φέρουν, είναι μόνο ένας, η πλήρης υποταγή του ανθρώπου σε «ανώτερα ιδανικά», δηλαδή στο χρήμα.

        Πριν την αφαίρεση της μυθοπλασίας, ας δούμε αυτούς τους ανθρώπους που στελεχώνουν τον δικό μας στρατό -ας μην πάμε μακρύτερα σε άλλους στρατούς του κόσμου- ποιοί είναι, τι πρεσβεύουν, γιατί είναι στο στρατό, και όχι κάπου αλλού, σε μια άλλη εργασία για να βιοποριστούν.

        Μου έλεγε ένας πτέραρχος έ.α.. σε μιά κουβέντα μας περί στρατού και πως αυτός επέλεξε το επάγγελμα αυτό και έγινε πιλότος – και αφού τον είχα εκνευρίσει μπορώ να πω, στο τέλος μου είπε: «εγώ επέλεξα να πάω στην αεροπορία γιατί ήθελα να σπουδάσω αλλά καταγόμουν από φτωχή οικογένεια, οι πόροι της δεν έφταναν και για τις σπουδές μου μιάς και ήμασταν πολυπληθής φαμελιά. Υπήρχε φτώχεια στο χωριό, υπήρχε φτώχεια στην πόλη, ήθελα να ξεφύγω από αυτή την κατάσταση και η σχολή των Ικάρων ήταν για μένα λύση. Ήμουν καλός στα γράμματα και λίγος στα πλούτη, και ο στρατός σε σπούδαζε δωρεάν». Κατά την γνώμη μου, ο πτέραρχος έθεσε το ζήτημα έν μέρει στη σωστή διάστασή του, απομυθοποίησε την υποκρισία που έγινε σημαία μας, ότι δηλαδή, το έκανε για την πατρίδα. Διάλεξε ένα επάγγελμα, επικίνδυνο φυσικά, αλλά επάγγελμα για να βιοποριστεί. Το ότι κατάφερε και έγινε πιλότος ήταν, όχι μόνο θέμα γνώσεων αλλά και άλλων παραμέτρων όπως της καλής υγείας για παράδειγμα, των πολιτικών φρονημάτων κ.α. Θέλω εδώ να προσθέσω ότι ο πιλότος της πολεμικής αεροπορίας ρισκάρει κάθε μέρα τη ζωή του, εργάζεται με την αδρεναλίνη στα ύψη, δεν αμείβεται όπως πρέπει και το κυριώτερο, ένα πολύ μεγάλο ποσοστό από τους συναδέλφους του σκοτώνεται στη διάρκεια του εργασιακού του βίου.  Ίσως επειδή ο πιλότος βλέπει κάθε ημέρα τον κόσμο από ψηλά, να είναι και αυτός ένας από τους λόγους, που δεν έχει νοοτροπία καραβανά[6], αλλά έχει ανοιχτό μυαλό.

        Ο δάσκαλος, ο εργάτης, ο επιστήμονας, ο δικηγόρος, ο ταξιτζής, ο δημόσιος και ο ιδιωτικός υπάλληλος, ο αξιωματικός του ελληνικού στρατού, ο αγρότης, όλοι τους, ασκούν ένα επάγγελμα για να ζήσουν. Τίποτε λιγότερο, τίποτε περισσότερο. Και όπως σε όλα τα επαγγέλματα του κόσμου, υπάρχει ακόμα και στατιστικά ένα 10% που δεν κάνει καλά την δουλειά του, Αυτό όμως το 10% δεν χαρακτηρίζει το σύνολο των επαγγελματιών που στο σύνολό τους τιμούν την δουλειά τους, την αγαπούν, την σέβονται. Ρώτησα πριν από χρόνια έναν πολύ σκληρό αξιωματικό που συνάντησα στην θητεία μου -και γι’ αυτόν έτρεφε μίσος μεγάλο όλη η μονάδα-, αφού έτυχε να τον συναντήσω σαν συνταγματάρχη πια να γευματίζει με την παρέα του στην Καλαμπάκα: «γιατί ήσουν τόσο σκληρός αξιωματικός, γιατί πάτησες κυριολεκτικά πάνω στα σώματα των φαντάρων και τους έλιωσες στο καψόνι;».  Στάθηκε για λίγο σιωπηλός, το ερώτημά μου δεν είχε ίχνος κακίας αλλά πραγματικής απορίας, και μου είπε τάχα μου συγκινημένος: «έκανα λάθη τότε».  Τρείς λέξεις είπε, αλλά με κάλυψαν, τόσο, που κι’ εγώ «συγκινήθηκα» σαν κι’ αυτόν, και αφήσαμε τον στρατό στην ησυχία του και πιάσαμε τα μαχαιροπήρουνα να συνεχίσουμε τη βρώση των μοσχαρίσιων μπριζολών, χώρια, ο καθένας στην παρέα του.

        Η συνέχεια λοιπόν της αφαιρετικής μυθοπλασίας, αφορά το ελάχιστο ποσοστό του 10%, που ήσαν μόνιμοι αξιωματικοί αλλά και έφεδροι -στρατιώτες, υπαξιωματικοί, αξιωματικοί- που διαρκώς παράβαιναν το καθήκον τους. Ναι, το καθήκον της Πολιτείας δεν είναι να καψονάρει τους πολίτες της αλλά να τους διδάσκει και να τους παραδίδει πίσω αρτιμελείς και υγιείς όχι μόνο σωματικά αλλά και πνευματικά. Ή μήπως κάνω λάθος; Η αναφορά μου στις ιστορίες του στρατού που θα διαβάσεις παρακάτω -άν διαβάσεις τελικά- αφορούν και αυτό το 10% που δυστυχώς κι εγώ όπως και χιλιάδες άλλοι που υπηρετήσαμε, είχαμε την ατυχία να γνωρίσουμε από πρώτο χέρι. Ευτυχώς όμως, δεν έμειναν κατάλοιπα από την άσχημη εκείνη περίοδο των αντιεπαγγελματιών, γι’ αυτό και τώρα με σκωπτική κυρίως διάθεση αφαιρώ την δύναμη του μύθου περί στρατού, εκπαίδευσης, αγίων και οσίων της πατρίδας, και όσα ψευδή έν γένει διδαχτήκαμε στη ζωή μας, όχι για να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι, αλλά, για να γίνουμε κυρίως άβουλα υποταγμένα όντα μιας κοινωνίας που καμία απολύτως ιδεολογία δεν μπορεί να την διορθώσει αν εμείς οι ίδιο δεν το θελήσουμε. Ή μήπως κάνω πάλι λάθος; Εξάλλου, το έργο των ιδεολογιών είναι να υποβιβάζουν τις ιδέες και να κινούνται μέσα στην πλάνη, συνήθως μέσω της υποταγής. Μέσα και έξω απ’ όλα αυτά, το περπάτημα στις όχθες του Έβρου και στους κάμπους του, ήταν πραγματικά μια συγκλονιστική εμπειρία και μπορώ να πω αβίαστα ότι ήμουν τυχερός που την έζησα. Ο στρατός άθελά του, μου έδωσε την ικανότητα της διάκρισης που μέχρι τότε δεν είχα. Και δεν με έμαθε τίποτε άλλο. Ά... ναί, με έμαθε να κόβω επιτυχώς και αζιμούθιο! Αλλά αυτό το κάνουν και οι πρόσκοποι.

        Για να κλείσω το θέμα των αξιωματικών εδώ, ας ειπωθεί και το ότι δεν τους ξεχωρίζω σε καλούς ή κακούς, σε αυτούς που αγαπούν την πατρίδα πολύ ή λιγότερο, που σέβονται και τιμούν το εθνικό σύμβολο περισσότερο ή λιγότερο από σένα ή από μένα, όχι, τους ξεχωρίζω για έναν πολύ απλούστερο και πεζό λόγο, για σωστούς ή όχι επαγγελματίες. Ναι, ασκούν όπως όλοι μας ένα επάγγελμα, το επέλεξαν όπως όλοι μας για να πορευθούν στη ζωή, δεν διαφέρουν από τους υπόλοιπους επαγγελματίες υπαλλήλους, επιστήμονες, εργάτες, δικηγόρους, γιατρούς, εργάτες κτλ. Ο στρατιωτικός όμως, πάντοτε είχε μία ειδική μεταχείριση από την Πολιτεία συγκριτικά με τους υπόλοιπους πολίτες.  Και ίσως για τον λόγο αυτό, το 10% της τάξης του που φερόταν αντιεπαγγελματικά, στάθηκε μία από τις αφορμές του παρόντος πονήματος. Για να απομυθοποιήσει ή για να αφαιρέσει  αίγλη από ορισμένους που δεν την άξιζαν.

 

Συνεχίζεται …


[1]  Στα λήμματα «στρατός» και στρατιώτης» του Μεγάλου Λεξικού της Ελληνικής Γλώσσας, του Δ. Δημητράκου.

[2]    Εδώ λοιπόν ο Φρόϋντ, θυμίζει λίγο τον Φρόμ που μιλάει για την τέχνη της αγάπης και την σπάει σε κατηγορίες: μητρική, πατρική, αδελφική, ερωτική, φιλική κτλ. Καθώς φαίνεται, και οι δυό (δεν είναι δυστυχώς οι μόνοι), μη γνωρίζοντας τι εστί αγάπη, προσπαθούν να την εξηγήσουν και να την ορίσουν. Και οι δυό βαπτίζουν αγάπη το συναίσθημα – γιατί συναισθήματα είναι αυτά που αναφέρουν, και το χειρότερο όλων είναι ότι εκατομμύρια άνθρωποι στον κόσμο ακολουθούν σαν ευαγγέλια τα μοντέλα που έχουν χτίσει. Αγάπη, ούτε εγώ γνωρίζω τι είναι για έναν απλό λόγο, δεν είμαι εκεί. Η αγάπη είναι ή δεν είναι, υπάρχει ή δεν υπάρχει. Και δεν κατηγοριοποιείται.

[3]     Μπορούμε να πούμε, η ασυνείδητη ψυχική ενέργεια που τροφοδοτεί την ενόρμηση αυτή λέγεται Libido ή λιβιδινική ενέργεια. Όσο για την δομή (κτίσμα), μπορούμε να πούμε την δομή (θηλυκό) ώς την διάρθρωση ενός συνόλου καθώς και το σύνολο που χαρακτηρίζεται. Αν μιλήσουμε με πολιτικό- οικονομικούς όρους κατά τον Λακάν, η κριτική που ασκήθηκε σε δύο εφαρμογές του οικονομικού παραδείγματος, την πολιτική οικονομία (Μάρξ) και την λιβιδινική οικονομία (Φρόϋντ), σε ισάριθμα οικονομικά συστήματα τα οποία θεωρούνται συναφή, αποτελεί αναμφίβολα το ζωτικό νεύρο των δύο αυτών επιχειρήσεων αφομοίωσης και εξουδετέρωσης. Και καταλήγει ο Λακάν, στην μεγάλη φροϋδική ανακάλυψη του ασυνείδητου, η αποκάλυψη μιάς σεξουαλικότητας “εκτός οικονομίας” έχει ουσιώδη λόγο. Όσο για την ενόρμηση, αυτή είναι η ώθηση του οργανισμού για δράση. Η ενόρμηση λέει ο Ζίζεκ, ικανοποιείται όταν αποτυγχάνει να πετύχει τον σκοπό της, όταν επαναλαμβάνει αυτή την αποτυχία. Ο Λακάν πάλι, το προχωρά το θέμα μακρύτερα και λέει ότι η ενόρμηση είναι άμετρη, επαναληπτική και τελικά καταστροφική και γι’ αυτό το λόγο κάθε ενόρμηση είναι ενόρμηση θανάτου. Πιστεύετε στ’ αλήθεια ότι όλοι αυτοί οι αμπελοφιλόσοφοι φώτισαν τον κόσμο με τις «γνώσεις» τους;

[4]     Αυτός και άν ήταν ελιτίστικος. Αλλά περισσότερο ελιτίστικος έγινε αργότερα ο γερμανικός στρατός των SS, το όνειδος και η φρίκη της παγκόσμιας κοινότητας και ιστορίας.

[5]     Εννοεί προφανώς τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο.

[6]    Από την πάλαι ποτέ γνωστή καραβάνα, το μεταλλικό σκεύος του στρατιώτη. Μεταφορικά, μπορούμε να πούμε ότι σημαίνει τον άξεστο και αμόρφωτο αξιωματικό ή υπαξιωματικό, τον χαμηλόβαθμο, που είναι και μειωμένης νοητικής αντίληψης.

Ήταν υποκριτής ο Ένγκελς;

Ήταν υποκριτής ο Ένγκελς;   Εκμεταλλευόταν ο Ένγκελς τους εργαζομένους που είχε μέσω της υπεραξίας; Το ερώτημα αυτό τέθηκε αλλά δεν είμα...