Δευτέρα 15 Ιουνίου 2020

Οι εμφύλιο σπαραγμοί ...


Οἱ ἐµφύλιοι σπαραγµοί

Πῶς µοῦ πέρασε ἀπό τό µυαλό τώρα ἡ Ἀνταλκίδειος1 εἰρήνη, ξέρω, ἐσύ δέν τήν ἔζησες, ἤσουν ἀγέννητος τότε, ἐγώ ὅµως ἤµουν καί ἐκεῖ, παρών στά γεγονότα πού ἀφάνισαν τήν Ἑλλάδα καί ἔδωσαν βῆµα στούς κατακτητές πού καιροφυλακτοῦσαν νά τήν διαλύσουν, ἑνώνοντάς την! Βέβαια, ἡ Χρυσή Ἐποχή εἶχε ἀποσυρθεῖ πολλούς αἰῶνες πρίν ἡ Ἀθήνα καί ἡ Σπάρτη γίνουν ὁ τρόµος τῶν ἑλληνικῶν πόλεων–κρατῶν. Μέ τήν σειρά τους οἱ πόλεις–κράτη, ἔπαιρναν τό µέρος τῆς µιᾶς ἤ τῆς ἄλλης ὑπερδύναµης, ἄν δέν τό ἔκαναν, περνοῦσαν ἀπό τό σπαθί –ἔχουµε τό παράδειγµα τῆς Μιλήτου–, ἄν δέ κοιτάξω τά Αἰθερικά Ἀρχεῖα θά σοῦ ἀναφέρω πάρα πολλές ἀντίστοιχες περιπτώσεις, ἀλλά ἐκεῖνες οἱ σφαγές ἔχουν περάσει πιά στήν σφαίρα τῆς λησµονιᾶς, τί νά δῶ καί τί νά σοῦ πῶ. Ὅπως ἀντιλαµβάνεσαι, οἱ λόγοι πού αὐτές οἱ ὑπερδυνάµεις εἶχαν κάτω ἀπό τήν µπότα τους τίς πόλεις τοῦ Φωτός, ἦσαν καθαρά οἰκονοµικοί. Ὅπως γίνεται ὅµως πάντα, ἀπό τότε µέχρι καί τόν καιρό σου, τό στυγνό κέρδος ἦταν καλυµµένο µέ φράσεις πού συγκινοῦσαν τά πλήθη ὅπως: γιά τήν πατρίδα, ἤ γιά τά ἱερά καί ὅσια της φυλῆς, ἤ πάλι γιά τήν δόξα τῶν θεῶν, καί πάει λέγοντας. Ὁ κόσµος ἀπό τήν ἐποχή τῆς πτώσης καί ὕστερα, ἦταν σέ διαρκῆ σύγκρουση, βλέπεις, ἡ χωριστικότητα πάντα βόλευε καί βολεύει τούς ἐλάχιστους νά ἐπιβληθοῦν στά πλήθη, δέν χρησιµοποιῶ τήν λέξη «µάζες» γιατί σοῦ πέφτει βαριά.

Οἱ Ἀθηναῖοι χρησιµοποιοῦσαν πολύ στά κουτσοµπολιά τους τήν λέξη «Δηµοκρατία», τούς ἄρεσε νά παίζουν µέ τίς λέξεις καί νά φτιάχνουν συνεχῶς καινούργιες πού δέν σήµαιναν τίποτε ἀπολύτως. Ὁ κάθε ἕνας τους, ἑρµήνευε τόν ὅρο αὐτό ὅπως ἐξυπηρετοῦνταν καλύτερα τά συµφέροντά του, γι’ αὐτό καί στήν ἀγορά, στήν ἐκκλησία τοῦ Δήµου, στήν Πνύκα, στά θέατρα καί ἐν γένει στίς συναθροίσεις τους, ὅλοι εἶχαν νά ποῦν καί κάτι «σοβαρό», ὅλοι πρόσθεταν ἀσαφεῖς ὅρους καί ἡ διαµάχη τῶν ἀκροατῶν θέριευε, ἡ σύγκρουση τῶν ὑποτιθέµενων ἰδεῶν µεγάλωνε καί ἡ κάθε βρώµικη δουλειά ἀπό τήν πλευρά τῆς Πολιτείας γινόταν ὄµορφα καί µέ τήν βούληση τῆς πλειοψηφίας. Ξέρεις φυσικά ὅτι ὅταν λέω πλειοψηφία ἀναφέροµαι στούς ἐλεύθερους πολίτες τῆς Πολιτείας, δηλαδή σέ 20–30 χιλιάδες τό πολύ νοµαταίους, οἱ ὑπόλοιποι, οἱ ἑκατοντάδες χιλιάδες ἦσαν δοῦλοι, αὐτοί φυσικά δέν εἶχαν λόγο στά πράγµατα, ὑπῆρχαν µονάχα σάν ἐργαλεῖα ἤ πράγµατα καί δέν λογίζονταν σάν ἄνθρωποι. Ναί, ἦταν πολύ µπροστά ἐκείνη ἡ Δηµοκρατία, τόσο, πού στόν καιρό σου πού τόν βαπτίζεις δυτικό πολιτισµό καί ἀνατριχιάζεις ἀπό περηφάνια, καί βάλθηκες καί ἐσύ, καί ἀκολουθεῖς τό ἐξ οὐρανοῦ αὐτό πολίτευµα διότι µέσα ἀπό αὐτό ἔχεις «φωνή», λές τήν γνώµη σου ἤ τήν ἀντίρρησή σου καί νοµίζεις ἀφελῶς ὅτι ἀκούγονται, ὅµως οἱ παρακατιανοί, οἱ πολλοί πάλι δέν λογίζονται, ἀλλά τώρα σάν ἀνάπηροι πού ὑποτίθεται ὅτι εἶναι νοητικά, ψηφίζουν ἀντιπροσώπους γιά νά µιλήσουν ἐξ ὀνόµατος των.

Οἱ Σπαρτιάτες εἶχαν διαφορετική στάση ζωῆς. Δέν ἔκαναν δηµόσιες συναθροίσεις, ὅπως οἱ Ἀθηναῖοι, µέ τόν ὅρο «Δηµοκρατία» γελοῦσαν, αὐτοί βλέπεις εἶχαν πιό «ἐξελιγµένο πολιτικό σύστηµα», εἶχαν βασιλιά, δηλαδή ὄχι ἕναν ἀλλά δύο. Ναί, τούς ἄρεσαν οἱ ἐκκεντρικότητες ἀλλά εἶχαν µία βαθύτερη φιλοσοφική στάση ἀπό τούς Ἀθηναίους πού δέν τήν ἔδειχναν, ντρεπόντουσαν. Τά παιδιά τους τά ἔπαιρνε τό κράτος καί τά µεγάλωνε, τά διαµόρφωνε ἀπό µικρά σέ πολεµιστές, σέ µηχανές θανάτου. Τήν κλεψιά τήν εἶχαν ἀναγάγει σέ µεγάλη ἐπιστήµη γιά τούς νέους καί τήν θεωροῦσαν µέρος τῆς σκληρῆς ἐκπαίδευσής τους, ἤσουν καλός κλέφτης, εἶχες τήν προοπτική νά γίνεις σπουδαῖος πολεµιστής, δέν ἤσουν καλός κλέφτης; Γινόσουν δακτυλοδεικτούµενος. Φυσικά καί αὐτοί σάν ἐλεύθεροι πολίτες δέν ξεπερνοῦσαν τίς 20–30 χιλιάδες νοµαταίους καί ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι, οἱ µυριάδες ἦσαν δοῦλοι. Γιά νά διαφέρουν ἀπό τούς Ἀθηναίους, τούς δούλους τούς ἔλεγαν εἵλωτες, ἦσαν οἱ δικές τους µηχανές πού δούλευαν γιά τήν εὐµάρεια τους ἐφόσον αὐτοί ἀσχολοῦνταν µέ ὑψηλότερα ἰδανικά καί δέν καταδέχονταν νά πιάσουν στά χέρια τους ὑνί ἤ τσάπα γιά τήν καλλιέργεια τῶν κτηµάτων. Ἰδανικό γι’ αὐτούς ἦταν νά κόβουν κεφάλια, νά βγάζουν ἄντερα, νά σακατεύουν ὠµοπλάτες, νά µπήγουν τό σπαθί βαθιά στήν σάρκα τοῦ ἀντιπάλου τους. Ἦταν τιµή γι’ αὐτούς νά λαβώνονται στό στῆθος ἀλλά ὄχι στήν πλάτη. Καί φυσικά, ὅταν ἕνας νεκρός τους εἶχε θανάσιµη λαβωµατιά στό στέρνο, τόν ἔθαβαν µέ τιµές. Ἄν ἀφαιροῦσες τήν βία ἀπό τήν ζωή τους, δέν ὑπῆρχε κανένα νόηµα, κανένας σκοπός γιά νά ζήσουν. Ζωή γι’ αὐτούς σήµαινε δύναµη, αἷµα καί ἄντερα, καί περηφάνια.

Αὐτές οἱ δυό ἰσχυρές πόλεις πού φτιάχτηκαν µέ τόν ἱδρώτα τῶν δούλων τους, ἀπέδιδαν καρπούς, καί ἀπαλλαγµένες ἀπό τό βιοποριστικό πρόβληµα, ἔδωσαν τήν προσοχή τους στήν κατάχτηση καί στό πλιάτσικο. Κατακτοῦσαν στό ὄνοµά τους κάθε πόλη–κράτος τοῦ ἑλληνικοῦ χώρου καί τήν ἔκαναν «σύµµαχο», λεηλάτησαν τόν πλοῦτο τῆς ἑλληνικῆς ἐπικράτειας ἤ ἄρµεγαν ἀπό τόν χρυσό τοῦ Πέρση πού τόν µοίραζε δώθε–κείθε ἀναζητώντας καί αὐτός µέ τήν σειρά του διέξοδο στήν θάλασσα καί στά πλούτη της. Ἡ ἀπληστία καί ἡ φυλετική ἀντιπάθεια Δωριέων καί Ἰώνων δέν ἄργησε καί ἔφερε τήν ἐµφύλια διαµάχη πού αἱµατοκύλισε τήν Ἑλλάδα καί ἐσύ τήν γνωρίζεις σάν Πελοποννησια­κό πόλεµο καί διήρκεσε περίπου 27 χρόνια. Κέρδισε βέβαια ἡ Σπάρτη ἀπό τήν ἀθλιότητα τῶν δύο κοσµοκρατοριῶν, ἀλλά ἡ Ἀνταλκίδειος εἰρήνη ἔγινε πράγµατι ἡ ντροπή της. Ἀπό τότε καί ὕστερα ὁ ἀρχαῖος ἑλληνικός κόσµος πέρασε σέ ὁριστική ἐντροπία.

Οὐσιαστικά, ὁ µοναδικός ἐµφύλιος πού γνώρισε ἡ Ἑλλάδα ἦταν ὁ Πελοποννησιακός πόλεµος, ὅπου ἑλληνικά συµφέροντα µάχονταν µεταξύ τους γιά τήν πλήρη ἐπικράτηση στόν ἑλλαδικό χῶρο. Στόν Πελοποννησιακό πόλεµο ὁ Θουκυδίδης, παρουσιάζει τά γεγονότα µέ µία λογική ἀλληλουχία καί παραµερίζει ἐντελῶς τίς δοξασίες κατά τίς ὁποῖες οἱ ἄνθρωποι καί οἱ πράξεις τους κυβερνῶνται ἀπό σκοτεινές, ἀνεξέλεγκτες δυνάµεις – τήν Μοίρα ἤ τήν Εἱµαρµένη. Εἶναι ἡ πρώτη φορά πού στόν ἀρχαῖο κόσµο ἐξοστρακίζεται τό µυθῶδες καί τό ὑπερφυσικό καί ἀνεξήγητο, πρώτη φορά πού ἀποµακρύνεσαι ὁριστικά ἀπό τούς θεούς τοῦ Ὁµήρου. Πρῶτος ὁ Θουκυδίδης συνειδητοποιεῖ πόσο δύσκολο εἶναι νά ἐξακριβώσει κανείς τήν ἀλήθεια, ὄχι µόνο γιά τά παρελθόντα, ἀλλά καί γιά τά σύγχρονα γεγονότα τά ὁποῖα, καί οἱ αὐτόπτες ἀκόµη µάρτυρες, βλέπουν ὁ καθένας διαφορετικά, ἀνάλογα µέ τήν τοποθέτησή του.

Ἡ κύρια ἀρχή τοῦ Θουκυδίδη ἦταν ἡ αὐστηρή ἀντικειµενικότητά του. Ἀθηναῖος ὁ ἴδιος θαυµάζει τήν πατρίδα του, ἀγαπάει τήν πολιτεία του, ἀλλά ἔχει µία βαθύτατη ἀκεραιότητα πού τόν συγκρατεῖ ἀπό τοῦ νά ψιµυθιώσει τήν ἀλήθεια, ὅσο ἀπογοητευτική ἤ καταθλιπτική κι’ ἄν ἦταν:

Α΄– Ἀλήθεια γιά τίς πραγµατικές αἰτίες τοῦ πολέµου πού δέν ἔχει κανένα ἰδεολογικό περιεχόµενο. Ἡ δηµοκρατική καί φιλελεύθερη Ἀθήνα ὑποδουλώνει σιγά–σιγά τήν Ἑλλάδα, ἐπειδή, σάν θαλασσοκράτειρα, εἶναι ἀναγκασµένη νά ἔχει κάτω ἀπό τόν ἔλεγχο της νησιά, ἰσθµούς, πορθµούς, παραθαλάσσιες στρατηγικές τοποθεσίες. Ἡ ἐπέκταση αὐτή τῆς ἀθηναϊκῆς ἡγεµονίας προκαλεῖ τήν ἀνησυχία τῆς Σπάρτης, ἡ ὁποία, ὀλιγαρχική, ὀπισθοδροµική, συντηρητική, θά ὑποδυθεῖ τόν ρόλο τοῦ «ἀπελευθερωτῆ» τῶν Ἑλλήνων, ἐνῶ ἕνας εἶναι ὁ πραγµατικός σκοπός της, νά νικήσει τήν Ἀθήνα καί νά µείνει µόνος παντοδύναµος διαιτητής τῶν ἑλληνικῶν πραγµάτων.

Β΄– Ἀλήθεια γιά τήν διαγωγή – καί τήν ἐξέλιξη της ὅσο προχωρεῖ ὁ πόλεµος – τῶν δύο ἀντιπάλων πού, γιά νά συγκρατήσουν τούς συµµάχους τους, τούς τροµοκρατοῦν καί, γιά νά νικήσουν στήν πάλη ζωῆς ἤ θανάτου, µεταχειρίζονται τά πιό ἀπάνθρωπα µέσα.

Γ΄– Ἀλήθεια γιά τό ἠθικό κλίµα πού δηµιουργεῖ ἡ βία τοῦ πολέµου εἴτε στήν ὀλιγαρχία εἴτε στήν δηµοκρατία καί διαπίστωση τοῦ σφαλεροῦ τῶν ἀνθρωπίνων προβλέψεων.

Ἡ δουλειά τῆς ἰδεολογίας εἶναι νά χωρίζει τούς ἀνθρώπους. Ἡ πίστη, θρησκευτική ἤ πολιτική, στρέφει τόν ἄνθρωπο ἐναντίον τοῦ ἀνθρώπου, οἱ ἀποκαλούµενες θρησκεῖες ἔχουν διαιρέσει τούς ἀνθρώπους καί ἐξακολουθοῦν νά τούς διαιροῦν. Ἡ ὀργανωµένη πίστη πού ἀποκαλεῖται θρησκεία, εἶναι ὅµοια µέ κάθε ἄλλη ἰδεολογία, ἕνα δηµιούργηµα τοῦ µυαλοῦ καί ἑποµένως διαιρεῖ. Τό ἴδιο κάνει καί ἡ ἰδεολογία, σχηµατίζεται ἕνας πυρήνας, µία ὁµάδα ἀνθρώπων γύρω ἀπό µία ἰδέα καί θέλει νά συµπεριλάβει τόν καθένα στήν ὁµάδα της ἀκριβῶς ὅπως κάνει καί ὁ πιστός. Ὁ καθένας µέ τόν δικό του τρόπο θέλει νά σώσει τόν κόσµο. Καί οἱ µέν καί οἱ δέ δολοφονοῦν καί ἐκκαθαρίζουν ὁ ἕνας τόν ἄλλον στό ὄνοµα τῆς πίστης τους. Ἡ µία ἰδεολογία ἐπιδιώκει νά ἀντικαταστήσει τήν ἄλλη µέ τό στέρεο γεγονός ὅτι µία ὁµάδα ἤ ἕνα ἄτοµο µεταχειρίζεται κάποια ἄλλη ὁµάδα ἤ ἄτοµο σάν κάτι τό κατώτερο. Στήν πραγµατικότητα ὑπάρχει ἀνισότητα σέ ὅλα τά πεδία τῆς ὕπαρξης. Ἕνας ἔχει ἱκανότητες καί ἕνας ἄλλος δέν ἔχει, κάποιος ὁδηγεῖ κι’ ἕνας ἄλλος τόν ἀκολουθεῖ, κάποιος ζωγραφίζει ἤ γράφει καί κάποιος ἄλλος σκάβει, ὁ ἕνας εἶναι ἐπιστήµονας κι’ ὁ ἄλλος ὁδοκαθαριστής. Αὐτήν τήν ἀνισότητα καµιά θρησκεία καί καµιά ἰδεολογία δέν πρόκειται νά τήν ἐξαλείψει. Ἡ µία ὁµάδα παλεύει ἐναντίον τῆς ἄλλης γιά νά ἐπικρατήσει καί νά δυναµώσει τόν ἑαυτό της µέ προνόµια καί γίνεται ἡ ἀνώτερη τάξη. Οἱ ὁµάδες αὐτές χρησιµοποιοῦν τόν ἄνθρωπο σάν ἕνα µέσον γιά κάποιο σκοπό, ὁ σκοπός ἔχει σηµασία καί ὄχι ὁ ἄνθρωπος. Ἡ χρησιµοποίηση τοῦ ἀνθρώπου γιά ἕνα σκοπό τρέφει ἀναγκαστικά τήν αἴσθηση τοῦ ἀνώτερου καί τοῦ κατώτερου, ἐκείνου πού εἶναι κοντά κι’ ἐκείνου πού εἶναι µακριά, ἐκείνου πού ξέρει κι’ ἐκείνου πού δέν ξέρει. Αὐτός ὁ διαχωρισµός, αὐτή ἡ ψυχολογική ἀνισότητα εἶναι ὁ παράγοντας τῆς ἀποσύνθεσης στήν κοινωνία. Ἡ κοινωνία χρησιµοποιεῖ τό ἄτοµο ἀκριβῶς ὅπως καί τά ἄτοµα χρησιµοποιοῦν ὁ ἕνας τόν ἄλλον µέ σκοπό νά ὠφεληθοῦν κατά διαφόρους τρόπους. Αὐτή ἡ πρακτική εἶναι ἡ βασική αἰτία τῆς ψυχολογικῆς διαίρεσης τοῦ ἀνθρώπου ἐναντίον ἀνθρώπου.

Ἔχοντας ὑπόψη σου τόν Πελοποννησιακό πόλεµο ἤ τόν ἐµφύλιο σπαραγµό τοῦ καιροῦ σου, µπορεῖς νά διακρίνεις ἐάν θέλεις, τήν θέση τοῦ ἀδύναµου πολίτη, τοῦ καλλιεργητῆ καί τοῦ ποιµένα – ἐκείνου πού βρέθηκε ἀνάµεσα στήν ἀστείρευτη ἀπληστία γιά δύναµη καί πού ἐκφράστηκε αὐτή µέσα ἀπό ἰδεολογήµατα καί ἐθνικιστικό παραλήρηµα. Ὁ Θουκυδίδης ἀνήκει ὁλόψυχα σέ ἕνα ἀπό τούς δυό κόσµους, εἶναι περήφανος γιά τήν καταγωγή του, ἀλλά συνειδητοποιεῖ ὅτι ὁ ἀγώνας εἶναι ἀδελφοκτόνος, ὅτι Ἕλληνες θά καταστρέψουν Ἕλληνες, καί πολλές φορές ἀπό ἱστορικός γίνεται τραγωδός, δείχνοντας ὅλες τίς ἀντιθέσεις πού χωρίζουν ὀλιγαρχικούς καί δηµοκρατικούς.

Στόν καιρό σου, µία διαφορετική ἐµφυλιοπολεµική διαµάχη σηµάδεψε τήν ἄβυσσο τῆς ψυχῆς σου καί συνεχίζεις ἀκόµα καί τώρα, µετά τό πέρας της καί καλλιεργεῖς τήν σύγκρουση πού µπολιάστηκε µέσα σου καί ἔγινε βραχνάς χρόνιος. Σέ αὐτήν τήν διαµάχη, δέν πολέµησες ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ σου µόνο ἐπειδή φώλιαζε στά σωθικά σου µίσος γι’ αὐτόν, πολέµησες γιά νά ἰσιώσεις τήν κοινωνία ἐπειδή πίστευες σέ ἀνώτερα ἰδανικά τάχα µου, στό ὄνοµα τῆς ἐθνικοφροσύνης ἤ τῆς λαοκρατίας! Πόση ἀφέλεια, ἤ µήπως πόση πονηριά. Στήν διαµάχη αὐτή πού στήν ἐπέβαλαν βαρβαρικές δυνάµεις ἐσύ κυλίστηκες στίς θάλασσες τοῦ αἵµατος σάν πιόνι πού ἔγινες καί σέ πήγαιναν ὅπου ἤθελαν οἱ παῖκτες τοῦ παιχνιδιοῦ. Σάν µέρος τῆς µάζας τῆς µίας ἤ τῆς ἄλλης πλευρᾶς πού ἤσουν, σκότωνες τόν ἀδελφό σου µέ χαρά, εἶχες βλέπεις πολλά ζωώδη ἔνστικτα µέσα σου καί ἔπρεπε νά ξαλαφρώσεις. Στήν Ἡραιάτιδα Χώρα, οἱ χαράδρες καί τά βουνά ἔκρυψαν πολλούς ἀδελφούς σου, νεκρούς ἀπό τό δικό σου χέρι, τό ἴδιο χέρι πού ἔκανε τό σηµεῖο τοῦ σταυροῦ ἤ σήκωνε τό λάβαρο τῆς ἐπανάστασης. Ἤµουν καί στόν καιρό σου παρών, καί εἶδα κοράκια καί σκυλιά νά τρῶνε σαπισµένες σάρκες ἀνθρώπινων πτωµάτων, εἶδα νά σκοτώνουν στίς χαράδρες «ἀντιπάλους», ὁµαδικούς τάφους στά γειτονικά σου µέρη εἶδα, πτώµατα νά χάσκουν στίς πλαγιές τῆς Παπαρουνίτσας. Ἡ τροµοκρατία κυριάρχησε, ἕνας ἔκανε πολύ ντόρο σκοτώνοντας, ἔχοντας στό ἕνα χέρι τό σπαθί καί στό ἄλλο µία βίτσα, ἕνας ἄλλος ἔµπαινε µέ βία σέ σπίτια καί ἔκλεβε ἁρµατωµένος, ὅπως ὁ στρατιώτης τοῦ Κοσµᾶ, παντοῦ φόβος στό ὄνοµα τοῦ ἐθνικόφρονα ἤ τοῦ λαοκράτη.

Ἡ Ἡραιάτιδα Χώρα ἀπό τόν Πελοποννησιακό πόλεµο πέρασε ἀλώβητη, δέν ἔχυσε οὔτε δράµι αἵµατος γιά τήν ψυχασθένεια Ἀθηναίων καί Σπαρτιατῶν, στόν ἐµφύλιο τοῦ καιροῦ σου ὅµως, µέ ἀδυνατισµένες τίς πνευµατικές της δυνάµεις, ἀφέθηκε νά ἀποφασίσουν τρίτοι γιά τήν τύχη τῶν ἀνθρώπων της. Ἐσύ, δέν εἶχες τό σθένος νά ἀντιταχθεῖς στήν βούληση τῶν ἄλλων, ἤσουν ἕνα ἁπλό ἀπολίθωµα τῆς παλιᾶς καί ἰσχυρῆς Ἡραίας. Ἔγινες θύµα καί θύτης.


1[1]. Ἀνταλκίδειος Εἰρήνη, ἡ εἰρήνη πού ἔκλεισε τό 387 πχ. στά Σοῦσα ὁ Ἀνταλκίδας µέ τόν Πέρση βασιλιά Ἀρταξέρξη. Σύµφωνα µέ αὐτήν, ἀναγνωριζόταν ἡ περσική κυριαρχία στίς ἑλληνικές πόλεις τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καί στήν Κύπρο, ἐνῶ οἱ πόλεις τῆς κυρίως Ἑλλάδας κηρύσσονταν αὐτόνοµες, χωρίς δικαίωµα νά ἑνώνονται σέ συµµαχία. Ἀπό τήν εἰρήνη αὐτή πού ὁ Πλάτων εἶχε χαρακτηρίσει «ἐπαίσχυντο ἔργο», ὠφελήθηκαν βασικά οἱ Πέρσες, ἐνῶ οἱ Σπαρτιάτες εἶχαν τήν προσωρινή ἱκανοποίηση ὅτι θά ἐµποδιζόταν πιά κάθε προσπάθεια νά συµµαχήσουν ἐναντίον τους ἑλληνικές δυνάµεις. Ἔκτοτε, ἡ ἔκφραση ἀπέκτησε παροιµιακό νόηµα καί χρησιµοποιήθηκε συχνά γιά νά χαρακτηρίσει κάθε ὕποπτη διπλωµατική συνεννόηση. Ὁ Ἀνταλκίδας, Σπαρτιάτης πολιτικός, αὐτοκτόνησε τό 367 πχ. ὅταν δέν κατόρθωσε γιά δεύτερη φορά νά ἐξασφαλίσει τήν εὐµενῆ συµπεριφορά τῶν Περσῶν.

==============

Απόσπασμα από το υπό έκδοση βιβλίο (θα εκδοθεί τον Σεπτέμβριο του 2020) :
«Ὁ Φύλακας τῆς Ἀρχαίας Ἡραίας  & οἱ Ἀπόκρυφες Πόλεις της»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ήταν ο Καστοριάδης αντικομμουνιστής;

Ήταν ο Καστοριάδης αντικομμουνιστής;   Όλα τα πρωινά είναι πανέμορφα πέρα από τις εκάστοτε κλιματολογικές συνθήκες. Μάλιστα, στην Ανατολ...