Πέμπτη 28 Μαΐου 2020

Λάβαρα ...

Ο ερχομός της μεταπολίτευσης τον Ιούλιο του 1974, με βρήκε πιτσιρικά 16αρη που δούλευα για να βγάλω το χαρτζιλίκι μου στο αεροδρόμιο του Ελληνικού. Δούλευα στο πάρκινγκ, έλεγχα δηλαδή αν τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα είχαν πληρώσει στα παρκόμετρα που ήσαν προγραμματισμένα με την ώρα.  Όσα αυτοκίνητα είχαν παρκάρει και δεν είχαν βάλει χρήματα στον κερματοδέκτη, ή, είχαν βάλει αλλά είχαν ξεπεράσει την χρονική διάρκεια, έβγαζα το μπλοκάκι -όπως οι τροχαίοι καλή ώρα- κι άφηνα στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου την κλήση με το ποσό που έπρεπε να πληρωθεί. Ο οδηγός του αυτοκινήτου, σαν έβλεπε την κλήση όταν πήγαινε σ’ αυτό, περνούσε από το γραφείο ελέγχου του πάρκινγκ, πλήρωνε και πήγαινε στη δουλειά του. Αυτή ήταν μία πολύ καλή δουλειά, αποδοτική για το αφεντικό της, αλλά κι εμείς κερδίζαμε καλά χρήματα.

Σε κάθε βάρδια -γιατί η επιχείρηση λειτουργούσε σε 24ωρη βάση- κάποιος υπεύθυνος περνούσε από κάθε παρκόμετρο, το ξεκλείδωνε και το άδειαζε από τα πολλά κέρματα. Άπειρο χρήμα έρεε και η επιχείρηση ήταν ικανοποιημένη. Καθαρή δουλειά για τον πλειοδότη που κατάφερνε καί κέρδιζε την δημοπρασία. Τότε, κυκλοφορούσε πολύς κόσμος μέσα κι έξω από το αεροδρόμιο, ειδικά έξω από αυτό υπήρχαν εστιατόρια, καφέ, δύο περίπτερα αν θυμάμαι καλά έκ των οποίων το ένα στεγασμένο στο κτίριο που βρισκόταν το ταχυδρομείο και η αστυνομία. Χρυσές δουλειές γιά όλους.

Η Ολυμπιακή ήταν στα πολύ επάνω της, οι πέντε κύκλοι της δέσποζαν και προκαλούσαν ρίγη συγκίνησης σε όποιον έβλεπε τ’ αεροπλάνα της ν’ απογειώνονται ή να προσγειώνονται. Ο «εθνικός αερομεταφορέας» ήταν στις καρδιές όλων, ειδικότερα δε σε όσους εργάζονταν σε αυτόν και απολάμβαναν πληθώρα προνομίων. Τα προνόμια ξεκινούσαν από το δωρεάν σχεδόν φαγητό (ελάχιστη χρέωση), δωρεάν μετακινήσεις από και προς το αεροδρόμιο, δωρεάν ταξίδια, επίδομα στολών, και φυσικά ζηλευτοί μισθοί –και όλα αυτά και πόσα που δεν ξέρω- σε ένα κοσμοπολίτικο περιβάλλον. Μπορεί η Ολυμπιακή να ήταν πάντα ζημιογόνος επιχείρηση για το δημόσιο, αλλά το πρεστίζ πληρώνεται ακριβά. Γιατί και επί Ωνάση, οικονομικά μέσα ήταν αλλά και η χούντα πλάτη έβαζε όπως και οι μετέπειτα εθνικές κυβερνήσεις που στο όνομα της κέρδισαν χιλιάδες ψηφοφόρους.

Εκείνο τον Ιούλιο του 1974 πολλά θαυμαστά πράγματα έγιναν στο αεροδρόμιο.  Μόλις είχε πέσει η χούντα και υπήρχε στην ατμόσφαιρα μία ευφορία, η αλλαγή που ερχόταν έκανε τους χουντικούς να αναζητήσουν πολιτική στέγη στο νέο πολιτικό τοπίο που άρχισε να δημιουργείται. Και κάπως έτσι άρχισε η Ελλάδα την καινούρια πορεία της, την μεταπολιτευτική όπως χαριτωμένα λέγεται και συγκινείσαι.

Χιλιάδες κόσμου είχαν κατακλύσει το αεροδρόμιο όταν εμφανίστηκε στην πόρτα του αεροπλάνου ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Τόσα χρόνια στην εξορία, ο νόστος της πατρίδας είχε γίνει σαράκι που του έτρωγε τα σωθικά, αλλά σαν πάτησε πάλι στα ιερά χώματα, βρήκε αμέσως το χρώμα του και το πεδίο ήταν ελεύθερο για να χαράξει την νέα πορεία του έθνους που σήμερα βλέπουμε ξεκάθαρα τα αποτελέσματά της. Χιλιάδες κόσμου υποδέχτηκαν επίσης τον Ανδρέα Παπανδρέου, εκείνον τον σούπερ οικονομολόγο που τίναξε στον αέρα την οικονομία και έδωσε επιστημονική χροιά στην κλοπή. Δάκρυσε όμως ο κόσμος και με την έλευση του Χαρίλαου Φλωράκη και τα σφυροδρέπανα σκέπασαν από την χαρά τους την Αττική γη. Ήμουν «τυχερός» διότι πάλι σε βάρδια μου, κατέβηκε από το αεροπλάνο και ο Λεωνίδας Κύρκος, αυτός ο απίθανος τύπος που καθιέρωσε τον ξύλινο λόγο, χαμένος στις αναλύσεις του. Μου έλεγε αργότερα ένας οπαδός της χήρας (Μαοϊκός) ότι η αριστερά όλη είναι χαμένη στις αναλύσεις της. Το γράφω και συγκινούμαι, όταν χρόνια αργότερα πάτησε το ελληνικό χώμα και ο άνακτας, είδα μία φωτογραφία του που ήταν γονατιστός κάτω από το αεροπλάνο και φιλούσε το τσιμέντο του αεροδρομίου. Για χώμα έψαχνε αλλά φίλησε μπετόν που μύριζε κηροζίνη και κουτσουλιές περιστεριών. Τι αντοχές κι αυτός ο άνθρωπος!

Πλάκα δεν έχουν όλα αυτά; Μήπως σου κακοφαίνονται φίλε που τα γράφω; Κι εσύ δεν ήσουν ένας από αυτούς που σήκωσες την κομματική όποια σημαία; Για την Δημοκρατία, την Ελευθερία, την Παιδεία και πόσα ακόμα που παπαγάλιζες δίχως να τα κατανοείς; Εσύ δεν ήσουν φίλε που από χουντικός έγινες σε μία νύχτα αντιστασιακός; Εσύ, που από τσιράκι της χούντας έγινες πρασινοφρουρός;

Εκείνο το καλοκαίρι που δούλεψα στο αεροδρόμιο, ήταν πλούσιο σε εμπειρίες. Για πρώτη φορά αντίκρυσα τον Έλληνα μαζάνθρωπο σε τέτοια έκταση -τον είχα πρώτο-συναντήσει στην εξέγερση του Πολυτεχνείου αλλά από τα όρια της λεωφόρου Αλεξάνδρας την προηγούμενη χρονιά- και για πρώτη φορά άρχισε να με απασχολεί η  αγελαία συμπεριφορά του. Ποιά ανάγκη έκανε τόσες χιλιάδες κόσμου να πάνε στο αεροδρόμιο και να αποθεώσουν μετριότητες που εισέρρεαν από το εξωτερικό; Από την  «βάρβαρη εξορία;». Οι μάζες, αδύναμες όντως πνευματικά, αναζητούν αρχηγούς για να τις καθοδηγήσουν, ανίκανες να πορευθούν στη ζωή με τις δικές τους δυνάμεις, γίνονται μέλη κομμάτων για να αποκτήσουν μία ταυτότητα, γιατί φοβούνται να μείνουν έξω από την ομάδα, για να έχουν πρόσβαση στην εξουσία. Και εξουσία απόκτησαν όλα τα κόμματα ανεξάρτητα από το τι ποσοστά λάμβαναν στις εκλογικές αναμετρήσεις. Και αναλογικά με τα ποσοστά του κάθε κόμμα, εκπροσωπήθηκε ανάλογα στον δημόσιο βίο με τους δικούς του ανθρώπους. Μια Ελλάδα, μια ατελείωτη διαίρεση, παντού οι καλοί και οι κακοί, συνέχιζαν τον εμφύλιο από διαφορετικές ατραπούς. Στην χούντα εμφανίστηκε ο υπερπατριώτης, αυτός ο «ηθικός» από πάσης απόψεως Έλληνας, στην μεταπολιτευτική πατρίδα εμφανίστηκε ο κομματόφρων, το πιστό σκυλί της εξουσίας και του συστήματος, ο νέο-ιδεολόγος με τους αγώνες του και την δική του σημαία. Παντού σημαίες, όλων των αποχρώσεων της ίριδας, παντού λάβαρα περήφανα, και πίσω τους μυριάδες πρόβατα με ψήφους. Ένας τεράστιος κουβάς με περιττώματα απέκτησε αίγλη.

Ανάγνωση στη φύση ...


Κάθισα στο κιόσκι που συνηθίζω, είναι περιτριγυρισμένο από πεύκα κι έχει έναν κυκλικό πάγκο για τραπέζι, ξύλινο φυσικά, και τα ενοποιημένα παγκάκια σε σχήμα ρόμβου ακολουθούν την κυκλική πορεία του τραπεζιού. Εδώ, στο σημείο αυτό, υπάρχει δροσιά ακόμα και στους μεγάλους καύσωνες. Φόρεσα ένα αθλητικό πανωφόρι για να μην πλευριτώσω, ξεκουράστηκα αρκετά δίχως να σκέφτομαι τίποτα. Από το μικρό σακίδιο που χρησιμοποιώ και στην θάλασσα και είναι παντός καιρού, έβγαλα ένα μικρό θερμός με λίγο γαλλικό καφέ, το άνοιξα και γέμισα την μεταλλική κούπα που χρησιμεύει κι ώς καπάκι. Έβαλα τον καφέ στο στόμα μου και μύρισε ωραία, ήπια λίγο και την άφησα στο τραπέζι. Έβγαλα το βιβλίο που έφερα και το άνοιξα στη σελίδα που είχα μείνει στην προηγούμενη ανάγνωση. Εδώ είμαστε, στρώθηκα στη μελέτη! Όχι, δεν έφερα μαζί μου τον «Πάνα» που διάβαζα νωρίτερα στο σπίτι, εξάλλου αυτό το βιβλίο έχει τόσο εύθραυστες σελίδες από την πολυκαιρία που το προσέχω πολύ -  τράβηξα από το ράφι μιας βιβλιοθήκης την Μνημοσύνη[1] και διαβάζω το εισαγωγικό σημείωμα για μία έκθεση του Felix Beaujour, που συνέταξε για το Γαλλικό κράτος, και στην οποία αναφέρεται λεπτομερώς στην Αττική του 1817. Όμως ας διαβάσω δυνατά για ν’ ακούς κι εσύ:

        ----------- «Ως γνωστόν, οι περισσότεροι των δια ποικίλους λόγους κατερχομένων είς την Ελλάδα περιηγητών κατά την Τουρκοκρατίαν διήλθον εξ Αθηνών. Διανοούμενοι, καλλιτέχναι και αρχαιολόγοι κυρίως, αρχαιόφιλοι άπαντες, διέλαβον εις τα εκτενή οδοιπορικά των παραλλήλως προς τας ρομαντικάς περιγραφάς και τας αναπολήσεις της αρχαιότητος σημαντικάς τοπογραφικάς και αρχαιολογικάς παρατηρήσεις, αναφερομένας εις την αρχαίαν πόλιν και τα μνημεία της. Έκθαμβοι προ του αρχαίου μεγαλείου, συνήθως παραθεωρούν σελίδας τινάς εις τας συγχρόνους Αθήνας, το χωρίον των 10.000, όπως γράφουν. Αλλά και των τελευταίων αι ειδήσεις, πενιχραί συγκριτικώς προς τας ιστορικοαρχαιολογικάς, δεν αφορούν εις ειδικούς τομείς – συνθέτουν απλώς μίαν γενικήν εικόνα της κοινωνικής ζωής. Ιδιαιτέρως ελλείπουν έκ των περιηγητικών κειμένων, αι έγκυροι, συγκεκριμέναι περί την οικονομικήν ζωήν και κίνησιν της Αττικής πληροφορίαι.

        Ούτε ο ειδικός εις οικονομικά θέματα Σικελός περιηγητής Scrofani ούτε ο Dodwell, ο Leake και ο Pouqueville, πηγαί πλούσιαι και αξιόπιστοι δι' ’άλλας περιφερείας υπεισέρχονται εις αυτήν την περιοχήν. Η λεπτόγεως Αττική και τα προϊόντα της δεν είλκυσαν το ενδιαφέρον των. Μόνον μνείαι δια το μέλι του Υμηττού και το αττικόν έλαιον απαντώνται εις τα περιηγητικά έργα. Ο Chandler, ο Dodwell και ο Galt ασχολούνται κάπως ευρύτερον με τας καλλιεργείας, την κτηνοτροφίαν και την αλιείαν, χωρίς να αποφεύγουν και αυτοί τας γενικότητας και να εντοπίζουν εμπορικάς δυνατότητας και δραστηριότητας.

        Έκ των προξενικών εκθέσεων όμως είναι γνωστόν ότι η από τον 17ον αιώνα σταθεροποιηθείσα εμπορική επικοινωνία, ελάμβανε ικανοποιητικήν εξέλιξιν κατά την διάρκειαν του 18ου. Οι Αθηναίοι πλήν των δύο κατ’ εξοχήν εγχωρίων προϊόντων εμπορεύοντο και είδη των γειτονικών περιοχών και τα μεταπώλουν είς το εξωτερικόν. Την πελοποννησιακήν μέταξαν έστελνον είς την Βενετίαν, τας βαλάνους της Στερεάς και των νήσων προς την Λομβαρδίαν και την Κορινθιακήν σταφίδα είς την Αγγλίαν και Γερμανίαν. Δια τούτο είς το «Porto Leone» εφιλοξενούντο ανελλιπώς ξένα πλοία και οι Γάλλοι έμποροι και πράκτορες συνηγωνίζοντο εκεί τους Βενετούς είς τας εξαγωγάς κυρίως του ελαίου.

        Δια το έλαιον και το μέλι της Αττικής συνέγραψε διεξοδικάς πραγματείας ο γνωστός Γάλλος πρόξενος από του 1787 είς την Θεσσαλονίκην Felix Beaujour. Ούτος, μοναδικός ερευνητής είς το θέμα, περιέλαβεν είς το έργον του «Tableau du commerce de la Grece, forme dapres une annee moyenne, depuis 1787 jusquen 1797”, a Paris 1800, δύο εκτενείς εκθέσεις με αντικείμενον αποκλειστικώς τα δύο ανωτέρω εξαγώγιμα αττικά είδη, τας μεθόδους καλλιεργείας, τους τρόπους αναπτύξεως και το παραγωγικόν και εξαγώγιμον δυναμικόν των. Πλήν των 24 εκθέσεων των περιλαμβανομένων είς τον δημοσιευθέντα πίνακα, ο Beaujour συνέταξε και άλλας σχετικάς με το εμπόριον και κυρίως τας γαλλικάς εξαγωγάς έκ Θεσσαλονίκης. Αι μέχρι τούδε εκδεδομέναι είναι των ετών 1796-97 και πραγματεύονται κυρίως εμπορικά θέματα και προβλήματα της σκάλας της Θεσσαλονίκης. Και άλλαι όμως εκθέσεις ανέκδοτοι αναμένουν τον ερευνητήν είς τα Εθνικά Αρχεία και είς τα Αρχεία του υπουργείου Εξωτερικών της Γαλλίας.

        Ο Beaujour, διπλωμάτης της καρριέρας, παρά το νεαρόν της ηλικίας του, αποδεικνύεται ώριμος είς το έργον του και βαθύς γνώστης των εμπορικών πραγμάτων της Ανατολής. Οξυδερκής και προοδευτικός, επεζήτει να κλονίση την μέχρι τότε καθεστηκυίαν τάξιν είς την εμπορικήν πολιτικήν των Γάλλων είς την Ανατολήν, δια να επιτύχη την επιβεβλημένην έκ των εξελίξεων αναπροσαρμογήν. Με αυτό το πνεύμα ηγωνίσθη είς την Θεσσαλονίκην μέχρι του 1797. Τρία έτη βραδύτερον τυπώνεται είς το Παρίσι ο «Πίναξ του εμπορίου της Ελλάδος». Ο Beaujour έχει αποσυρθή έκ της Μακεδονίας και ετοιμάζεται δι’ άλλο διπλωματικόν στάδιον. Το 1804 αποστέλλεται ως επίτροπος επί των οικονομικών υποθέσεων της Γαλλίας είς τας Ηνωμένας Πολιτείας της Αμερικής. Ίσως είς το αξίωμα αυτό παραμένει μέχρι την τελικήν πτώσιν του Ναπολέοντος. Η διπλωματική του θητεία είς Ανατολήν και Δύσιν τον επέβαλεν ώς έμπειρον πλέον διπλωμάτην, ικανόν και δια βαρυτέρας ευθύνας. Έχει έν τω μεταξύ επέλθει η μεταπολίτευσις είς την Γαλλίαν και ο Beaujour, κατά τα κρίσιμα αυτά έτη, διορίζεται γενικός πρόξενος είς την Σμύρνην, μίαν από τας πλέον νευραλγικάς θέσεις της Ανατολής.

        Είς το νέον του έργον συνεκέντρωσε τας προϋποθέσεις επιτυχούς πορείας, διότι πέρα των προσωπικών του ικανοτήτων διέθετε πείραν και γνώσιν έκ της προηγουμένης προξενικής του υπηρεσίας. Έκ της Σμύρνης ήτο δυνατόν να έρχεται είς άμεσον επαφήν με τους άλλους προξενικούς αντιπροσώπους, να δίδη κατευθύνσεις, να συντονίζη τας δραστηριότητας να εποπτεύη και να ελέγχη. Έν έτος βραδύτερον ο Beaujour μνημονεύεται ως γενικός επιθεωρητής των σκαλών της Ανατολής. Ίσως πρόκειται δ’ επιπρόσθετον έργον, έκ παραλλήλου με την γενικήν προξενικήν αποστολήν είς την Σμύρνην. Είς τα νέα του καθήκοντα ο Beaujour επιδίδεται με τον αυτόν ζήλον, εφαρμόζων την ιδίαν δεδοκιμασμένην έκ του παρελθόντος μέθοδον. Είς τούτο συνηγορεί ανέκδοτος έκθεσις του (1817) επισημανθείσα κατά την έρευνά μου είς τα Εθνικά Αρχεία της Γαλλίας. Το πρωτότυπον ευρίσκεται είς τα Αρχεία του υπουργείου Εξωτερικών της Γαλλίας και αντίγραφον αυτού υπάρχει κατατεθειμένον και είς τα Εθνικά Αρχεία. Σημειωτέον ότι είναι η Πέμπτη κατά σειράν έκθεσις του Beaujour, η οποία εκδίδεται.

        Η χρονολογία του εγγράφου συμπίπτει με την δύσκολον μεταβατικήν εποχήν δια την εξωτερικήν πολιτικήν της Γαλλίας, μετά την συντριβήν της Αυτοκρατορίας και την παλινόρθωσιν των Βουρβώνων. Η κάμψις του γαλλικού εμπορίου κατά τα τέλη του 18ου αιώνος, εξειλίχθη είς κατάπτωσιν και μαρασμόν κατά τους Ναπολεοντείους πολέμους. Η τραγική κατάστασις δια το γαλλικόν εμπόριο της Ανατολής ωλοκληρώθη με τας τελωνειακάς υπερτιμήσεις και άλλας δεσμεύσεις κατά το 1816. Δεν εγίνετο πλέον λόγος περί ανταγωνισμού. Οι Άγγλοι ήσαν κυρίαρχοι.

        Κατ’ αυτήν ακριβώς την περίοδον ο Beaujour οργανώνει περιοδείαν είς τα ελλαδικά προξενεία, η οποία προφανώς πραγματοποιείται είς τα πλαίσια ευρυτέρου σχεδίου προς ανασυγκρότησιν του γαλλικού εμπορίου και ανασύνδεσιν του διαλελυμένου προξενιού δικτύου.

        Ανέκδοτοι εκθέσεις του Beaujour αποδεικνύουν τούτο. Είχε προγραμματίσει αποστολήν ανά το Αρχιπέλαγος, την Κρήτην, την Κύπρον, την Αίγυπτον και την Ανατολήν, διότι η αλληλογραφία του αποστέλλεται από την Χίον, Πάρον, Νάξον, Ρόδον, Χανιά, Λάρνακα, Αλεξάνδρειαν και Λαοδίκειαν. Η Δυτική Ελλάς ήτο πλέον απρόσιτος δια το γαλλικόν εμπόριον, εφ’ όσον η Αγγλοκρατία είς την Επτάνησον δεν άφηνε περιθώρια δράσεως. Συνεπώς αι προσπάθειαι των Γάλλων έπρεπε να στραφούν προς την Ανατολήν. Από τας μεσογειακάς θέσεις επιλέγει μόνον την Αττικήν προς στάθμευσιν, διότι τον διηυκόλυνε ίσως κατά την πορείαν του. Από εκεί επίσης ηδύνατο να σχηματίση γνώμην και δια την γειτονικήν Πελοπόννησον.

        Έκ της Θεσσαλονίκης ήρχισε την περιοδείαν προς την Νότιον Ελλάδα με πρώτον σταθμόν την Αττικήν. Έξ Αθηνών στέλλει, όπως συνήθιζε, λεπτομερή ανταπόκρισιν (24-7-1817) προς τον υπουργόν Εξωτερικών δούκα Richelieu με ενδιαφέρουσες δια το γαλλικόν εμπόριον πληροφορίας και τας εκείθεν διαγραφομένας προοπτικάς. Το κείμενον τούτο του Beaujour αποδίδει την παραγωγικήν, εξαγωγικήν, καταναλωτικήν δυνατότητα της Αττικής, πληροφορεί δια τον τρόπον της εμπορικής επικοινωνίας, παρέχει δημογραφικάς και κοινωνικάς πληροφορίας, ελέγχει τας προϋποθέσεις ανασυντάξεως των προξενικών θέσεων, δεν λησμονεί τέλος ούτε αυτό το αττικόν υπέδαφος. Πηγή γνησία δια την κοινωνικοοικονομικήν κατάστασιν της αναφερομένης περιοχής, εκρίθη σκόπιμος η έκδοσις αυτής δια την μοναδικότητα και τον πλούτον των ειδήσεων.

        Ο πρόξενος – περιηγητής από το Πόρτο Ράφτη, τον εξαγωγικόν τότε λιμένα της Αττικής, όπου απεβιβάσθη, έρχεται είς το άστυ. Πρωταρχικός σκοπός του η συνάντησις με τον έν Αθήναις συνάδελφόν του. Είναι γνωστόν ότι κατ’ αυτήν την εποχήν αντιπροσωπεύει την Γαλλίαν ο αρχαιολάτρης και αρχαιοκάπηλος Fauvel. Ο Beaujour όμως παρατρέχει το όνομά του. Τα περί του γαλλικού προξενείου σιωπά, διότι άλλο γεγονός τον έθλιψε βαθύτατα. Η ανυπαρξία των Γάλλων εμπόρων. Και από άλλας γαλλικάς πηγάς διασταυρώνεται ότι κατ’ αυτό το έτος τρία μόνον πλοία αφίχθησαν με φόρτωμα ελαίου έκ Πειραιώς είς τον λιμένα της Μασσαλίας και άλλα δύο κενά. Το Γαλλικόν εκεί εμπόριον, εάν δεν ήτο τελείως ανύπαρκτον, είχε πάντως κατά πολύ μειωθή. Ο Ούγο Cropius, Αυστριακός πρόξενος, είχε προσελκύσει τους κατοίκους να συναλλάσσωνται με την εταιρείαν του, η οποία διωχέτευε τα προϊόντα προς τους αδελφούς Green είς Πάτρας. Ο Beaujour δεν είχε λοιπόν να αντιμετωπίση και να επιλύση εμπορικά προβλήματα και δια τούτο εστράφη είς την περιήγησιν. Με το φιλέρευνον και διεισδυτικόν πνεύμα του εμελέτησε και άλλας πλευράς της οικονομικοκοινωνικής ζωής της Αττικής και συνέθεσε την έν λόγω έκθεσιν, σημαντικήν είς το είδος της δια το πρωτότυπον υλικόν που προσφέρει, καθ’ όσον αί άλλαι πηγαί σιγούν. Αποτελεί βεβαίως συμπλήρωμα είς τας δύο προαναφερθείσας εκθέσεις του δημοσιευθέντος βιβλίου του, η παρούσα όμως είναι πολύπλευρος και συγχρόνως συνοπτική. Δεν ασχολείται πλέον με το έλαιον και το μέλι. Οι υπολογισμοί του σχετικώς με την απόδοσιν, την εξαγωγήν και την κατανάλωσιν των ανωτέρω προϊόντων συμπίπτουν περίπου με τους διδομένους είς τον πίνακα.

        Προτάσσονται της παραγωγικής εικόνος ολίγαι τοπογραφικαί και γεωλογικαί παρατηρήσεις και έν συνεχεία απαριθμούνται τα προϊόντα με τον βαθμόν της παραγωγής εκάστου και δίδεται δείκτης καταναλώσεως των σπουδαιοτέρων. Ο συγγραφεύς προσθέτει είς τα ήδη μνημονευθέντα τον βάμβακα, κηρόν, οίνον, έριον, βαλανίδι, πρινοκόκκι, πίσσαν, ρητίνην, και τον ολίγον σίτον, του οποίου η εσοδεία, ουδέποτε επαρκής, ενισχύεται με εισαγωγάς, αντισταθμισμένας δια των εξαγωγών του ελαίου. Έκ των δημητριακών δεν αναφέρει ιδιαιτέρως τον αραβόσιτον, με τον οποίον ασχολείται ο Dodwell. Είς την διακίνησιν του εμπορίου με θλίψιν διαπιστώνει ότι την θέσιν των Γάλλων και Ιταλών έχουν λάβει οι Υδραίοι. Τα αττικά προϊόντα μεταφέρονται με τα πλοία των προς το Αιγαίον και την Μεσόγειον. Αί δημογραφικαί επίσης πληροφορίαι ταυτίζοναι με τάς των άλλων περιηγητών.

        Δεν διαφεύγει την ευαισθησίαν του το ταπεινόν βιοτικόν επίπεδον και η κοινωνική στάθμη των Αθηναίων. Όπως και οι άλλοι συνάδελφοί του πρόξενοι και περιηγηταί, επιμένει είς την σύγκρισιν με τας αρχαίας Αθήνας. Μνημονεύει, όπως σχεδόν όλοι οι ξένοι, ώς αξιοπερίεργον κτίσμα το μνημείον του Λυσικράτους με το όνομα της εποχής του “λατέρνα του Δημοσθένη” και προτείνει την αγοράν του από το Γαλλικόν δημόσιον δι’ επεκτάσεως του κήπου είς το γαλλικόν μοναστήρι των Καπουτσίνων, θεωρών τούτο αξιόλογον απόκτημα δια το μέλλον. Η τελευταία παρατήρησις δεν αφίσταται της υπερβολής.

        Αξιοσημείωτοι και αξιόλογοι δια το είδος των είναι αί πληροφορίαι αί σχετικαί προς τα λατομεία της Πεντέλης και τα μεταλλεία του Λαυρίου. Δια το πεντελικόν μάρμαρον έχουν γράψει και οι άλλοι περιηγηταί, χωρίς να θίγουν την ποιότητα ή την υπεροχήν του έναντι άλλων μαρμάρων. Δια το Λαύριον όμως σιωπούν. Η προσφερομένη υπό του Beaujour εικών παρέχει εντύπωσιν ότι ευρίσκονται έν ενεργεία τα μεταλλεία. Διότι η είδησίς του, ότι οι άνθρωποι εγκατέλειψαν την καλλιέργειαν της γης δια το άγονον και ξηρόν έδαφος της και εργάζονται είς το υπέδαφος, αυτό υποδηλώνει. Η θέσις αυτή ενισχύεται έκ της συμπληρωματικής αναφοράς του είς την εξαγωγικήν δυνατότητα αργύρου έκ του Λαυρίου προ της ανακαλύψεως των ορυχείων της Αμερικής. Ο Pouqueville, αναφερόμενος γενικώς είς τα ελληνικά μεταλλεία και την απόδοσίν των, σημειώνει ότι ουδαμού εύρε ταύτα λειτουργούντα. Ο Dodwell υπενθυμίζει απλώς την συμβολήν των αργυρωρυχείων του Λαυρίου είς το μεγαλείον του χρυσού αιώνος και ο Walpole αναπτύσσει το αυτό θέμα επί τη βάσει των αρχαίων πηγών.

        Να πιστεύσωμεν ότι ο αξιόπιστος και κριτικώτατος Beaujour συγχέει την αρχαιότητα με το παρόν ή υπερβάλλει τα πράγματα αποδίδων μεγεθυντικάς διαστάσεις είς μίαν μικράν εστίαν ορυχείου, παρασυρόμενος προφανώς από φανταστικάς διηγήσεις, παραδόσεις ή υπερβολάς των κατοίκων, διότι ο ίδιος δεν μνημονεύει επίσκεψιν. Απομένει είς τους ειδικούς η διερεύνησις του προβλήματος. Τέλος ασχολείται με την προξενικήν κατάστασιν της Νοτίου Ελλάδος και προτείνει συσπείρωσιν των δυνάμεων προς τας Πάτρας, καθ’ όσον αί παλαιαί σκάλαι Κορώνη και Ναύπλιον ηρημώθησαν. Δεν παραλείπει από την έκθεσιν ούτε ένα κρούσμα πανώλους επισυμβάν κατά την διάρκειαν του ταξιδίου του, αλλ’ ευτυχώς δι’ εκείνον έμεινε μεμονωμένον και η επέκτασις της νόσου απεσοβήθη. Ήξιζε να σημειωθεί ότι διεκινδύνευε και την ζωήν του ακόμη, είς τας διαφόρους περιοδείας κατά την άσκησιν των καθηκόντων του, υπέρ της προστασίας του γαλλικού εμπορίου. Επακολουθεί η έκδοσις της εκθέσεως[2] χωρίς την ορθογραφίαν και την στίξιν του κειμένου. ------------

        Όση ώρα σου διάβαζα, δεν πρόσεξα έναν κότσυφα που ήρθε και στάθηκε σχεδόν δίπλα μου, έτσι ν’ άπλωνα το χέρι μου θα τον έπιανα. Δεν κινήθηκα, παρά μόνο έκλεισα με αργές κινήσεις το βιβλίο και το έβαλα στο σακίδιο – ευτυχώς, δεν τρόμαξε και παρέμεινε μαζί μου στη δροσιά των πεύκων. Τα κοτσύφια, στην κεντρική Ευρώπη – όπως έχω δει και μόνος μου, κυκλοφορούν ελεύθερα στα πάρκα, στις πλατείες και έν γένει όπου υπάρχουν δέντρα. Δεν είναι κυνηγημένα, δεν γίνονται πλέον γεύματα γκουρμέ όπως συνηθίζουν ακόμα στα δικά μας μέρη. Τούτος ο κότσυφας – θα υπάρχουν κι άλλοι σαν κι αυτόν, κυκλοφορεί στο άλσος δίχως τον φόβο του κυνηγού, πετά από κλαδί σε κλαδί χωρίς άγχος, και να, τώρα που σηκώθηκα από τη θέση μου, πέταξε λίγο πιο κει, επιφυλακτικός αλλά ήρεμος. Έβαλα και το μισοάδειο θερμός στο σακίδιο, έβγαλα το πανωφόρι και το τοποθέτησα στην θέση του, έβαλα το σακίδιο στην πλάτη και περπάτησα. Πήρα τον δρόμο της επιστροφής αλλά από διαφορετικό δρόμο μέσα στο άλσος. Προχώρησα λίγο νότια και ανηφορικά, πέρασα μπροστά από το ένα εκ των δύο καφέ που διαθέτει ο χώρος, βγήκα από τον δρόμο και πήρα το χωμάτινο μονοπάτι που φτάνει πίσω από την κερκίδα του ποδοσφαιρικού γηπέδου. Κοντοστάθηκα, σε λίγα δευτερόλεπτα, το μυαλό έκανε στροφή προς τα πίσω και θυμήθηκε τους αγώνες σ’ αυτό το γήπεδο από τότε που είχε ακόμα χώμα και γαρμπίλι αντί για το τωρινό πλαστικό χλοοτάπητα.


[1] Ελένης Κ. Γιαννακοπούλου, Μνημοσύνη, τομ. 6ος, Ανέκδοτος έκθεσις περί της Αττικής κατά το 1817, έκ των Γαλλικών Αρχείων, 1976-1977, έν Αθήναις, σελίς 217. 
[2]Περισσότερα για την έκθεση στον 6ο τόμο της Μνημοσύνης 1976-977, σελίς 225.

Τετάρτη 27 Μαΐου 2020

Λεωφόρος Βέϊκου

Η Βέϊκου σαν λεωφόρος ξεκινά από την διασταύρωση με την λεωφόρο Γαλατσίου και τελειώνει στα όρια του Δήμου Γαλατσίου προς τον βορά. Μια ευθεία ουσιαστικά είναι, η δε συνέχεια της λέγεται Κύμης και η οποία καταλήγει στην Αττική οδό και στο Ηράκλειο. Σήμερα βλέπεις μια φαρδιά λεωφόρο δύο κατευθύνσεων για τ’ αυτοκίνητα και στην μέση μια νησίδα γεμάτη από δέντρα. Δεν είναι άσχημη, ειδικότερα τις ώρες και τις ημέρες που δεν πολύ-κυκλοφορούν αυτοκίνητα. Στα παιδικά μου χρόνια είχε διαφορετική μορφή. Το δυτικό της κατάστρωμα από την Λ. Γαλατσίου μέχρι και την διασταύρωση με την Τράλλεων ήταν ένα ρέμα, ναι, έτρεχε νεράκι που κατέβαινε από τον Αγχεσμό (Τουρκοβούνια). Το ρέμα συνέχιζε στην Τράλλεων κι έφτανε στην σημερινή οδό Φωκά, μετά που πήγαινε, μην με ρωτάς, δεν ξέρω, ή μάλλον δεν θυμάμαι! Εκεί στη Φωκά είχε προπολεμικά ο Τσάκ τους κήπους του και φύτευε μαρουλάκια και λοιπά ζαρζαβατικά – όχι ο ίδιος, αυτός ήταν ο γαιοκτήμονας της περιοχής – αλλά οι εργάτες του. Σύμφωνα με διήγηση του παππού μου που ήταν εργολάβος, του είχε ζητήσει ο Τσάκ να του χτίσει περιμετρικά από το κτήμα της Φωκά μια πέτρινη μάντρα, αλλά επειδή τότε και οι πλούσιοι δεν είχαν φράγκα, θα τον πλήρωνε σύμφωνα με τις συνήθειες της ανταλλακτικής οικονομίας – θα του παραχωρούσε δηλαδή την δυτική πλευρά της Βέϊκου. Τότε στο ρέμα το κλίμα δεν ήταν υγιεινό, το καλοκαίρι λίμναζαν τα νερά και φώλιαζαν τα κουνούπια, ήταν τόπος ζόρικος για κατοικίες. Αρνήθηκε ο παππούς μου, όχι τόσο για το μικροκλίμα της περιοχής αλλά διότι τα έξοδα του έργου ήσαν πολλά και δεν μπορούσε να τα καλύψει. Γλύτωσε την Βέϊκου ο Τσάκ και ο παππούς μου τη βαβούρα των κουνουπιών!

        Το σπίτι του Τσάκ ήταν στο Παλιό Ψυχικό, ακόμα εκεί είναι, μια παλιά αρχοντική βίλλα, πνιγμένη στο πεντελικό μάρμαρο και κυκλωμένη από ένα τεράστιο κήπο. Σήμερα ζει εκεί ο κληρονόμος της οικογένειας με τον οποίο ήμασταν φίλοι για πολλά χρόνια. Χαθήκαμε, όχι, δεν τσακωθήκαμε ποτέ, δεν λογοφέραμε, απλά χαθήκαμε, όπως γίνεται στις ανθρώπινες σχέσεις. Ο Τσάκ λοιπόν ο νεώτερος, ο φίλος μου, ήταν ομορφόπαιδο. Εντάξει, τότε κι εγώ ήμουν. Σπουδαγμένος στα καλύτερα σχολεία της Ελβετίας, με τις ξένες γλώσσες του, τους καλούς του τρόπους, και φυσικά τα φράγκα του – αλλά είχε ένα θέμα ο μπαγάσας, έπινε, όταν λέω έπινε, εννοώ τα πάντα, από οινόπνευμα καθαρό μέχρι αψέντη. Στο ενδιάμεσο συμβιβαζόταν με κρασί ή και ούζο. Το ουίσκι το προτιμούσε όταν πήγαινε στα σκυλάδικα της παραλιακής ζώνης. Στην εποχή της πολυετούς φιλίας μας, στο Ψυχικό έμενε ο θειά του, ο πατέρας του ζούσε μόνιμα σε ένα πύργο στο Βέλγιο, η μάνα του – πραγματική αριστοκράτισσα με καταγωγή από την Οδησσό και πατέρα πλοιοκτήτη, ζούσε όπως κι αυτός στο Γαλάτσι. Όταν πέθαναν όλοι, ο Τσάκ ο νεώτερος, ο φίλος μου, μετακόμισε στο Ψυχικό. Στο Γαλάτσι, είχαν την πολυκατοικία που παλιά στο ισόγειό της λειτουργούσε ο κινηματογράφος «Σταρ». Όταν έπινε ο Τσάκ γινόταν ο φόβος και ο τρόμος της περιοχής. Όχι, δεν ήταν βίαιος, δεν έκανε τραμπουκισμούς, αλλά συνήθιζε την ώρα της μέθης να τσεκάρει αν δουλεύουν όπως πρέπει οι δημόσιες υπηρεσίες. Θα αναφέρω μόνο ένα περιστατικό για να καταλάβεις τι εννοώ, αν είναι ν’ αναφέρω όλες του τις ζαβολιές θα πρέπει να γράψω ολόκληρο βιβλίο!

        Ένα βραδάκι, έκανα βόλτα προς την Βέϊκου, είχα ξεμείνει και από τσιγάρα και πήγαινα στο πλησιέστερο περίπτερο που ήταν έξω από το «Σταρ». Ένα στενό πριν την λεωφόρο, βλέπω αστυνομικές δυνάμεις να ζώνουν την περιοχή. Οπλισμένοι αστυνομικοί σαν αστακοί, τρόμαξα. Απομάκρυναν τους περαστικούς σαν κι μένα με φωνές άγχους. Με το ζόρι έφτασα στο περίπτερο και πήρα τσιγάρα – εκεί είδα ότι είχαν κυκλώσει την πολυκατοικία του Τσάκ, κατάλαβα, πάλι τα είχε πιει ο άρχοντας και κάλεσε το κράτος για να τσεκάρει τα αντανακλαστικά του! Με τη σκέψη αυτή πήγα να γελάσω αλλά δεν πρόφτασα, κατέβασαν αλυσοδεμένο τον Τσάκ και τον έβαλαν στο περιπολικό και εξαφανίστηκαν με τις σειρήνες να σκούζουν. Τι είχε συμβεί; Τίποτα το ιδιαίτερο … βραδάκι ήταν, ο άρχοντας τα είχε πιεί –και όταν τα έπινε έξω δημιουργούσε πρόβλημα κυρίως στον ίδιο– αλλά όταν έπινε σπίτι μου, καθισμένος αναπαυτικά στην ωραία πολυθρόνα του, έχοντας στα δεξιά του ένα μικρό έπιπλο όπου ακουμπούσε τα ποτά και τα τσιγάρα του, και στα αριστερά του είχε το σταθερό τηλέφωνο (τα κινητά εκείνο τον αιώνα δεν υπήρχαν), τότε περίεργες σκέψεις πλημμύριζαν το μεθυσμένο μυαλό του, και τι του ήρθε; Ά, να σημειώσω ότι ήταν η εποχή που η αστυνομία είχε επικηρύξει ένα τρομοκράτη, τον Μπαλάφα νομίζω, και έδινε έναν εύκολο αριθμό για να κάνει ο φιλήσυχος κόσμος καταγγελίες αν έπεφταν τίποτα περίεργες κινήσεις στην αντίληψή του – σε αυτό το πλαίσιο κινήθηκε ο αδιάφθορος της Βέϊκου και σήκωσε το τηλέφωνο: Γειά σας, αστυνομία εκεί; Εδώ Τσάκ, οδός…., αριθμός……, ελάτε γρήγορα, είναι ο Μπαλάφας σπίτι μου και τον έχω ακινητοποιήσει, βιαστείτε! Όταν λοιπόν κατέβαινα για ν’ αγοράσω τσιγάρα, είχαν φτάσει στην περιοχή οι ειδικές δυνάμεις, ασθενοφόρα, περιπολικά και δεν θυμάμαι τι άλλο, έχουν περάσει και χρόνια και το μυαλό δεν είναι εγκυκλοπαίδεια Ήλιος να γνωρίζει ή να θυμάται τα πάντα! Φτάνει μια ομάδα κομάντος στον 2ο όροφο που κατοικούσε ο συνειδητός πότης, χτυπάει την πόρτα, τίποτε, καμιά φωνή, χτυπάει πάλι, πιο δυνατά, πάλι σιωπή. Τι να κάνουν τα κομάντος, σπάνε την πόρτα και μπουκάρουν στο σπίτι, απέναντι τους ακριβώς, καθόταν ο άρχοντας στην πολυθρόνα του – κοιτάζουν δεξιά, αριστερά, πουθενά ο τρομοκράτης. Ένας, μάλλον ο επικεφαλής, με φωνή που κατέβαζε βουνό, τόσο δυνατή, φωνάζει στον καθιστό ταύρο: που είναι ο Μπαλάφας ρέ; Πιωμένος αλλά ψύχραιμος, με στέρεη φωνή ο φύλακας της Βέϊκου, κοιτάζει στα ίσα τον επικεφαλή και αργά, του λέει: νάτος ο Μπαλάφας, και του δείχνει και με τα δυό χέρια τα «μέζεά» του, που έλεγε τον 21ο αιώνα κι ένας διανοούμενος βουλευτής! Την εξέλιξη εντός της κατοικίας του, μου την διηγήθηκε ο ίδιος ο άρχοντας λίγες μέρες μετά, όταν τον άφησαν ελεύθερο και αφού όπως είπε τον σακάτεψαν στο ξύλο! Του έκανα την κρίσιμη ερώτησε όταν άκουσα τον βαθύ του πόνο: για πες μου φίλε, το κράτος λειτουργεί; Πως το είδες; Σώπασε για λίγο, με κοίταξε γελώντας ο άτιμος ο θεομπαίχτης λέγοντάς μου: δεν έχω παράπονο, υπάρχουν αντανακλαστικά!


Κορινθιακά κόλπα ...

Ο Φάρος, βρίσκεται στην Κόρινθο, ή μάλλον, λίγο έξω από αυτήν, στο Λέχαιο, και είναι νοητά τουλάχιστον, πάνω περίπου στο αρχαίο λιμάνι. Ο Φάρος είναι ταβέρνα, αν δεν την ξέρεις, κάπως δύσκολα την βρίσκεις και την προσπερνάς. Εφάπτεται επί του μικρού ασφάλτινου δρόμου όπου και η είσοδός της, σαν εισέρχεσαι όμως στην αυλή της, όλα αλλάζουν, φωτίζονται! Η αυλή της ακουμπά το χαλίκι της παραλίας, και μπροστά σου απλώνεται ο κορινθιακός κόλπος, ξαφνικά, είτε το θέλεις είτε όχι, αλλάζεις, η αύρα της θάλασσας ενώνεται με αυτήν των αρχαίων και περασμένων καιρών και, νιώθεις το σώμα σου να πάλλεται από τα χάδια της ευλογημένης ζωής. Ψυχή και σώμα, νιώθουν την αλλαγή απότομα, δίχως προσπάθεια, ανακαλύπτουν ότι, η ομορφιά είναι απλωμένη παντού και δεν απαιτείται καμία απολύτως προσπάθεια για να εισέλθεις εντός της και να την νιώσεις. Ομορφιά σημαίνει απλότητα, και το ταβερνάκι αυτό, ο Φάρος, χωρίς ιδιαίτερα φτιασίδια, την χαρίζει ασυνείδητα -όχι σε όλους-, μα σε όσους είναι έτοιμοι να δεχτούν την απλότητα. Οι περισσότεροι πελάτες ίσως να φωνασκούν, να φλυαρούν, μερικοί ενδεχομένως να κοιτάζουν και τους κυματισμούς της αλμύρας, όμως ως εκεί, δεν πάνε παραπέρα, όχι διότι δεν μπορούν, όχι βέβαια, μα διότι απλούστατα δεν έχουν λόγους. Σε όλους αυτούς, η αύρα δεν εμφανίζεται, είναι αόρατη, δεν σπαταλά την ενέργειά της.

        Εικοσιπέντε με τριάντα αιώνες πίσω, στο σημείο της ταβέρνας βρισκόταν ο κύριος ντόκος του αρχαίου λιμανιού. Τα καράβια έδεναν εδώ, και οι δούλοι άρχιζαν να φορτώνουν και να ξεφορτώνουν τα αγαθά του εμπορίου, κρασί, λάδι, στάρι, μέλι, δέρματα, υφάσματα, μαλλί – οι ψαράδες ξεψάριζαν τα δίκτυα τους και πουλούσαν τα φρέσκα ψάρια τους από τον κόλπο, οι έμποροι με τους γραμματικούς τους καθόριζαν τις τιμές, άλλοι έμποροι αράδιαζαν δούλους στη σειρά που έφερναν από πολέμους, και διαλαλούσαν τα χαρίσματα τους, μικρά μαγαζάκια, πρόσφεραν στους πελάτες τους φαγητό και κρασί, υπήρχαν επίσης μερικά μικρά πανδοχεία που κοίμιζαν τους ξένους, άλογα έσερναν κάρα γεμάτα εμπορεύματα, μερικοί μόνιπποι τραβούσαν τα πλούσια αφεντικά τους, και η πολύβουη ζωή δεν σταματούσε ποτέ. Στην άκρη του λιμανιού προς την ανατολική πλευρά του, υπήρχαν δυό-τρείς φτηνοί οίκοι ανοχής για τις άμεσες ανάγκες των ναυτικών και των ταξιδιωτών. Οι καλοί οίκοι ανοχής, βρισκόντουσαν προς τον Δίολκο, και στις δυό άκρες του. Σε αυτόν, είχαν χτίσει οι ακριβές εταίρες τα σπίτια τους και δεχόντουσαν όχι μόνο τους εργάτες που έσερναν τα καράβια μα και τους πλούσιους πελάτες τους. Είχε αποκτήσει μεγάλη φήμη η πόλη της Κορίνθου από το εμπόριο της, μεγαλύτερη φήμη όμως είχε από τις πανάκριβες εταίρες της. Πόσα καράβια από την λεκάνη της Μεσογείου δεν έφταναν εδώ και πόσοι πλούσιοι δεν προσκυνούσαν τις ιέρειες του έρωτα. Εκείνος που δεν πλήρωνε ποτέ τις εταίρες ήταν ο Διογένης, ο εκ Σινώπης καταγόμενος. Γνωστή ήταν η φτώχια του σκυλοφιλοσόφου, δεν τον παρεξηγούσε κανείς γι’ αυτό, όμως οι γυναίκες, πλούσιες ή φτωχές, εταίρες ή κυρίες επί των τιμών, από την αρχαία εποχή και μέχρι στον καιρό μας, έλιωναν και λιώνουν για το παραμύθι, και ο Διογένης, το παραμύθι το είχε σπουδάσει τόσο, που αν τότε υπήρχε πανεπιστήμιο, σίγουρα θα είχε πάρει διδακτορικό με άριστα σε αυτό. Έκοβε από μακριά ο φιλόσοφος την ψυχολογία της κάθε γυναίκας -που να τον περιπαίξει πήγαινε αρχικά- μα σαν την έπιανε στο μπίρι-μπίρι, σε αυτό που ήθελε να ακούσει η κάθε μιά ξεχωριστά, εύκολα την έβαζε μέσα στο πυθάρι του και τρανταζόταν ο κορινθιακός κόλπος από τα κόλπα τα κυνικά. Στον Δίολκο, το μουνί σέρνει καράβι, έλεγαν οι επιστάτες, αλλά ο Διογένης έσερνε όπως και όποτε ήθελε το μουνί. Οι πλούσιοι βέβαια, το μουνί το έσερναν με τα δώρα που χάριζαν στις εταίρες, με το χρυσό και το ασήμι που τις φίλευαν. Τις γυναίκες τους -παντρεμένοι ήσαν οι περισσότεροι και ηθικοί από κάθε άποψη- τις είχαν για άλλες δουλειές, ναι μεν τις είχαν στεφανωμένες, αλλά κύρια, υπηρέτριες τις ήθελαν, δούλες, πόρνες στο κρεβάτι. Μαράζωνε η σάρκα αυτής της συζύγου από τις κακουχίες, και έτσι, ο άντρας αφέντης αναζητούσε φρέσκο κρέας αλλού. Και οι γυναίκες φυσικά βαριόντουσαν τους άνδρες τους, αλλά τότε, στην αθώα εποχή, η γυναίκα ήταν σχεδόν αόρατη, ανύπαρκτη. Μα και αργότερα που ανακαλύφθηκε η Δημοκρατία και συγκινήθηκε ο κόσμος από χαρά, η γυναίκα και πάλι δεν υπήρχε σε αυτήν, δεν είχε λόγο σε τίποτε που την αφορούσε, γι’ αυτήν αποφάσιζαν άλλοι, αυτοί που φλυαρούσαν συνεχώς στις αγορές και στις Πνύκες των πόλεων. Τον θαυμάζουμε τον αρχαίο κόσμο, τον έχουμε στην καρδιά μας, με τόσες ιδέες που γέννησε για τον άνθρωπο!

        Πάνω από το Λέχαιο, στην πλαγιά του υψώματος και κάτω από το κάστρο της, απλωνόταν η πόλη της Κορίνθου. Δέκα περίπου στάδια χώριζαν το λιμάνι από το κέντρο της πόλης, μα τους διαφορετικούς κόσμους τους ένωνε ένας περιποιημένος πλακόστρωτος δρόμος, τόσο στέρεος μάλιστα, που ακόμα και σήμερα είναι εύκολα διακριτός από εκείνους που παρατηρούν. Σήμερα, έξω από την αρχαία πόλη, είναι κτισμένο ένα χωριό, ή μάλλον ένας οικισμός και σε αυτόν αναγκαστικά φτάνεις αν επιθυμείς να επισκεφτείς την αρχαία πόλη και να δείς τα περασμένα μεγαλεία της. Περιποιημένα ταβερνάκια, λίγα καφενεία, λιγότερα ίσως τουριστικά μαγαζιά με καρτ-ποστάλ και λοιπά απαραίτητα για τον τουρίστα μα εντελώς άχρηστα πράγματα, ταξιτζήδες, αυτά και μερικά ακόμα, συνθέτουν την καθημερινότητα γύρωθεν της αποσυρθείσης αρχαίας ομορφιάς. Πίσω από ένα ταβερνάκι, στον προαύλιο του χώρο, υπάρχουν οι τουαλέτες, και δίπλα από αυτές μιά πέτρινη σκάλα, μικρή στο ύψος, δίχως κάγκελα, που σε οδηγεί σε μια πολύ μικρή ταράτσα. Εκεί στην ταράτσα, δυό-τρία τραπέζια φιλοξενούν λάτρεις του αρχαίου κάλλους μιάς και από εκεί, έχεις σφαιρική σχεδόν εικόνα της λαμπερής πόλης. Στην ταράτσα τούτη, βρισκόμαστε πολλές φορές, μας σερβίρει ο ταβερνιάρης καφέδες με κρασοπότηρα, μας προσφέρει και γλυκό του κουταλιού, τρώμε το γλυκό μας, πίνουμε τον καφέ μας, ανάβουμε τα τσιγάρα μας και αρχίζουμε ν’ αμπελοφιλοσοφούμε έχοντας στα πόδια μας την πλούσια και αμαρτωλή πόλη. Αυτή η συνήθεια -που μας αρέσει ιδιαίτερα- γίνεται συνήθως τις πρωινές ώρες, διότι αργότερα, σαν μεσημεριάσει, αφήνουμε την ταράτσα και κατεβαίνουμε στο ταβερνάκι του αρχαίου λιμανιού, στον Φάρο.

        Στο ταβερνάκι πλάι στο κύμα, ξεκινάμε από το μεσημέρι να αργοτρώμε και να κουτσοπίνουμε, βλέπουμε δίπλα μας την θάλασσα, πότε ήσυχη και πότε θυμωμένη, βγάζουμε μερικούς αναστεναγμούς και δειλά-δειλά αρχίζουμε να αναπτύσσουμε τις βαριές κουβέντες μας. Το σύνθημα για την έναρξη των ερμηνειών και των αναλύσεων που θα προκύψουν από την ανάπτυξη της κουβέντας, το δίνει πάντοτε ο Γκουρού της παρέας, λέγοντας με την σοβαρότητα που τον διακρίνει: πες το θέμα. Η ομήγυρη, άντρες και γυναίκες, αλληλοκοιτάζονται, μα το θέμα το ξεκινά πάντοτε η Έλεν[1], μιάς και αυτή είναι συνήθως περισσότερο οργισμένη από τους υπόλοιπους. Τούτες οι μαζώξεις στο ταβερνάκι, είναι πολύ συχνές και έχουν μάκρος, βλέπεις, οι βαριές κουβέντες, εύκολα ίσως αρχίζουν, μα ποτέ δεν ξέρεις πώς και πότε τελειώνουν.

Ήταν υποκριτής ο Ένγκελς;

Ήταν υποκριτής ο Ένγκελς;   Εκμεταλλευόταν ο Ένγκελς τους εργαζομένους που είχε μέσω της υπεραξίας; Το ερώτημα αυτό τέθηκε αλλά δεν είμα...