Πέμπτη 28 Μαΐου 2020

Ανάγνωση στη φύση ...


Κάθισα στο κιόσκι που συνηθίζω, είναι περιτριγυρισμένο από πεύκα κι έχει έναν κυκλικό πάγκο για τραπέζι, ξύλινο φυσικά, και τα ενοποιημένα παγκάκια σε σχήμα ρόμβου ακολουθούν την κυκλική πορεία του τραπεζιού. Εδώ, στο σημείο αυτό, υπάρχει δροσιά ακόμα και στους μεγάλους καύσωνες. Φόρεσα ένα αθλητικό πανωφόρι για να μην πλευριτώσω, ξεκουράστηκα αρκετά δίχως να σκέφτομαι τίποτα. Από το μικρό σακίδιο που χρησιμοποιώ και στην θάλασσα και είναι παντός καιρού, έβγαλα ένα μικρό θερμός με λίγο γαλλικό καφέ, το άνοιξα και γέμισα την μεταλλική κούπα που χρησιμεύει κι ώς καπάκι. Έβαλα τον καφέ στο στόμα μου και μύρισε ωραία, ήπια λίγο και την άφησα στο τραπέζι. Έβγαλα το βιβλίο που έφερα και το άνοιξα στη σελίδα που είχα μείνει στην προηγούμενη ανάγνωση. Εδώ είμαστε, στρώθηκα στη μελέτη! Όχι, δεν έφερα μαζί μου τον «Πάνα» που διάβαζα νωρίτερα στο σπίτι, εξάλλου αυτό το βιβλίο έχει τόσο εύθραυστες σελίδες από την πολυκαιρία που το προσέχω πολύ -  τράβηξα από το ράφι μιας βιβλιοθήκης την Μνημοσύνη[1] και διαβάζω το εισαγωγικό σημείωμα για μία έκθεση του Felix Beaujour, που συνέταξε για το Γαλλικό κράτος, και στην οποία αναφέρεται λεπτομερώς στην Αττική του 1817. Όμως ας διαβάσω δυνατά για ν’ ακούς κι εσύ:

        ----------- «Ως γνωστόν, οι περισσότεροι των δια ποικίλους λόγους κατερχομένων είς την Ελλάδα περιηγητών κατά την Τουρκοκρατίαν διήλθον εξ Αθηνών. Διανοούμενοι, καλλιτέχναι και αρχαιολόγοι κυρίως, αρχαιόφιλοι άπαντες, διέλαβον εις τα εκτενή οδοιπορικά των παραλλήλως προς τας ρομαντικάς περιγραφάς και τας αναπολήσεις της αρχαιότητος σημαντικάς τοπογραφικάς και αρχαιολογικάς παρατηρήσεις, αναφερομένας εις την αρχαίαν πόλιν και τα μνημεία της. Έκθαμβοι προ του αρχαίου μεγαλείου, συνήθως παραθεωρούν σελίδας τινάς εις τας συγχρόνους Αθήνας, το χωρίον των 10.000, όπως γράφουν. Αλλά και των τελευταίων αι ειδήσεις, πενιχραί συγκριτικώς προς τας ιστορικοαρχαιολογικάς, δεν αφορούν εις ειδικούς τομείς – συνθέτουν απλώς μίαν γενικήν εικόνα της κοινωνικής ζωής. Ιδιαιτέρως ελλείπουν έκ των περιηγητικών κειμένων, αι έγκυροι, συγκεκριμέναι περί την οικονομικήν ζωήν και κίνησιν της Αττικής πληροφορίαι.

        Ούτε ο ειδικός εις οικονομικά θέματα Σικελός περιηγητής Scrofani ούτε ο Dodwell, ο Leake και ο Pouqueville, πηγαί πλούσιαι και αξιόπιστοι δι' ’άλλας περιφερείας υπεισέρχονται εις αυτήν την περιοχήν. Η λεπτόγεως Αττική και τα προϊόντα της δεν είλκυσαν το ενδιαφέρον των. Μόνον μνείαι δια το μέλι του Υμηττού και το αττικόν έλαιον απαντώνται εις τα περιηγητικά έργα. Ο Chandler, ο Dodwell και ο Galt ασχολούνται κάπως ευρύτερον με τας καλλιεργείας, την κτηνοτροφίαν και την αλιείαν, χωρίς να αποφεύγουν και αυτοί τας γενικότητας και να εντοπίζουν εμπορικάς δυνατότητας και δραστηριότητας.

        Έκ των προξενικών εκθέσεων όμως είναι γνωστόν ότι η από τον 17ον αιώνα σταθεροποιηθείσα εμπορική επικοινωνία, ελάμβανε ικανοποιητικήν εξέλιξιν κατά την διάρκειαν του 18ου. Οι Αθηναίοι πλήν των δύο κατ’ εξοχήν εγχωρίων προϊόντων εμπορεύοντο και είδη των γειτονικών περιοχών και τα μεταπώλουν είς το εξωτερικόν. Την πελοποννησιακήν μέταξαν έστελνον είς την Βενετίαν, τας βαλάνους της Στερεάς και των νήσων προς την Λομβαρδίαν και την Κορινθιακήν σταφίδα είς την Αγγλίαν και Γερμανίαν. Δια τούτο είς το «Porto Leone» εφιλοξενούντο ανελλιπώς ξένα πλοία και οι Γάλλοι έμποροι και πράκτορες συνηγωνίζοντο εκεί τους Βενετούς είς τας εξαγωγάς κυρίως του ελαίου.

        Δια το έλαιον και το μέλι της Αττικής συνέγραψε διεξοδικάς πραγματείας ο γνωστός Γάλλος πρόξενος από του 1787 είς την Θεσσαλονίκην Felix Beaujour. Ούτος, μοναδικός ερευνητής είς το θέμα, περιέλαβεν είς το έργον του «Tableau du commerce de la Grece, forme dapres une annee moyenne, depuis 1787 jusquen 1797”, a Paris 1800, δύο εκτενείς εκθέσεις με αντικείμενον αποκλειστικώς τα δύο ανωτέρω εξαγώγιμα αττικά είδη, τας μεθόδους καλλιεργείας, τους τρόπους αναπτύξεως και το παραγωγικόν και εξαγώγιμον δυναμικόν των. Πλήν των 24 εκθέσεων των περιλαμβανομένων είς τον δημοσιευθέντα πίνακα, ο Beaujour συνέταξε και άλλας σχετικάς με το εμπόριον και κυρίως τας γαλλικάς εξαγωγάς έκ Θεσσαλονίκης. Αι μέχρι τούδε εκδεδομέναι είναι των ετών 1796-97 και πραγματεύονται κυρίως εμπορικά θέματα και προβλήματα της σκάλας της Θεσσαλονίκης. Και άλλαι όμως εκθέσεις ανέκδοτοι αναμένουν τον ερευνητήν είς τα Εθνικά Αρχεία και είς τα Αρχεία του υπουργείου Εξωτερικών της Γαλλίας.

        Ο Beaujour, διπλωμάτης της καρριέρας, παρά το νεαρόν της ηλικίας του, αποδεικνύεται ώριμος είς το έργον του και βαθύς γνώστης των εμπορικών πραγμάτων της Ανατολής. Οξυδερκής και προοδευτικός, επεζήτει να κλονίση την μέχρι τότε καθεστηκυίαν τάξιν είς την εμπορικήν πολιτικήν των Γάλλων είς την Ανατολήν, δια να επιτύχη την επιβεβλημένην έκ των εξελίξεων αναπροσαρμογήν. Με αυτό το πνεύμα ηγωνίσθη είς την Θεσσαλονίκην μέχρι του 1797. Τρία έτη βραδύτερον τυπώνεται είς το Παρίσι ο «Πίναξ του εμπορίου της Ελλάδος». Ο Beaujour έχει αποσυρθή έκ της Μακεδονίας και ετοιμάζεται δι’ άλλο διπλωματικόν στάδιον. Το 1804 αποστέλλεται ως επίτροπος επί των οικονομικών υποθέσεων της Γαλλίας είς τας Ηνωμένας Πολιτείας της Αμερικής. Ίσως είς το αξίωμα αυτό παραμένει μέχρι την τελικήν πτώσιν του Ναπολέοντος. Η διπλωματική του θητεία είς Ανατολήν και Δύσιν τον επέβαλεν ώς έμπειρον πλέον διπλωμάτην, ικανόν και δια βαρυτέρας ευθύνας. Έχει έν τω μεταξύ επέλθει η μεταπολίτευσις είς την Γαλλίαν και ο Beaujour, κατά τα κρίσιμα αυτά έτη, διορίζεται γενικός πρόξενος είς την Σμύρνην, μίαν από τας πλέον νευραλγικάς θέσεις της Ανατολής.

        Είς το νέον του έργον συνεκέντρωσε τας προϋποθέσεις επιτυχούς πορείας, διότι πέρα των προσωπικών του ικανοτήτων διέθετε πείραν και γνώσιν έκ της προηγουμένης προξενικής του υπηρεσίας. Έκ της Σμύρνης ήτο δυνατόν να έρχεται είς άμεσον επαφήν με τους άλλους προξενικούς αντιπροσώπους, να δίδη κατευθύνσεις, να συντονίζη τας δραστηριότητας να εποπτεύη και να ελέγχη. Έν έτος βραδύτερον ο Beaujour μνημονεύεται ως γενικός επιθεωρητής των σκαλών της Ανατολής. Ίσως πρόκειται δ’ επιπρόσθετον έργον, έκ παραλλήλου με την γενικήν προξενικήν αποστολήν είς την Σμύρνην. Είς τα νέα του καθήκοντα ο Beaujour επιδίδεται με τον αυτόν ζήλον, εφαρμόζων την ιδίαν δεδοκιμασμένην έκ του παρελθόντος μέθοδον. Είς τούτο συνηγορεί ανέκδοτος έκθεσις του (1817) επισημανθείσα κατά την έρευνά μου είς τα Εθνικά Αρχεία της Γαλλίας. Το πρωτότυπον ευρίσκεται είς τα Αρχεία του υπουργείου Εξωτερικών της Γαλλίας και αντίγραφον αυτού υπάρχει κατατεθειμένον και είς τα Εθνικά Αρχεία. Σημειωτέον ότι είναι η Πέμπτη κατά σειράν έκθεσις του Beaujour, η οποία εκδίδεται.

        Η χρονολογία του εγγράφου συμπίπτει με την δύσκολον μεταβατικήν εποχήν δια την εξωτερικήν πολιτικήν της Γαλλίας, μετά την συντριβήν της Αυτοκρατορίας και την παλινόρθωσιν των Βουρβώνων. Η κάμψις του γαλλικού εμπορίου κατά τα τέλη του 18ου αιώνος, εξειλίχθη είς κατάπτωσιν και μαρασμόν κατά τους Ναπολεοντείους πολέμους. Η τραγική κατάστασις δια το γαλλικόν εμπόριο της Ανατολής ωλοκληρώθη με τας τελωνειακάς υπερτιμήσεις και άλλας δεσμεύσεις κατά το 1816. Δεν εγίνετο πλέον λόγος περί ανταγωνισμού. Οι Άγγλοι ήσαν κυρίαρχοι.

        Κατ’ αυτήν ακριβώς την περίοδον ο Beaujour οργανώνει περιοδείαν είς τα ελλαδικά προξενεία, η οποία προφανώς πραγματοποιείται είς τα πλαίσια ευρυτέρου σχεδίου προς ανασυγκρότησιν του γαλλικού εμπορίου και ανασύνδεσιν του διαλελυμένου προξενιού δικτύου.

        Ανέκδοτοι εκθέσεις του Beaujour αποδεικνύουν τούτο. Είχε προγραμματίσει αποστολήν ανά το Αρχιπέλαγος, την Κρήτην, την Κύπρον, την Αίγυπτον και την Ανατολήν, διότι η αλληλογραφία του αποστέλλεται από την Χίον, Πάρον, Νάξον, Ρόδον, Χανιά, Λάρνακα, Αλεξάνδρειαν και Λαοδίκειαν. Η Δυτική Ελλάς ήτο πλέον απρόσιτος δια το γαλλικόν εμπόριον, εφ’ όσον η Αγγλοκρατία είς την Επτάνησον δεν άφηνε περιθώρια δράσεως. Συνεπώς αι προσπάθειαι των Γάλλων έπρεπε να στραφούν προς την Ανατολήν. Από τας μεσογειακάς θέσεις επιλέγει μόνον την Αττικήν προς στάθμευσιν, διότι τον διηυκόλυνε ίσως κατά την πορείαν του. Από εκεί επίσης ηδύνατο να σχηματίση γνώμην και δια την γειτονικήν Πελοπόννησον.

        Έκ της Θεσσαλονίκης ήρχισε την περιοδείαν προς την Νότιον Ελλάδα με πρώτον σταθμόν την Αττικήν. Έξ Αθηνών στέλλει, όπως συνήθιζε, λεπτομερή ανταπόκρισιν (24-7-1817) προς τον υπουργόν Εξωτερικών δούκα Richelieu με ενδιαφέρουσες δια το γαλλικόν εμπόριον πληροφορίας και τας εκείθεν διαγραφομένας προοπτικάς. Το κείμενον τούτο του Beaujour αποδίδει την παραγωγικήν, εξαγωγικήν, καταναλωτικήν δυνατότητα της Αττικής, πληροφορεί δια τον τρόπον της εμπορικής επικοινωνίας, παρέχει δημογραφικάς και κοινωνικάς πληροφορίας, ελέγχει τας προϋποθέσεις ανασυντάξεως των προξενικών θέσεων, δεν λησμονεί τέλος ούτε αυτό το αττικόν υπέδαφος. Πηγή γνησία δια την κοινωνικοοικονομικήν κατάστασιν της αναφερομένης περιοχής, εκρίθη σκόπιμος η έκδοσις αυτής δια την μοναδικότητα και τον πλούτον των ειδήσεων.

        Ο πρόξενος – περιηγητής από το Πόρτο Ράφτη, τον εξαγωγικόν τότε λιμένα της Αττικής, όπου απεβιβάσθη, έρχεται είς το άστυ. Πρωταρχικός σκοπός του η συνάντησις με τον έν Αθήναις συνάδελφόν του. Είναι γνωστόν ότι κατ’ αυτήν την εποχήν αντιπροσωπεύει την Γαλλίαν ο αρχαιολάτρης και αρχαιοκάπηλος Fauvel. Ο Beaujour όμως παρατρέχει το όνομά του. Τα περί του γαλλικού προξενείου σιωπά, διότι άλλο γεγονός τον έθλιψε βαθύτατα. Η ανυπαρξία των Γάλλων εμπόρων. Και από άλλας γαλλικάς πηγάς διασταυρώνεται ότι κατ’ αυτό το έτος τρία μόνον πλοία αφίχθησαν με φόρτωμα ελαίου έκ Πειραιώς είς τον λιμένα της Μασσαλίας και άλλα δύο κενά. Το Γαλλικόν εκεί εμπόριον, εάν δεν ήτο τελείως ανύπαρκτον, είχε πάντως κατά πολύ μειωθή. Ο Ούγο Cropius, Αυστριακός πρόξενος, είχε προσελκύσει τους κατοίκους να συναλλάσσωνται με την εταιρείαν του, η οποία διωχέτευε τα προϊόντα προς τους αδελφούς Green είς Πάτρας. Ο Beaujour δεν είχε λοιπόν να αντιμετωπίση και να επιλύση εμπορικά προβλήματα και δια τούτο εστράφη είς την περιήγησιν. Με το φιλέρευνον και διεισδυτικόν πνεύμα του εμελέτησε και άλλας πλευράς της οικονομικοκοινωνικής ζωής της Αττικής και συνέθεσε την έν λόγω έκθεσιν, σημαντικήν είς το είδος της δια το πρωτότυπον υλικόν που προσφέρει, καθ’ όσον αί άλλαι πηγαί σιγούν. Αποτελεί βεβαίως συμπλήρωμα είς τας δύο προαναφερθείσας εκθέσεις του δημοσιευθέντος βιβλίου του, η παρούσα όμως είναι πολύπλευρος και συγχρόνως συνοπτική. Δεν ασχολείται πλέον με το έλαιον και το μέλι. Οι υπολογισμοί του σχετικώς με την απόδοσιν, την εξαγωγήν και την κατανάλωσιν των ανωτέρω προϊόντων συμπίπτουν περίπου με τους διδομένους είς τον πίνακα.

        Προτάσσονται της παραγωγικής εικόνος ολίγαι τοπογραφικαί και γεωλογικαί παρατηρήσεις και έν συνεχεία απαριθμούνται τα προϊόντα με τον βαθμόν της παραγωγής εκάστου και δίδεται δείκτης καταναλώσεως των σπουδαιοτέρων. Ο συγγραφεύς προσθέτει είς τα ήδη μνημονευθέντα τον βάμβακα, κηρόν, οίνον, έριον, βαλανίδι, πρινοκόκκι, πίσσαν, ρητίνην, και τον ολίγον σίτον, του οποίου η εσοδεία, ουδέποτε επαρκής, ενισχύεται με εισαγωγάς, αντισταθμισμένας δια των εξαγωγών του ελαίου. Έκ των δημητριακών δεν αναφέρει ιδιαιτέρως τον αραβόσιτον, με τον οποίον ασχολείται ο Dodwell. Είς την διακίνησιν του εμπορίου με θλίψιν διαπιστώνει ότι την θέσιν των Γάλλων και Ιταλών έχουν λάβει οι Υδραίοι. Τα αττικά προϊόντα μεταφέρονται με τα πλοία των προς το Αιγαίον και την Μεσόγειον. Αί δημογραφικαί επίσης πληροφορίαι ταυτίζοναι με τάς των άλλων περιηγητών.

        Δεν διαφεύγει την ευαισθησίαν του το ταπεινόν βιοτικόν επίπεδον και η κοινωνική στάθμη των Αθηναίων. Όπως και οι άλλοι συνάδελφοί του πρόξενοι και περιηγηταί, επιμένει είς την σύγκρισιν με τας αρχαίας Αθήνας. Μνημονεύει, όπως σχεδόν όλοι οι ξένοι, ώς αξιοπερίεργον κτίσμα το μνημείον του Λυσικράτους με το όνομα της εποχής του “λατέρνα του Δημοσθένη” και προτείνει την αγοράν του από το Γαλλικόν δημόσιον δι’ επεκτάσεως του κήπου είς το γαλλικόν μοναστήρι των Καπουτσίνων, θεωρών τούτο αξιόλογον απόκτημα δια το μέλλον. Η τελευταία παρατήρησις δεν αφίσταται της υπερβολής.

        Αξιοσημείωτοι και αξιόλογοι δια το είδος των είναι αί πληροφορίαι αί σχετικαί προς τα λατομεία της Πεντέλης και τα μεταλλεία του Λαυρίου. Δια το πεντελικόν μάρμαρον έχουν γράψει και οι άλλοι περιηγηταί, χωρίς να θίγουν την ποιότητα ή την υπεροχήν του έναντι άλλων μαρμάρων. Δια το Λαύριον όμως σιωπούν. Η προσφερομένη υπό του Beaujour εικών παρέχει εντύπωσιν ότι ευρίσκονται έν ενεργεία τα μεταλλεία. Διότι η είδησίς του, ότι οι άνθρωποι εγκατέλειψαν την καλλιέργειαν της γης δια το άγονον και ξηρόν έδαφος της και εργάζονται είς το υπέδαφος, αυτό υποδηλώνει. Η θέσις αυτή ενισχύεται έκ της συμπληρωματικής αναφοράς του είς την εξαγωγικήν δυνατότητα αργύρου έκ του Λαυρίου προ της ανακαλύψεως των ορυχείων της Αμερικής. Ο Pouqueville, αναφερόμενος γενικώς είς τα ελληνικά μεταλλεία και την απόδοσίν των, σημειώνει ότι ουδαμού εύρε ταύτα λειτουργούντα. Ο Dodwell υπενθυμίζει απλώς την συμβολήν των αργυρωρυχείων του Λαυρίου είς το μεγαλείον του χρυσού αιώνος και ο Walpole αναπτύσσει το αυτό θέμα επί τη βάσει των αρχαίων πηγών.

        Να πιστεύσωμεν ότι ο αξιόπιστος και κριτικώτατος Beaujour συγχέει την αρχαιότητα με το παρόν ή υπερβάλλει τα πράγματα αποδίδων μεγεθυντικάς διαστάσεις είς μίαν μικράν εστίαν ορυχείου, παρασυρόμενος προφανώς από φανταστικάς διηγήσεις, παραδόσεις ή υπερβολάς των κατοίκων, διότι ο ίδιος δεν μνημονεύει επίσκεψιν. Απομένει είς τους ειδικούς η διερεύνησις του προβλήματος. Τέλος ασχολείται με την προξενικήν κατάστασιν της Νοτίου Ελλάδος και προτείνει συσπείρωσιν των δυνάμεων προς τας Πάτρας, καθ’ όσον αί παλαιαί σκάλαι Κορώνη και Ναύπλιον ηρημώθησαν. Δεν παραλείπει από την έκθεσιν ούτε ένα κρούσμα πανώλους επισυμβάν κατά την διάρκειαν του ταξιδίου του, αλλ’ ευτυχώς δι’ εκείνον έμεινε μεμονωμένον και η επέκτασις της νόσου απεσοβήθη. Ήξιζε να σημειωθεί ότι διεκινδύνευε και την ζωήν του ακόμη, είς τας διαφόρους περιοδείας κατά την άσκησιν των καθηκόντων του, υπέρ της προστασίας του γαλλικού εμπορίου. Επακολουθεί η έκδοσις της εκθέσεως[2] χωρίς την ορθογραφίαν και την στίξιν του κειμένου. ------------

        Όση ώρα σου διάβαζα, δεν πρόσεξα έναν κότσυφα που ήρθε και στάθηκε σχεδόν δίπλα μου, έτσι ν’ άπλωνα το χέρι μου θα τον έπιανα. Δεν κινήθηκα, παρά μόνο έκλεισα με αργές κινήσεις το βιβλίο και το έβαλα στο σακίδιο – ευτυχώς, δεν τρόμαξε και παρέμεινε μαζί μου στη δροσιά των πεύκων. Τα κοτσύφια, στην κεντρική Ευρώπη – όπως έχω δει και μόνος μου, κυκλοφορούν ελεύθερα στα πάρκα, στις πλατείες και έν γένει όπου υπάρχουν δέντρα. Δεν είναι κυνηγημένα, δεν γίνονται πλέον γεύματα γκουρμέ όπως συνηθίζουν ακόμα στα δικά μας μέρη. Τούτος ο κότσυφας – θα υπάρχουν κι άλλοι σαν κι αυτόν, κυκλοφορεί στο άλσος δίχως τον φόβο του κυνηγού, πετά από κλαδί σε κλαδί χωρίς άγχος, και να, τώρα που σηκώθηκα από τη θέση μου, πέταξε λίγο πιο κει, επιφυλακτικός αλλά ήρεμος. Έβαλα και το μισοάδειο θερμός στο σακίδιο, έβγαλα το πανωφόρι και το τοποθέτησα στην θέση του, έβαλα το σακίδιο στην πλάτη και περπάτησα. Πήρα τον δρόμο της επιστροφής αλλά από διαφορετικό δρόμο μέσα στο άλσος. Προχώρησα λίγο νότια και ανηφορικά, πέρασα μπροστά από το ένα εκ των δύο καφέ που διαθέτει ο χώρος, βγήκα από τον δρόμο και πήρα το χωμάτινο μονοπάτι που φτάνει πίσω από την κερκίδα του ποδοσφαιρικού γηπέδου. Κοντοστάθηκα, σε λίγα δευτερόλεπτα, το μυαλό έκανε στροφή προς τα πίσω και θυμήθηκε τους αγώνες σ’ αυτό το γήπεδο από τότε που είχε ακόμα χώμα και γαρμπίλι αντί για το τωρινό πλαστικό χλοοτάπητα.


[1] Ελένης Κ. Γιαννακοπούλου, Μνημοσύνη, τομ. 6ος, Ανέκδοτος έκθεσις περί της Αττικής κατά το 1817, έκ των Γαλλικών Αρχείων, 1976-1977, έν Αθήναις, σελίς 217. 
[2]Περισσότερα για την έκθεση στον 6ο τόμο της Μνημοσύνης 1976-977, σελίς 225.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ο ήχος του μετροπόντικα

  Ο ήχος του μετροπόντικα   Βρέθηκα πάλι στην αιώνια πόλη τούτες τις μέρες. Και γράφω «αιώνια» όχι για την Ρώμη αλλά για τη δική μας πόλ...