Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου 2020

Ο Ίκαρος έν Γαλατσίω ...

Ανατρέχοντας στο Μύθο του Δαίδαλου, βλέπουμε ότι ανήκει στην Κρήτη αλλά και στην Αττική. Στην Κρήτη αναμιγνύεται με τον Μύθο του Μίνωα, στην Αττική διότι συνδέεται με τον δήμο των Δαιδαλιδών σαν ήρωας. Τέλος πάντων, οι μυθολογικές ερμηνείες είναι πάρα πολλές για τον κάθε Μύθο κι εμείς κρατάμε για αληθινή την ερμηνεία που μας αρέσει περισσότερο ή που μας βολεύει.

Η ουσία με τον Δαίδαλο, πέρα από τα λαμπρά έργα που έφτιαξε (Λαβύρινθος κλπ.) είναι και το ότι είχε ένα γιό, τον Ίκαρο. Ο γιός του λοιπόν, σαν κακομαθημένος που ήταν και ανεπρόκοπος -όπως άλλωστε πολλοί γιοί ηρώων-, παράκουσε τις εντολές του πατέρα του, υψώθηκε περισσότερο απ’ ό,τι έπρεπε στον ουρανό και ο ήλιος έλιωσε τις κέρινες φτερούγες που είχε φτιάξει ο πατέρας του. Τάχα μου δραπέτευε από την Κρήτη και την οργή του Μίνωα. Σαν έπεσε κοντά στην Ικαρία και μη γνωρίζοντας καλό κολύμπι, πνίγηκε στα ταραγμένα από την πτώση του νερά της θάλασσας. Έκτοτε, το Ικάριο Πέλαγος (πήρε βλέπεις και τ’ όνομά του) είναι ως επί το πλείστον φουσκωμένο, δύσκολο για ναυτικούς, ακόμα και για τη μάνα του την Ναυκράτη. Η δόλια μάνα, δούλα του Μίνωα ήταν όταν την γνώρισε ο Δαίδαλος και εισχώρησε εντός με τα γνωστά αποτελέσματα, ήταν πολύ καλή σαν πλοηγός, αλλά στον αέρα δεν κατείχε πράμα.

Προ ημερών, σαν πήγαινα να ψωνίσω σε γνωστό σούπερ μάρκετ της περιοχής, για να κόψω δρόμο, τράβηξα διαγώνια, περνώντας αναγκαστικά από το καφέ ιντερνέτ. Σάββατο πρωί ήταν και παρόλο που τα αυτοκίνητα στη λεωφόρο ήσαν πολλά, δεν έβγαζαν θορύβους, έν αντιθέσει με το καφέ αυτό που από μακριά ακουγόντουσαν οχλαγωγίες. Σκέφτηκα να επιταχύνω το βήμα μου για να γλυτώσω από την οχλαγωγή, μα αίφνης, άκουσα μία φωνή να λέει: πές μας κι εσύ Ίκαρε τη γνώμη σου! Ταράχτηκα, ζεί ο Ίκαρος; Σκέφτηκα εντός μου αστραπιαία, και τότε, η ίδια αυτή σκέψη με έκανε να σταματήσω τον γρήγορο βηματισμό μου θέλοντας ν’ ακούσω κι εγώ τη γνώμη του Ίκαρου, και ας μην ανήκα στην ομήγυρη των οχλαγωγούντων.

Δεν ήταν ο Ίκαρος ο φαφλατάς, ο γιός του Δαίδαλου, μα κάποιος μάλλον συμπολίτης μας που ευστόχως θα του έδωσαν το παρατσούκλι αυτό. Κάποια πολιτική ανάλυση έκανε απ’ ότι κατάλαβα, μιλούσε επί αρκετή ώρα και δεν έλεγε απολύτως τίποτα. Μας πως -σκέφτηκα- μερικοί γραφικοί τύποι χειρίζονται τόσο έξυπνα την ξύλινη γλώσσα; Και καλά αυτοί, το ακροατήριο που έχουν τι γλώσσα μιλά; Την ίδια; Άρχισαν να με τρώνε ξένες έννοιες και όλως περιέργως περίμενα ν’ ακούσω και κάτι άλλο, κάτι στέρεο, που να έχει νοστιμάδα, μία αρχή και ένα τέλος έστω, αλλά δεν άκουγα παρά ξύλινες κουβέντες. Μέσα μάλιστα στην αναμπουμπούλα, κάποιος πετάχτηκε και είπε: εγώ δεν το ξέρω το θέμα αλλά διαφωνώ κάθετα! Τι βαριά κουβέντα άκουσα Αγχεσμέ μου;

Στην άκρη της μεγάλης και οχλαγωγούσης παρέας, καθόταν όπως άκουσα κι ένας Εμμανουήλ, ένα καλόπαιδο, οργισμένο βέβαια με τις ανάλατες κουβέντες των συνομιλούντων, που όλως παραδόξως, φώναζαν ο ένας τον άλλον «σύντροφε» και μόνο τον φαφλατά φώναζαν όλοι Ίκαρο. Οργισμένος ο Εμμανουήλ, όχι με τους συντρόφους του μα με τα θέματα που καταπιανόντουσαν και δεν έβγαζαν άκρη, προσπαθούσε ν’ ανοίξει ένα θέμα της προκοπής, μα ώς επί το πλείστον ο Ίκαρος, διάκοπτε κάθε άλλη κουβέντα κι εξηγούσε τα δικά του.

Σαν απομακρύνθηκα από το καφέ ιντερνέτ πηγαίνοντας για το παρακείμενο σούπερ μάρκετ, εκείνο που έν τέλει κατάλαβα από το δραματικό σκηνικό που στήνεται κάθε Σάββατο πρωί εκεί, δεν είναι η ανάγκη της επίλυσης πολιτικών ζητημάτων, όπως ψιθυρίζεται δώθε-κείθε εντέχνως, αλλά περισσότερο έχει να κάνει με ψυχοθεραπευτικό δρώμενο, όλοι δηλαδή οι συμμετέχοντες έμμεσα και δίχως να το κατανοούν, παίζουν στο θέατρο του παράλογου. Μα ακόμα και στο θέατρο αυτό, πάντοτε είναι χρήσιμος ένας Ίκαρος διότι ανοίγει και σέρνει τον χορό του δράματος. 


Δευτέρα 14 Σεπτεμβρίου 2020

Ο αφορισμός του ... Νίτσε

Στην ουσία, το κρίσιμο ερώτημα είναι: για ποιο σκοπό λέγεται ένα ψέμα, για να διατηρήσει ή να καταστρέψει; Θα μπορούσε κανείς να εξισώσει πλήρως έναν χριστιανό με έναν αναρχικό; Οι σκοποί και τα ένστικτά τους απεργάζονται μονάχα την καταστροφή. Η ιστορία το καταδεικνύει με τρομακτική σαφήνεια. Μία μορφή θρησκευτικής νομοθεσίας, που έβαλε τα θεμέλια για μία μεγαλόπνοη οργάνωση της κοινωνίας, για την προκοπή της ζωής, τη διαιώνισή της, αλλά ο Χριστιανισμός, για τον ίδιο λόγο θεώρησε καθήκον του να την ξεθεμελιώσει – επειδή αυτή ακριβώς εξασφάλιζε την προκοπή της ζωής. Ενώ δηλαδή τα επιτεύγματα του ανθρώπινου νου επρόκειτο ν’ αναπτυχθούν περαιτέρω, μετά από μακρά περίοδο πειραματισμού και αβεβαιότητας, ώστε να συγκομιστεί όσο το δυνατόν πλουσιώτερη σοδειά και να υπάρξει μακροπρόθεσμο όφελος, έν μία νυκτί τούτη η σοδειά καταστράφηκε.

        Με θεμέλια διαρκέστερα του χαλκού, έστεκε η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία – η πιο μεγαλοπρεπής μορφή οργάνωσης ώς τα σήμερα υπό δυσχερείς πράγματι συνθήκες, που μπροστά της όλα τα πριν και τα μετά είναι απλώς αυτοσχεδιάσματα, προχειρότητες κ’ ερασιτεχνισμοί. Αυτόν ακριβώς τον κόσμο -την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία!- βάλθηκαν να καταστρέψουν εκείνοι οι άγιοι αναρχικοί με την «ευσέβειά» τους, ώστε ούτε λίθος επί λίθω να μη μείνει – ώστε ακόμα και οι Τεύτονες, κι άλλοι αγροίκοι, να μπορούν να την κυριέψουν.

        Χριστιανός κι αναρχικός: αμφότεροι παρακμιακοί, ανίκανοι να δράσουν, παρεκτός διαλύοντας, δηλητηριάζοντας, εκφυλίζοντας, αφαιμάσσοντας, με το ένστικτο του θανάσιμου μίσους προς ό,τι στέκει στέρεο και μεγαλόπρεπο, προς ό,τι διαρκεί, προς ό,τι υπόσχεται στη ζωή κάποιο μέλλον.

        Ο Χριστιανισμός υπήρξε ο βρυκόλακας του imperioum Romanum -του περίλαμπρου επιτεύγματος των Ρωμαίων, που έβαλε τα θεμέλια ενός μεγάλου πολιτισμού που επρόκειτο να διαρκέσει-, το ισοπέδωσε έν μία νυκτί.

        Δεν είναι ξεκάθαρο; Το imperioum Romanum που γνωρίζουμε -που το γνωρίζουμε όλο και καλύτερα μές απ’ τη μελέτη της ιστορίας των ρωμαϊκών επαρχιών-, το πιο αξιοθαύμαστο και υψηλού ύφους έργο Τέχνης, ήταν ένα ξεκίνημα, η οικοδόμησή του είχε σχεδιαστεί έτσι που ν’ αντέξει χιλιετίες – κανείς μέχρι σήμερα δεν οικοδόμησε, μα ούτε κάν ονειρεύτηκε κάτι ανάλογο sub specie aeterni[1].

        Η οργάνωση αυτή ήταν αρκετά στέρεη, ώστε ν’ αντέξει ακόμα και κακούς αυτοκράτορες: η τυχαιότητα των προσώπων διόλου δεν πρέπει να θίγει τη στατικότητα τέτοιων έργων – πρώτη Αρχή κάθε μεγάλου αρχιτεκτονήματος. Δεν άντεξε όμως την πιο διεφθαρμένη μορφή διαφθοράς: τους χριστιανούς

        Αυτά τα ύπουλα σκουλήκια σέρνονταν μές τη νύχτα, την ομίχλη και τις αμφισημίες, κολλώντας πάνω στο κάθετί, ρουφώντας απ’ τον καθέναν την αίσθηση για ό,τι το αληθινό, το ένστικτο του απέναντι σε ό,τι το πραγματικό, αυτή η δειλή, θηλυπρεπής και γλυκερή σπείρα αποξένωσε βήμα-βήμα τις «ψυχές» του γιγάντιου τούτου οικοδομήματος -εκείνες τις αξιώτατες, αρρενωπές κ’ ευγενείς φύσεις που είχαν βρει στη Ρώμη το δικό τους σκοπό ύπαρξης, που έβλεπαν στη Ρώμη, την ενσάρκωση της προσωπικής τους σοβαρότητας, της προσωπικής τους περηφάνιας- μολύνοντας αργά-αργά τα πάντα με την ψευδευλαβή της χαμέρπεια, τις μυστικές της συναθροίσεις, τις σκοτεινές έννοιες της Κολάσεως, της θυσίας του Αθώου, της unio mystica[2] με την πόση αίματος, και, πάνω απ’ όλα, με το αργό υποδαύλισμα της εκδίκησης – να, αυτά κυριάρχησαν επί της Ρώμης: το ίδιο είδος θρησκείας (στην προγενέστερη βέβαια μορφή του) που είχε πολεμήσει ο Επίκουρος. Ας διαβάσει κανείς τον Λουκρήτιο, και θα καταλάβει τι πολέμησε ο Επίκουρος: όχι τον παγανισμό, αλλά τον «Χριστιανισμό», δηλαδή τη διαφθορά της ψυχής απ’ την έννοια της ενοχής, της τιμωρίας και της ακαθαρσίας. Πολέμησε τις υποχθόνιες λατρείες, τον λανθάνοντα Χριστιανισμό σε κάθε του έκφανση: τον καιρό εκείνο, η άρνηση της αθανασίας ήταν από μόνη της μία πραγματική λύτρωση.

        Και θα θριάμβευε ο Επίκουρος. Κάθε αξιοσέβαστο πνεύμα στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ήταν επικούρειο.

Τότε εμφανίστηκε ο Παύλος …

Ο Παύλος, το μίσος των τσαντάλα, που σάρξ εγένετο και πνεύμα, κατά της Ρώμης, κατά του «Κόσμου» - Παύλος ο Ιουδαίος, ο αιώνιος Ιουδαίος[3] par excellence

Ο Παύλος μάντεψε πως θα κατάφερνε ν’ ανάψει μία παγκόσμια πυρκαϊά με τη βοήθεια της μικρής εκείνης αίρεσης (στο περιθώριο του Ιουδαϊσμού), μάντεψε με ποιόν τρόπο θα ένωνε κάτω από το σύμβολο «του εσταυρωμένου θεού» όλους τους καταπιεσμένους, τους κρυφοταραξίες, ολάκερη την κληρονομιά των «αναρχικών[4]» ραδιουργιών του imperium, για να συστήσει έτσι μία τρομερή πολιτική δύναμη. «Η σωτηρία έκ των Ιουδαίων εστίν[5]».

Ο Χριστιανισμός ως «συνταγή» θα ξεπεράσει όλες τις υποχθόνιες αιρέσεις – λογουχάρη, του Όσιρι, της Μεγάλης Μητέρας[6], του Μίθρα – αλλά θάναι και το άθροισμα τους. Εδώ βρίσκεται η ευφυία του Παύλου. Το ένστικτό του ήταν πράγματι αλάθητο: πήρε τις πιο γοητευτικές παραστάσεις εκείνων των θρησκειών, και τις έβαλε ωμότατα -βιάζοντας την αλήθεια- κατευθείαν στο στόμα -κι όχι μόνο στο στόμα- του «Σωτήρα» που ο ίδιος επινόησε – που ο ίδιος έφτιαξε ώστε να μπορεί κ’ ένας ιερέας του Μίθρα να τον καταλάβει.

Αυτό που έλαμψε καθ’ οδόν προς την Δαμασκό: είδε πως χρειαζόταν την πίστη στην ιδέα της αθανασίας για ν’ απαξιώσει τον «Κόσμο», πως η έννοια «Κόλαση» θα κατακτούσε ώς και τη Ρώμη, πως με το «Επέκεινα» η ζωή θανατώνεται. Μηδενισμός και Χριστιανισμός: κάνουν ρίμα, κι όχι απλώς ρίμα …

Επί μ α τ α ί ω λοιπόν ολάκερο το έργο του Αρχαίου Κόσμου. Δεν βρίσκω λόγια να εκφράσω τα συναισθήματά μου για κάτι τόσο τρομερό. Και να σκεφτεί κανείς ότι αυτό δεν ήταν παρά η προεργασία, ότι τα θεμέλια είχαν πρωτοτεθεί για έργο χιλιετιών με γρανιτένια αυτοσυνειδησία – όλο το νόημα του Αρχαίου Κόσμου επί ματαίω! Προς τι οι Έλληνες; Προς τι οι Ρωμαίοι;

Όλες οι προϋποθέσεις για μόρφωση, όλες οι επιστημονικές μέθοδοι ήδη υπήρχαν, η μεγάλη κι ασύγκριτη Τέχνη της σωστής ανάγνωσης -προϋπόθεση για το συνεχές της Καλλιέργειας και την ενότητα της Επιστήμης- είχε ήδη εδραιωθεί, η φυσική Επιστήμη σε συνδυασμό με τα Μαθηματικά και τη Μηχανική βρίσκονταν ήδη στον καλύτερο δυνατό δρόμο, η αίσθηση του π ρ α γ μ α τ ι κ ο ύ, η τελευταία και πολυτιμότερη όλων των αισθήσεων, είχε τις σχολές και την απ’ αιώνων παράδοσή της. Έγινε κατανοητό αυτό; Ό,τι το ουσιώδες είχε βρεθεί, ώστε το έργο να συνεχιστεί: :οι μέθοδοι (τούτο πρέπει να ειπωθεί πολλές φορές) είναι το ουσιώδες, αλλ’ είναι και το δυσκολώτερο, εκείνο που εναντιώνεται στη συνήθεια και στη ραθυμία. Ό,τι ανακτήσαμε σήμερα με ανείπωτη αυτοκυριαρχία -διότι όλοι φέρουμε κάπου μέσα μας ακόμα στρεβλά ένστικτα, τα χριστιανικά ένστικτα-, το ελεύθερο μάτι μπρός στην πραγματικότητα, το προσεκτικό χέρι, την υπομονή και τη σοβαρότητα στα πιο ασήμαντα ζητήματα, όλη την εντιμότητα απέναντι στη γνώση – όλα αυτά υπήρχαν ήδη τότε!, πάνω από δυό χιλιετίες! Κ’ επί πλέον: το καλό γούστο κ’ οι εκλεπτυσμένοι τρόποι. Όχι ώς εγκεφαλική στρατικοποίηση! Όχι ώς γερμανική εκπαίδευση αγροίκων – ώς πραγματικότητα, με μία λέξη … Όλα μάταια! Έν μία νυκτί κατάντησαν μονάχα ανάμνηση.

Έλληνες, Ρωμαίοι! Η ευγένεια στο ένστικτο, στο γούστο, η μεθοδική έρευνα, η ευφυία στην οργάνωση και τη διοίκηση, η πίστη και η βούληση για το μέλλον του ανθρώπου, το μεγάλο Ναι στα πράγματα είχε εδραιωθεί, ήταν ορατό ώς imperium Romanum, αντιληπτό απ’ όλες τις αισθήσεις, το υψηλό αυτό ύφος όχι μόνο «Τέχνη», μα πραγματικότητα, αλήθεια, ζωή … Και δεν αφανίστηκαν από κάποια αδόκητη φυσική καταστροφή! Δεν ποδοπατήθηκαν από τους Τεύτονες κι άλλους βαρύποδες! Αλλά «καταισχύνθηκαν» από πανούργους, ύπουλους, αόρατους, αναιμικούς βρυκόλακες! Δεν κατανικήθηκαν, απομυζήθηκαν! Η κρυφή εκδικητικότητα, η μικροπρέπεια κι ο φθόνος κυρίαρχοι! Κάθετί αξιοθρήνητο, το καθεαυτό πάσχον και μαστιζόμενο από κατώτερα αισθήματα, ολόκληρο το γκέτο της ψυχής, ξάφνου από πάνω! Δεν κανείς παρά να διαβάσει οποιονδήποτε χριστιανό αγκιτάτορα, τον ιερό Αυγουστίνο λογουχάρη, για να καταλάβει, για να μυριστεί, τι βρομερά υποκείμενα βρέθηκαν έστι στην κορυφή. Θα γελιόταν ολωσδιόλου αν συμπέρανε ότι όλοι οι ηγέτες του χριστιανικού κινήματος πάσχουν από έλλειψη νοημοσύνης; Ώ, είναι πανέξυπνοι, πανέξυπνοι μέχρι αγιότητας, αυτοί οι κύριοι Πατέρες της Εκκλησίας! Κάτι άλλο τους λείπει … Η Φύση τους παραμέλησε, ξέχασε να τους δώσει στέρεα, αξιοπρεπή και καθάρια ένστικτα. Μεταξύ μας, δεν υπήρξαν κάν άντρες …

 

 

Friedrich Nietzsche

Απόσπασμα από το βιβλίο του: «Ο Αντίχριστος, ανάθεμα κατά του Χριστιανισμού» Εκδόσεις Gutenberg.



[1] Υπό το πρίσμα του αιώνιου.

[2] Μυστική ένωση.

[3] Ή: περιπλανώμενος Ιουδαίος. Μυθικό πρόσωπο της μεσαιωνικής λογοτεχνίας, καταδικασμένο σε αιώνια περιπλάνηση.

[4] Ανατρεπτικών, στασιαστικών

[5] Κατά Ιωάννην, 4, 22.

[6] Κυβέλη. Η φρυγική θεότητα, δηλαδή θεοποιημένη γη, η Magna Mater των Ρωμαίων.

Ήταν υποκριτής ο Ένγκελς;

Ήταν υποκριτής ο Ένγκελς;   Εκμεταλλευόταν ο Ένγκελς τους εργαζομένους που είχε μέσω της υπεραξίας; Το ερώτημα αυτό τέθηκε αλλά δεν είμα...