Τρίτη 9 Ιουνίου 2020

Αφαιρέσεις ...

Αν ξεκινήσουμε από τα λεξικά, στρατός είναι το πολυπληθές άθροισμα ενόπλων και οργανωμένων ανδρών προς πολεμικούς σκοπούς, στρατιώτης δε είναι ο στρατευμένος πολίτης που υπηρετεί στον στρατό[1]. 

Η ανθρώπινη πορεία είναι αχρονολόγητη πάνω στη γη. Πηγαίνει τόσο μακριά που μας είναι αδύνατο να την κατανοήσουμε. Όμως η επιστήμη για να προχωρήσει έθεσε κανόνες, μοντέλα, μεθόδους, και βάσει αυτών συμπεραίνει, χρονολογεί – με την βοήθεια και της αρχαιολογικής σκαπάνης. Όλη αυτή η προσπάθεια μέχρι σήμερα μας έχει δώσει μία μικρή εικόνα και μέσω αυτής ξεκίνησαν και οι ιστορικοί την καταγραφή της ανθρώπινης δραστηριότητας.

        Σύμφωνα με την ιστορία, κάποια στιγμή ο άνθρωπος τροφοσυλλέκτης και κυνηγός βγήκε από την ασφάλεια που του παρείχε το σπήλαιο και έφτιαξε δειλά – δειλά την πρώτη οργανωμένη κοινότητά του. Η έκθεσή του στις καιρικές συνθήκες που δεν καταλάβαινε, ο αγώνας και ο κίνδυνος για την επιβίωση, η διαρκής πάλη με τους φυσικούς νόμους, του γέννησαν τον φόβο. Για να τον αντιμετωπίσει εφηύρε την θρησκεία μέσω της οποίας έδωσε ερμηνείες, έφτιαξε θεούς καλούς και κακούς, δημιούργησε με την φαντασία του δοξασίες. Πίστεψε στην ανώτερη δύναμη του κεραυνού, της βροχής, της παγωνιάς, της θαλασσοταραχής, του καυτού ήλιου, στο φούσκωμα του ποταμού, και άρχισε να δίνει ονόματα, ξεκίνησε να στήνει είδωλα, τοτέμ, ναούς, και έπεφτε σκυφτός σε όλα αυτά τα κατασκευάσματα που η ίδια η σκέψη του δημιούργησε και παρακαλούσε για τη ζωή του και τη ζωή της κοινότητάς του.

        Η κοινότητα πλήθυνε με την πάροδο του χρόνου, οι ανάγκες της σε τροφή μεγάλωναν, αλλά ήταν όμως ακόμα σε πρωτόγονη κατάσταση. Από το αδύναμο πλήθος της ξεχώρισε ο ένας, ο δυνατότερος – όπως στην αγέλη των λύκων ξεχωρίζει ο αρχηγός, όπως σε όλες τις ομάδες των ζώων η ανάγκη φέρνει το δυνατότερο ζώο να ηγείται των υπολοίπων. Ο αρχηγός της κοινότητας αντιμετωπίζοντας τους καθημερινούς κινδύνους για την ανάγκη επιβίωση της, αντιλήφθηκε ότι ο ζωτικός χώρος δεν επαρκούσε για την ανάπτυξη της και επεκτάθηκε. Ήλθε αντιμέτωπη η κοινότητα με άλλες κοινότητες που είχαν αποκτήσει την ίδια αντίληψη. Και συγκρούστηκαν, πάλεψαν, αλληλοσκοτώθηκαν, και η ομάδα που νίκησε προχώρησε, αντιμετώπισε καινούριες ομάδες, σκότωσε, αναπτύχθηκε περισσότερο. Αυτόματα η κοινότητα είχε φτιάξει τον στρατό της. Τα μέλη της έφεραν ρόπαλα, πέτρες, και οργανωμένα άρχισαν να πολεμούν για το συμφέρον της ομάδας τους, της φυλής τους.

        Η Αθηναϊκή Δημοκρατία κυριάρχησε στον χώρο της Μεσογείου με τα πλοία της και με τον άριστα εκπαιδευμένο οπλίτη της. Έσφαξε τους κατοίκους της Μιλήτου επειδή θέλησαν να σταθούν ουδέτεροι στους σκοπούς της, έκλεψε τον πλούτο των ελληνικών πόλεων – κρατών από την Δήλο και έφτιαξε τον Παρθενώνα, στέριωσε την Δημοκρατία της με την βία και το αίμα. Εκατοντάδες χιλιάδες νεκροί του αρχαίου κόσμου για την ανάπτυξη της πόλης – κράτους, της εξέλιξης της Κοινότητας.

        Ο Αριστοτέλης σαν δάσκαλος του Μεγάλου Αλεξάνδρου μετέδωσε στον νεαρό βασιλιά την φιλοσοφία του. Για να εκπολιτίσει αυτός τον μισό τότε γνωστό κόσμο τρύπησε με την σάρισα ολόκληρη την Ανατολή και την έπνιξε στο αίμα. Αλλά έχτισε καινούριες πόλεις να θυμίζουν το πέρασμά του, ένωσε με το σπαθί του παλιούς  πολιτισμούς, ο στρατός του μεγαλούργησε πλέοντας σε σκισμένες σάρκες και τσακισμένα κρανία, η αυτοκρατορία γεννήθηκε αλλά και γρήγορα έσπασε σε κομμάτια από τους επιγόνους του όταν αυτός σαν θεός που νόμιζε πως ήταν πέρασε σε άλλα πεδία! Πόσο διαφορετικός ίσως θα ήταν ο κόσμος αν ο μεγάλος Βασιλιάς δεν έκοβε τον Γόρδιο Δεσμό αλλά τον έλυνε. Με το σπαθί του έδωσε στην βία διαστάσεις επιδημίας, αν έλυνε τον κόμπο ίσως να πορευόταν διαφορετικά η ανθρωπότητα, ίσως η εξέλιξή της να επιταχυνόταν. Μπορούμε να πούμε εδώ ότι ο μεγάλος βασιλιάς ήταν εκείνος, που πρώτος έθεσε το ζήτημα της παγκοσμιοποίησης. Ήταν ας πούμε, πολύ μπροστά από την εποχή του.

        Και άλλοι μεγάλοι άνδρες στην συνέχεια γέμισαν ωκεανούς με αίμα στο όνομα της αυτοκρατορίας, της θρησκείας, της εξουσίας με δυό λόγια, στηριζόμενοι σε λεγεώνες, σε μισθοφόρους, σε πλήθη από άβουλα όντα – αλλά πρόταξαν την δόξα και την αγάπη για την πατρίδα ή το χρήμα, και πίσω από κάθε πατρίδα, πίσω από κάθε φυλή και έθνος βρισκόταν ένας στρατός αναλώσιμων ανθρώπων στην εκάστοτε υπηρεσία των ολίγων, των εκλεκτών.

        Μέγας έγινε και ο Θεοδόσιος, εκείνος ο σφαγέας του Μεσαίωνα που χρησιμοποίησε μισθοφορικό στρατό γιατί ο ντόπιος είχε αναλωθεί. Και Αλάριχοι πάντα θα υπάρχουν για να κάνουν την βρώμικη δουλειά. Όπως βρώμικη ήταν και η δουλειά της μόνης σοβαρής επανάστασης που φάνηκε στον ορίζοντα, της Γαλλικής. Πόσα εκατομμύρια κυβικά αίμα γέμισαν τον Σηκουάνα και άλλα μικρότερα ποτάμια, φυσικά στο όνομα του ανθρώπου και ποτέ μα ποτέ στο όνομα του χρήματος και της δύναμης της εξουσίας!.

        Κάπως έτσι πορεύθηκε η ανθρωπότητα και στον εικοστό αιώνα με το αίμα εκατομμυρίων ανθρώπων να κυλά στο όνομα της επανάστασης των Μπολσεβίκων, στο όνομα των εθνικοσοσιαλιστών του Χίτλερ που αιματοκύλησε πάλι τον κόσμο, και αν φτάσουμε και στα κατάδικά μας, στρατοί εθνικοί και λαϊκοί χώρισαν τους Έλληνες και τους έσφαξαν για χάρη των Εγγλέζων και των Σοβιετικών.

Ο Φρόϋντ στο βιβλίο του «Ψυχολογία των μαζών και ανάλυση του εγώ» τα λέει πολύ ωραία, ή τουλάχιστον έτσι πιστεύουν οι οπαδοί του, ας τον παρακολουθήσουμε: «Η μορφολογία των μαζών μας θυμίζει ότι μπορούμε να διακρίνουμε εξαιρετικά ποικίλες μορφές μαζών και αντιθετικών κατευθύνσεων ώς προς την διαμόρφωσή τους. Υπάρχουν μάζες πολύ ρευστές και μάζες εξαιρετικά σταθερές – μάζες ομοιογενείς, που συναπαρτίζονται από ομοειδή υποκείμενα, και μή ομοιογενείς, μάζες φυσικές και τεχνητές, που για να αποκτήσουν συνοχή χρειάζονται και έναν εξωτερικό εξαναγκασμό – μάζες πρωτόγονες και διαβαθμισμένες, μάζες εξαιρετικά οργανωμένες. Για λόγους, όμως, που δεν μπορούν ακόμη να γίνουν κατανοητοί θα θέλαμε να τονίσουμε ιδιαίτερα μια διαφορά που λίγο την έχουν προσέξει οι διάφοροι συγγραφείς. Εννοώ την διαφορά μεταξύ των μαζών που είναι ακυβέρνητες και αυτών που κατευθύνονται από ηγέτες. Και εύλογα, αντίθετα με την συνήθη πρακτική, θα πρέπει η έρευνά μας να επιλέξει ως σημείο εκκίνησης όχι μιά σχετική απλή διαμόρφωση μαζών αλλά, να ξεκινήσει με μια εξαιρετικά οργανωμένη, διαρκή και τεχνητή μάζα. Τα πλέον ενδιαφέροντα μορφώματα αυτού του είδους είναι η εκκλησία, η κοινωνία των πιστών και ο στρατός. Ο στρατός και η εκκλησία είναι τεχνητές μάζες, δηλαδή για να προληφθεί η διάλυση τους και να ελεγχθούν οι αλλαγές στην οργάνωσή τους χρησιμοποιείται κάποιος εξωτερικός εξαναγκασμός. Κατά κανόνα το άτομο δεν ερωτάται σχετικά, ή δεν είναι ελεύθερο να επιλέξει άν θα εισέλθει σε μιά τέτοια μάζα – η προσπάθεια εξόδου συνήθως διώκεται ή υπόκειται σε σοβαρές κυρώσεις ή σχετίζεται με αυστηρά καθορισμένες προϋποθέσεις. Δεν είναι του παρόντος να εξετάσουμε γιατί τέτοιες ενώσεις χρειάζονται τόσο εξαιρετικές διασφαλίσεις. Άν τραβά κάτι την προσοχή μας, είναι ότι σ’ αυτές τις εξαιρετικά οργανωμένες μάζες, που προστατεύονται με αυτόν τον τρόπο από την διάλυση, μπορούμε να αναγνωρίσουμε σαφέστατα ορισμένες σχέσεις που αλλού θα ήταν πολύ λιγότερο ευδιάκριτες.

Στην εκκλησία – και θα μας βόλευε να πάρουμε ως πρότυπο την Καθολική εκκλησία – ισχύει, όπως και στον στρατό, όσο και άν διαφέρουν κατά τα άλλα, ο ίδιος αντικατοπτρισμός (ψευδαίσθηση) ότι εκεί βρίσκεται ένας κυρίαρχος – στην Καθολική εκκλησία ο Χριστός, στον στρατό ο στρατηγός που αγαπά με την ίδια αγάπη[2] όλα τα άτομα της μάζας. Από την ψευδαίσθηση αυτή εξαρτώνται τα πάντα – άν καταρριφθεί, στον βαθμό που το επιτρέπει ο εξωτερικός εξαναγκασμός, καταρρέουν πάραυτα τα πάντα, τόσο η εκκλησία όσο και ο στρατός. Αυτή η ίση αγάπη έχει εκφραστεί ρητά από τον Χριστό: «εφόσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε». Για τα άτομα της ευσεβούς μάζας αυτός είναι σαν ένας αγαθός μεγάλος αδελφός, ένα πατρικό υποκατάστατο. Όλες οι απαιτήσεις από τα άτομα απορρέουν από τούτη την αγάπη του Χριστού. Ένα δημοκρατικό γνώρισμα διέπει την εκκλησία, εφόσον ενώπιον του Χριστού είναι όλοι ίσοι, όλοι έχουν το ίδιο μερτικό στην αγάπη του. Δεν είναι τυχαίο ότι γίνεται επίκληση στην ομοιότητα της χριστιανικής αδελφότητας με την οικογένεια και ότι οι πιστοί αποκαλούνται έν Χριστώ αδελφοί, δηλαδή αδελφοί δυνάμει της αγάπης που έχει γι’ αυτούς ο Χριστός. Είναι αναμφίβολο, ο δεσμός των ατόμων με τον Χριστό είναι και η αιτία τού μεταξύ τους δεσμού. Το ίδιο ισχύει για τον στρατό – ο στρατηγός είναι ο πατέρας, που αγαπά εξίσου όλους τους στρατιώτες του, και ώς έκ τούτου αυτοί είναι σύντροφοι μεταξύ τους. Ο στρατός διαφέρει δομικά από την εκκλησία ώς προς το γεγονός ότι αποτελείται από μιά διαβάθμιση τέτοιων μαζών. Κάθε λοχαγός είναι κατά κάποιο τρόπο ο στρατηγός και ο πατέρας του λόχου του, κάθε υπαξιωματικός της διμοιρίας του. Μιά παρόμοια ιεραρχία έχει, βέβαια, διαμορφωθεί και στην εκκλησία, εκεί όμως δεν παίζει τον ίδιο οικονομικό ρόλο, εφόσον θεωρείται ότι ο Χριστός γνωρίζει και νοιάζεται για τα άτομα περισσότερο απ’ όσο οι στρατηγοί των ανθρώπων.

Απέναντι σε τούτη την αντίληψη της λιβιδινικής[3] δομής ενός στρατού θα αντέτεινε εύλογα κανείς ότι γι’ αυτή δεν παίζουν κανένα ρόλο οι ιδέες της πατρίδας, του εθνικού μεγαλείου και άλλες, τόσο σημαντικές για την συνοχή του στρατού. Θα απαντούσαμε σε κάτι τέτοιο ώς εξής: πρόκειται για έναν διαφορετικό, όχι πλέον τόσο απλό, παράγοντα συνοχής των μαζών, και, όπως δείχνουν τα παραδείγματα μεγάλων στραταρχών, του Καίσαρα, του Βαλλενστάιν, του Ναπολέοντα, παρόμοιες ιδέες για την συγκρότηση ενός στρατού δεν είναι απαραίτητες. Αργότερα θα κάνουμε έν τάχει λόγο για την πιθανή υποκατάσταση του ηγέτη από μία κυρίαρχη ιδέα και τις μεταξύ τους σχέσεις. Άν αγνοούσαμε τούτο τον λιβιδινικό παράγοντα στον στρατό, ακόμη και όταν δεν είναι ο μόνος που δρά εκεί, μας φαίνεται ότι δεν θα είχαμε μόνο ένα θεωρητικό κενό αλλά και έναν πρακτικό κίνδυνο. Ο πρωσικός μιλιταρισμός[4], που ήταν τόσο αψυχολόγητος όσο και η γερμανική επιστήμη, θα πρέπει ίσως να το έμαθε αυτό κατά τον Μεγάλο Παγκόσμιο Πόλεμο[5]. Οι νευρώσεις πολέμου, που αποσάθρωσαν τον γερμανικό στρατό, χαρακτηρίστηκαν έν πολλοίς ώς διαμαρτυρία του ατόμου για τον ρόλο που του ανατέθηκε στον στρατό, και ακολουθώντας τις ανακοινώσεις του Ε. Ζίμμελ, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ένα από τα αίτια της ασθένειας, ήταν η άκαρδη αντιμετώπιση του κοινού ανθρώπου από τους ανωτέρους του. Άν εκτιμάτο καλύτερα αυτή η ανάγκη της λίμπιντο, δεν θα γίνονταν τόσο εύκολα πιστευτές οι εκπληκτικές υποσχέσεις των 14 σημείων του αμερικανού προέδρου και το θαυμαστό εργαλείο των γερμανών εμπνευστών του πολέμου δεν θα διαλυόταν μέσα στα χέρια τους.

Άς σημειώσουμε ότι στις δύο αυτές τεχνητές μάζες το κάθε άτομο είναι λιβιδινικά δεμένο, αφενός με τον ηγέτη (Χριστός, στρατηγός), αφετέρου με τα άλλα άτομα της μάζας. Θα πρέπει να ερευνήσουμε αργότερα ποιά είναι η σχέση των δύο αυτών δεσμών, άν είναι παρόμοιοι και ισότιμοι και πως θα μπορούσαν να περιγραφούν ψυχολογικά». 

Ας φύγουμε όμως από τον Φρόϋντ και τα ψυχωτικά του και ας πάμε πάλι στα δικά μας. Ένα τυπικό δείγμα του «παγκόσμιου» στρατού που υπηρετήσαμε είναι αυτό που συναντήσαμε στην θητεία μας στον Έβρο, στην Καβύλη, στην πρώτη γραμμή αλλά και στα μετόπισθεν, στην γραφειοκρατία των επιτελείων. Με διάθεση σκωπτική ας κάνουμε το ταξίδι αυτό πίσω στον χρόνο, για να γελάσουμε με την εθνική υποκρισία, το εθνικό καθήκον και με την σοβαροφάνεια του γαλονά που πιστεύει ότι φυλάει ιερά και όσια ενώ στην πραγματικότητα συντηρεί την δική του ύπαρξη και θέση στον τραχύ κόσμο. Να γελάσουμε όμως και με την παγκόσμια υποκρισία, με τους καλούς και τους κακούς, με «εμάς και τους άλλους», για τα ίδια ψευδή ιδανικά μιλάνε όλοι οι στρατοί του κόσμου, αλλά ο σκοπός όλων των στρατών του κόσμου, όποια σημαία και αν φέρουν, είναι μόνο ένας, η πλήρης υποταγή του ανθρώπου σε «ανώτερα ιδανικά», δηλαδή στο χρήμα.

        Πριν την αφαίρεση της μυθοπλασίας, ας δούμε αυτούς τους ανθρώπους που στελεχώνουν τον δικό μας στρατό -ας μην πάμε μακρύτερα σε άλλους στρατούς του κόσμου- ποιοί είναι, τι πρεσβεύουν, γιατί είναι στο στρατό, και όχι κάπου αλλού, σε μια άλλη εργασία για να βιοποριστούν.

        Μου έλεγε ένας πτέραρχος έ.α.. σε μιά κουβέντα μας περί στρατού και πως αυτός επέλεξε το επάγγελμα αυτό και έγινε πιλότος – και αφού τον είχα εκνευρίσει μπορώ να πω, στο τέλος μου είπε: «εγώ επέλεξα να πάω στην αεροπορία γιατί ήθελα να σπουδάσω αλλά καταγόμουν από φτωχή οικογένεια, οι πόροι της δεν έφταναν και για τις σπουδές μου μιάς και ήμασταν πολυπληθής φαμελιά. Υπήρχε φτώχεια στο χωριό, υπήρχε φτώχεια στην πόλη, ήθελα να ξεφύγω από αυτή την κατάσταση και η σχολή των Ικάρων ήταν για μένα λύση. Ήμουν καλός στα γράμματα και λίγος στα πλούτη, και ο στρατός σε σπούδαζε δωρεάν». Κατά την γνώμη μου, ο πτέραρχος έθεσε το ζήτημα έν μέρει στη σωστή διάστασή του, απομυθοποίησε την υποκρισία που έγινε σημαία μας, ότι δηλαδή, το έκανε για την πατρίδα. Διάλεξε ένα επάγγελμα, επικίνδυνο φυσικά, αλλά επάγγελμα για να βιοποριστεί. Το ότι κατάφερε και έγινε πιλότος ήταν, όχι μόνο θέμα γνώσεων αλλά και άλλων παραμέτρων όπως της καλής υγείας για παράδειγμα, των πολιτικών φρονημάτων κ.α. Θέλω εδώ να προσθέσω ότι ο πιλότος της πολεμικής αεροπορίας ρισκάρει κάθε μέρα τη ζωή του, εργάζεται με την αδρεναλίνη στα ύψη, δεν αμείβεται όπως πρέπει και το κυριώτερο, ένα πολύ μεγάλο ποσοστό από τους συναδέλφους του σκοτώνεται στη διάρκεια του εργασιακού του βίου.  Ίσως επειδή ο πιλότος βλέπει κάθε ημέρα τον κόσμο από ψηλά, να είναι και αυτός ένας από τους λόγους, που δεν έχει νοοτροπία καραβανά[6], αλλά έχει ανοιχτό μυαλό.

        Ο δάσκαλος, ο εργάτης, ο επιστήμονας, ο δικηγόρος, ο ταξιτζής, ο δημόσιος και ο ιδιωτικός υπάλληλος, ο αξιωματικός του ελληνικού στρατού, ο αγρότης, όλοι τους, ασκούν ένα επάγγελμα για να ζήσουν. Τίποτε λιγότερο, τίποτε περισσότερο. Και όπως σε όλα τα επαγγέλματα του κόσμου, υπάρχει ακόμα και στατιστικά ένα 10% που δεν κάνει καλά την δουλειά του, Αυτό όμως το 10% δεν χαρακτηρίζει το σύνολο των επαγγελματιών που στο σύνολό τους τιμούν την δουλειά τους, την αγαπούν, την σέβονται. Ρώτησα πριν από χρόνια έναν πολύ σκληρό αξιωματικό που συνάντησα στην θητεία μου -και γι’ αυτόν έτρεφε μίσος μεγάλο όλη η μονάδα-, αφού έτυχε να τον συναντήσω σαν συνταγματάρχη πια να γευματίζει με την παρέα του στην Καλαμπάκα: «γιατί ήσουν τόσο σκληρός αξιωματικός, γιατί πάτησες κυριολεκτικά πάνω στα σώματα των φαντάρων και τους έλιωσες στο καψόνι;».  Στάθηκε για λίγο σιωπηλός, το ερώτημά μου δεν είχε ίχνος κακίας αλλά πραγματικής απορίας, και μου είπε τάχα μου συγκινημένος: «έκανα λάθη τότε».  Τρείς λέξεις είπε, αλλά με κάλυψαν, τόσο, που κι’ εγώ «συγκινήθηκα» σαν κι’ αυτόν, και αφήσαμε τον στρατό στην ησυχία του και πιάσαμε τα μαχαιροπήρουνα να συνεχίσουμε τη βρώση των μοσχαρίσιων μπριζολών, χώρια, ο καθένας στην παρέα του.

        Η συνέχεια λοιπόν της αφαιρετικής μυθοπλασίας, αφορά το ελάχιστο ποσοστό του 10%, που ήσαν μόνιμοι αξιωματικοί αλλά και έφεδροι -στρατιώτες, υπαξιωματικοί, αξιωματικοί- που διαρκώς παράβαιναν το καθήκον τους. Ναι, το καθήκον της Πολιτείας δεν είναι να καψονάρει τους πολίτες της αλλά να τους διδάσκει και να τους παραδίδει πίσω αρτιμελείς και υγιείς όχι μόνο σωματικά αλλά και πνευματικά. Ή μήπως κάνω λάθος; Η αναφορά μου στις ιστορίες του στρατού που θα διαβάσεις παρακάτω -άν διαβάσεις τελικά- αφορούν και αυτό το 10% που δυστυχώς κι εγώ όπως και χιλιάδες άλλοι που υπηρετήσαμε, είχαμε την ατυχία να γνωρίσουμε από πρώτο χέρι. Ευτυχώς όμως, δεν έμειναν κατάλοιπα από την άσχημη εκείνη περίοδο των αντιεπαγγελματιών, γι’ αυτό και τώρα με σκωπτική κυρίως διάθεση αφαιρώ την δύναμη του μύθου περί στρατού, εκπαίδευσης, αγίων και οσίων της πατρίδας, και όσα ψευδή έν γένει διδαχτήκαμε στη ζωή μας, όχι για να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι, αλλά, για να γίνουμε κυρίως άβουλα υποταγμένα όντα μιας κοινωνίας που καμία απολύτως ιδεολογία δεν μπορεί να την διορθώσει αν εμείς οι ίδιο δεν το θελήσουμε. Ή μήπως κάνω πάλι λάθος; Εξάλλου, το έργο των ιδεολογιών είναι να υποβιβάζουν τις ιδέες και να κινούνται μέσα στην πλάνη, συνήθως μέσω της υποταγής. Μέσα και έξω απ’ όλα αυτά, το περπάτημα στις όχθες του Έβρου και στους κάμπους του, ήταν πραγματικά μια συγκλονιστική εμπειρία και μπορώ να πω αβίαστα ότι ήμουν τυχερός που την έζησα. Ο στρατός άθελά του, μου έδωσε την ικανότητα της διάκρισης που μέχρι τότε δεν είχα. Και δεν με έμαθε τίποτε άλλο. Ά... ναί, με έμαθε να κόβω επιτυχώς και αζιμούθιο! Αλλά αυτό το κάνουν και οι πρόσκοποι.

        Για να κλείσω το θέμα των αξιωματικών εδώ, ας ειπωθεί και το ότι δεν τους ξεχωρίζω σε καλούς ή κακούς, σε αυτούς που αγαπούν την πατρίδα πολύ ή λιγότερο, που σέβονται και τιμούν το εθνικό σύμβολο περισσότερο ή λιγότερο από σένα ή από μένα, όχι, τους ξεχωρίζω για έναν πολύ απλούστερο και πεζό λόγο, για σωστούς ή όχι επαγγελματίες. Ναι, ασκούν όπως όλοι μας ένα επάγγελμα, το επέλεξαν όπως όλοι μας για να πορευθούν στη ζωή, δεν διαφέρουν από τους υπόλοιπους επαγγελματίες υπαλλήλους, επιστήμονες, εργάτες, δικηγόρους, γιατρούς, εργάτες κτλ. Ο στρατιωτικός όμως, πάντοτε είχε μία ειδική μεταχείριση από την Πολιτεία συγκριτικά με τους υπόλοιπους πολίτες.  Και ίσως για τον λόγο αυτό, το 10% της τάξης του που φερόταν αντιεπαγγελματικά, στάθηκε μία από τις αφορμές του παρόντος πονήματος. Για να απομυθοποιήσει ή για να αφαιρέσει  αίγλη από ορισμένους που δεν την άξιζαν.

 

Συνεχίζεται …


[1]  Στα λήμματα «στρατός» και στρατιώτης» του Μεγάλου Λεξικού της Ελληνικής Γλώσσας, του Δ. Δημητράκου.

[2]    Εδώ λοιπόν ο Φρόϋντ, θυμίζει λίγο τον Φρόμ που μιλάει για την τέχνη της αγάπης και την σπάει σε κατηγορίες: μητρική, πατρική, αδελφική, ερωτική, φιλική κτλ. Καθώς φαίνεται, και οι δυό (δεν είναι δυστυχώς οι μόνοι), μη γνωρίζοντας τι εστί αγάπη, προσπαθούν να την εξηγήσουν και να την ορίσουν. Και οι δυό βαπτίζουν αγάπη το συναίσθημα – γιατί συναισθήματα είναι αυτά που αναφέρουν, και το χειρότερο όλων είναι ότι εκατομμύρια άνθρωποι στον κόσμο ακολουθούν σαν ευαγγέλια τα μοντέλα που έχουν χτίσει. Αγάπη, ούτε εγώ γνωρίζω τι είναι για έναν απλό λόγο, δεν είμαι εκεί. Η αγάπη είναι ή δεν είναι, υπάρχει ή δεν υπάρχει. Και δεν κατηγοριοποιείται.

[3]     Μπορούμε να πούμε, η ασυνείδητη ψυχική ενέργεια που τροφοδοτεί την ενόρμηση αυτή λέγεται Libido ή λιβιδινική ενέργεια. Όσο για την δομή (κτίσμα), μπορούμε να πούμε την δομή (θηλυκό) ώς την διάρθρωση ενός συνόλου καθώς και το σύνολο που χαρακτηρίζεται. Αν μιλήσουμε με πολιτικό- οικονομικούς όρους κατά τον Λακάν, η κριτική που ασκήθηκε σε δύο εφαρμογές του οικονομικού παραδείγματος, την πολιτική οικονομία (Μάρξ) και την λιβιδινική οικονομία (Φρόϋντ), σε ισάριθμα οικονομικά συστήματα τα οποία θεωρούνται συναφή, αποτελεί αναμφίβολα το ζωτικό νεύρο των δύο αυτών επιχειρήσεων αφομοίωσης και εξουδετέρωσης. Και καταλήγει ο Λακάν, στην μεγάλη φροϋδική ανακάλυψη του ασυνείδητου, η αποκάλυψη μιάς σεξουαλικότητας “εκτός οικονομίας” έχει ουσιώδη λόγο. Όσο για την ενόρμηση, αυτή είναι η ώθηση του οργανισμού για δράση. Η ενόρμηση λέει ο Ζίζεκ, ικανοποιείται όταν αποτυγχάνει να πετύχει τον σκοπό της, όταν επαναλαμβάνει αυτή την αποτυχία. Ο Λακάν πάλι, το προχωρά το θέμα μακρύτερα και λέει ότι η ενόρμηση είναι άμετρη, επαναληπτική και τελικά καταστροφική και γι’ αυτό το λόγο κάθε ενόρμηση είναι ενόρμηση θανάτου. Πιστεύετε στ’ αλήθεια ότι όλοι αυτοί οι αμπελοφιλόσοφοι φώτισαν τον κόσμο με τις «γνώσεις» τους;

[4]     Αυτός και άν ήταν ελιτίστικος. Αλλά περισσότερο ελιτίστικος έγινε αργότερα ο γερμανικός στρατός των SS, το όνειδος και η φρίκη της παγκόσμιας κοινότητας και ιστορίας.

[5]     Εννοεί προφανώς τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο.

[6]    Από την πάλαι ποτέ γνωστή καραβάνα, το μεταλλικό σκεύος του στρατιώτη. Μεταφορικά, μπορούμε να πούμε ότι σημαίνει τον άξεστο και αμόρφωτο αξιωματικό ή υπαξιωματικό, τον χαμηλόβαθμο, που είναι και μειωμένης νοητικής αντίληψης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ο ήχος του μετροπόντικα

  Ο ήχος του μετροπόντικα   Βρέθηκα πάλι στην αιώνια πόλη τούτες τις μέρες. Και γράφω «αιώνια» όχι για την Ρώμη αλλά για τη δική μας πόλ...