Τρίτη 9 Ιουνίου 2020

Στο καιρό του σοσιαλισμού ...

Η Κατεχάκη, σαν επιστρέφω αργά το βράδυ από την καλή μου πέρδικα, είναι άδεια από οχήματα, είναι η ώρα η κενή, όπως λέω, η ώρα που μια παράξενη ηρεμία κυριαρχεί στον δρόμο αυτό που αναμετριούνται σε όγκο κρατικά κτίρια, αριστερά μου το υπουργείο δημόσιας τάξης και δεξιά μου τα νοσοκομεία αεροπορίας και στρατού. Το ναυτικό έχει το νοσοκομείο του σε καθώς πρέπει περιοχή, πίσω από το Μέγαρο Μουσικής. Το κράτος εδώ ξεκουράζεται από τον μόχθο της μέρας, τα ερείπια της παλιάς ΥΕΝΕΔ ακόμα αναδύουν την βρώμα της προπαγάνδας από τον καιρό της χούντας. Στο φανάρι της Μεσογείων που σταματώ δεν υπάρχουν πεζοί να περάσουν την διάβαση, το METRO σταμάτησε να κυκλοφορεί, τα λεωφορεία επίσης, πιάνω τον ανήφορο του δρόμου μόνος μου και σταματώ πάλι στο φανάρι της Κηφισίας. Δεξιά μου στην γωνία ένα άσχημο κτίριο με μεγάλες τζαμαρίες είναι γυμναστήριο. Έρχονται εδώ άνδρες και γυναίκες, ασκούνται, χορεύουν, έχοντας ολόγυρα μεγάλους καθρέπτες, κοιτάζουν τα σώματά τους, τα θαυμάζουν, τα σταματημένα οχήματα έξω από το κτίριο όπως το δικό μου καλή ώρα, έχουν τους οδηγούς τους με την κεφαλή δεξιά να χαζεύουν τα κινούμενα σώματα, ο ναρκισσισμός διαχέεται σε ολόκληρο το τετράγωνο.  Τώρα όμως είναι άδειο από κόσμο αλλά τα φώτα της ράμπας φανερώνουν την αγωνία της επίπλαστης ομορφιάς. Περνώ την Κηφισίας κάθετα, αφήνω δεξιά μου την Ισραηλινή πρεσβεία που μοιάζει σαν φρούριο, λίγο πιο πάνω στα αριστερά μου στο μαιευτήριο Λητώ η κεντρική σάλα είναι φωτισμένη κι έχει λίγο κόσμο – τα παιδιά που θέλουν να έλθουν στον κόσμο μας δεν έχουν ρολόι, δεν νοιάζονται για ωράρια – και συνεχίζω την πορεία μου στρίβοντας δεξιά στην διχάλα του δρόμου. Στα δεξιά μου σηκώνεται το ογκώδες κτίριο των Γενικών Αρχείων του Κράτους – έχω έρθει εδώ αρκετές φορές αναζητώντας ιστορικά στοιχεία και πράγματι έχω βρει – συναντώ την πλατεία με τις μεταλλικές ομπρέλες, σύνθεση που δεν καταλαβαίνω αλλά δεν στεναχωριέμαι που η γνώση μου για την τέχνη φτάνει μέχρι τον Χατζηπαναγή του Ηρακλή, αφήνω πάλι στα δεξιά μου ένα ωδείο που δούλευε η φίλη μου η Γωγώ και στο φανάρι στρίβω αριστερά για να καβαλήσω το βουνό και να βρεθώ στο σπίτι μου.
        Παρκάρω κι ανεβαίνω, βγάζω τα ρούχα μου και βάζω μια φόρμα κι ένα μπλουζάκι, πλένω καλά τα δόντια μου και το πρόσωπό μου, παίρνω ένα τσιγάρο και βγαίνω στην βεράντα. Η ώρα έχει περάσει τις 2, ανάβω το τσιγάρο μου και κάθομαι στην πολυθρόνα. Ψηλά στο κεφάλι μου, η Αφροδίτη λάμπει, είναι από τα λίγα πλάσματα του ουρανού που διακρίνονται καθαρά μέσα στην πόλη με τις αντανακλάσεις των φώτων της. Τραβάει αργά κατά τη δύση της, τούτη την ώρα λέγεται Αποσπερίτης, όταν ξημερώνει την φωνάζουν Αυγερινό οι λογοπλάστες του κόσμου. Κάπου άκουσα ότι από τον ιερό αυτόν πλανήτη μας έφεραν το στάρι, τις μέλισσες και τα μυρμήγκια, μην με ρωτήσετε ποιοι, δεν θα γίνω ρουφιάνος. Κάτω στον δρόμο όμως ακούω θορύβους, σηκώνομαι από την πολυθρόνα και κοιτάζω, έχει σταματήσει ένα μικρό αυτοκίνητο χρώματος λαχανί κι ένας τύπος περίπου 70 ετών έχει ανοίξει τον κάδο των σκουπιδιών και ψάχνει μέσα του. Παραμερίζει σακούλες, βρίσκει μια και την βγάζει έξω, την ανοίγει, βλέπει το περιεχόμενό της και την βάζει στο πορτ-παγκάζ του αυτοκινήτου του, πηγαίνει δίπλα στον άλλο κάδο, κάνει την ίδια δουλειά, ψάχνει, βρίσκει, βγάζει, βάζει στο αμάξι του. Φεύγει εποχούμενος, πιο κάτω, σε άλλους κάδους σταματά, κάνει τις ίδιες κινήσεις, φεύγει και στρίβει στο στενό αριστερά και τον χάνω από τα μάτια μου.
        Δεν μου κολλάει ύπνος. Βλέποντας τον ηλικιωμένο να ψάχνει στα σκουπίδια το μυαλό μου γύρισε ανάποδα. Ο κάθε άνθρωπος κουβαλά μέσα του και έξω του τα δικά του βάσανα, έχει τον δικό του ολομόναχο Γολγοθά, η ζωή δεν ξέρεις που μπορεί να σε πάει, την μια είσαι βασιλιάς και την άλλη είσαι ρακένδυτος, έχεις πλούτη και πετάς φαγητά και πάει αυτός που πεινά και τα μαζεύει τη νύχτα, κρυφά, μην τον δεις, είναι περήφανος, έχει αξιοπρέπεια, αλλά εσύ δεν μπορείς να καταλάβεις τα παιχνίδια του δικού του μυαλού. Και εύκολα αρχίζεις να κρίνεις, όχι μόνο αυτόν που είναι πάμπτωχος, αλλά τους πάντες, για τα πάντα. Ναι, εσύ είσαι ο σωστός, ο καλός, οι άλλοι πέφτουν σε λάθη, μικρά ή μεγάλα, και δεν μπορείς αν δεν πεις την γνώμη σου, δεν έχεις μάθει να μην κρίνεις τους ανθρώπους, εύκολα βγάζεις από μέσα σου κρυμμένους καλά διαφορετικούς εαυτούς σου.
        Μπήκα μέσα στο σπίτι αλλά η κούραση της μέρας μου έφυγε, δεν νυστάζω πια, δεν θέλω να κοιμηθώ. Παίρνω τα σκουπίδια, μια μικρή πλαστική σακούλα και κατεβαίνω στον δρόμο και τα ρίχνω στον κάδο. Ένα αυτοκίνητο με στράβωσε με τους προβολείς τους που τους αναβοσβήνει, ενοχλήθηκα από το φως που μ’ έκανε να μην βλέπω, όμως το όχημα σταμάτησε μπροστά μου, ανοίγει το παράθυρο του συνοδηγού κι ακούω από μέσα να βγαίνει η ερώτηση, αϋπνίες έχεις απόψε; Σκύβω και κοιτάζω, είναι ο στρατηγός, ο γείτονας. Μένει πίσω από το δικό μου σπίτι και μου λέει, κάθισε να παρκάρω κι έρχομαι να κάνουμε τσιγάρο! Ο στρατηγός, κατάγεται από την Εύβοια, παντρεύτηκε μια παιδική φίλη που το πατρικό της είναι δίπλα σχεδόν από το δικό μου. Έρχεται γρήγορα, μου δίνει ένα τσιγάρο, μου δίνει και φωτιά και τα καίμε ήσυχα. Τέτοια ώρα στα μπουζούκια ήσουν; Τον ρώτησα σκωπτικά, γνωρίζοντας ότι δεν έχει πάει ποτέ στη ζωή του – ναι, στα μπουζούκια ήμουν αλλά της Θεσσαλονίκης, από εκεί έρχομαι τώρα. Ο στρατηγός από τότε που έφυγε από το στράτευμα, ή μάλλον από τότε που παραιτήθηκε – και θα σου πω μετά γιατί και πως – απασχολείται σε εταιρεία του κουνιάδου του που έχει γραφεία και στην Θεσσαλονίκη, την διαδρομή μεταξύ των δύο πόλεων την κάνει συχνά-πυκνά για τις ανάγκες της δουλειάς. Και να τώρα, από το πουθενά να καπνίζουμε στις 4 το πρωί τα τσιγάρα μας και να τα λέμε. Καλός γείτονας, δηλαδή για να καταλάβεις, στην παλιά γειτονιά δεν υπήρχε γείτονας που να μην ήταν καλός, θα μου πεις άλλες εποχές, οι άνθρωποι βλεπόντουσαν περισσότερο, τους έτρωγε η ίδια φτώχεια, δεν είχαν να χωρίσουν τίποτε, ακόμα και τα σπίτια ανοιχτά έμεναν, τι να κλέψει κανείς από την ανέχεια; Αγαπητός και ο πεθερός του στρατηγού που είχε τρία παιδιά, δυό κορίτσια κι ένα αγόρι που σαν παιδιά κάναμε πολλές ζαβολιές. Πάντα αγαπημένοι, όλοι μας.
        Ο στρατηγός, τότε, την εποχή του επεισοδίου των Ιμίων, υπηρετούσε στο Πεντάγωνο, ήταν διευθυντής του κέντρου επιχειρήσεων του ΓΕΕΘΑ. Βρισκόταν δηλαδή στην καρδιά των γεγονότων και της μαύρης σελίδας της ελληνικής πολιτικής. Τον συνάντησα τυχαία μάλλον την μέρα που αφήσαμε τα Ίμια σαν γκρίζα ζώνη. Στο γαλακτοπωλείο της Βέϊκου, ερχόμενος εγώ από τη δουλειά μου σταμάτησα να πάρω ένα μπουκάλι γάλα και τον βλέπω καθισμένο έξω σ’ ένα τραπέζι να πίνει καφέ. Μου έκανε νόημα να καθίσω, μπήκα στο μαγαζί, πήρα το γάλα μου και βγήκα και κάθισα στο τραπέζι του. Έδειχνε χάλια, αξύριστος, νομίζω και άπλυτος, τα μαλλιά του έδειχναν λαδωμένα, μαύροι κύκλοι είχαν γεμίσει κάτω από τα μάτια του και γενικά δεν είχε την καλύτερη εικόνα, τον είχα συνηθίσει διαφορετικά, πάντα καθαρό, φρεσκοξυρισμένο, ντυμένο στην πένα, κεφάτο – τώρα έβλεπα έναν άλλο άνθρωπο. Χάλια είσαι το ξέρεις; Τι έχεις; Με κοίταξε με βουρκωμένα μάτια λέγοντάς μου, τώρα έρχομαι από το ΓΕΕΘΑ, κι έδωσα την παραίτησή μου. Παραιτήθηκα φίλε μου, και βούρκωσε πάλι. Έμεινα ασάλευτος και σιωπηλός να τον κοιτάζω. Δεν μπορούσα να καταλάβω. Γιατί παραιτήθηκες; Τον ρώτησα έπειτα από λίγη ώρα απόλυτης σιωπής. Τι γιατί, πουλήσαμε τα νησιά μας, άκουσε με καλά, το Ναυτικό μας, είχε κυκλώσει κάθε τούρκικο πλεούμενο που βρισκόταν στην περιοχή, ολόκληρο τον στόλο τους και σε δέκα λεπτά, ναι, σε δέκα λεπτά της ώρας, το Ναυτικό μας μπορούσε να έστελνε τον Τούρκικο στόλο 50 χρόνια πίσω! Αλλά δεν το έκανε. Παραιτήθηκα, δεν θέλω να συνεχίσω την καριέρα μου κάτω από συνθήκες προδοσίας. Ο στρατηγός, πήρε έναν βαθμό ακόμα με την αποστρατεία του, δεν επανήλθε στο στράτευμα σαν αρχηγός όταν οι πολιτικές άλλαξαν και όπως του πρότειναν, κι ενώ πολύ εύκολα θα μπορούσε να το έκανε, ιδιώτευσε και είναι μια χαρά σήμερα. Τότε όμως, στα Ίμια, ο Γιώργης ο Βουρμπιανίτης ο φίλος μου, με την επαγγελματική ιδιότητα του ναυπηγού, βρισκόταν στην Ιαπωνία για τις ανάγκες της δουλειάς του. Σαν επέστρεψε με πιάνει και μου λέει, τι κάναμε με τα Ίμια μου λες; Εμένα ρωτάς; τον Πάγκαλο και τον Σημίτη ρώτα που κυβερνάνε να σου πουν! Εμείς στην Ιαπωνία βλέπαμε στις ειδήσεις ότι ο ελληνικός στόλος είχε κυκλώσει τον τούρκικο και ήταν θέμα λεπτών να τον βυθίσει ολόκληρο! Τι να σου πω Γιώργη, αυτά μου έλεγε και ο στρατηγός που παραιτήθηκε. Αλλά κι ο Πάγκαλος, αυτός ο λαμπρός και ευφυής πολιτικός ανήρρρρ, τι δηλαδή, μας έλεγε ψέματα; Όχι, είναι αδύνατο Γιώργη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ήταν ο Καστοριάδης αντικομμουνιστής;

Ήταν ο Καστοριάδης αντικομμουνιστής;   Όλα τα πρωινά είναι πανέμορφα πέρα από τις εκάστοτε κλιματολογικές συνθήκες. Μάλιστα, στην Ανατολ...