Κυριακή 7 Ιουνίου 2020

Ο Μπάμπης ο φονιάς ...

Στη ταβέρνα του Φάρου, Οκτώβριος μήνας ήταν και ποιος το άρχισε δεν θυμάμαι, και άνοιξε η κουβέντα για το τέλος της χούντας και την αρχή της μεταπολίτευσης στην γλυκιά μας και τίμια πατρίδα. Συνήθως, πολιτικές κουβέντες δεν πολύ-κάνουμε, όχι μήπως τάχα μου διαφωνήσουμε -όλοι και όλες έχουμε διαφορετικές πολιτικές πεποιθήσεις-, αλλά διότι αντιλαμβανόμαστε πως οι κουβέντες γύρω από την πολιτική, στην Ελλάδα φυσικά, οδηγούν στο κενό, στην πλήρη ανυπαρξία. Ως εκ τούτου δεν σπαταλούσαμε ενέργεια για τα ήδη γνωστά και επαναλαμβανόμενα. Όμως, δέχτηκα αφύσικη πίεση, να ξεκινήσω εγώ την κουβέντα για το διάστημα εκείνο που τάραξε τον ρού της ζωής μας. Τους εξήγησα πως την εποχή της χούντας ήμουν βρέφος και της μεταπολίτευσης πιτσιρικάς 16αρης, τι να έλεγα, μήπως έκανα αντίσταση όπως εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες για να έχω γνώμη; Εκτός, τους είπα, αν θέλετε να σας πω γνώμες άλλων για το θέμα. Όχι, δεν θέλησαν κάτι τέτοιο πιά, εξάλλου πάντα στις κουβέντες μας για το τι είπαν οι άλλοι συζητούσαμε, όχι, ήθελαν κάτι καινούργιο, κάτι μη ειπωμένο. Έπεσα για λίγο σε σιωπή, έσωσα ένα τσιγάρο που είχα στα χείλη μου και ξεκίνησα το βιωματικό μου λακριντί: 

        Τον Ιούλιο του 1974 που έπεσε η χούντα, δούλευα στο αεροδρόμιο του Ελληνικού, στο δυτικό συγκεκριμένα όπου έφευγε και ερχόταν μόνο η Ολυμπιακή Αεροπορία. Όλες οι άλλες πτήσεις του εξωτερικού, γινόντουσαν από το ανατολικό αεροδρόμιο. Δηλαδή, το αεροδρόμιο ένα ήταν, το μεν δυτικό είχε είσοδο από την παραλιακή λεωφόρο, το ανατολικό από την Λ. Βουλιαγμένης. Πιτσιρικάς ήμουν όπως προανέφερα,  16αρης, και έβγαζα το χαρτζιλίκι μου μιάς και τα σχολεία ήσαν κλειστά. Εργαζόμουν στο πάρκινγκ και έπαιρνα φυσικά μαύρο χρήμα, ήταν όμως καλά, υπήρχε κούραση, πλήρες 8ωρο χωρίς διακοπή, η δουλειά είχε ζόρια, αυτοκίνητα ερχόντουσαν και έφευγαν, και όλα αυτά έπρεπε πληρώσουν ακόμα και το δεκάλεπτο που πάρκαραν σε μια θέση. Η δουλειά μου ήταν ακριβώς αυτή, έλεγχα αν τα παρκαρισμένα οχήματα είχαν πληρώσει το χρονομετρητή με το αντίστοιχο αντίτιμο, αν τα οχήματα είχαν παραβιάσει τον χρόνο που είχαν αγοράσει, καθόμουν ήσυχος, έκοβα μία απόδειξη που έμοιαζε με κλήση και οι οδηγοί, όταν έβλεπαν το χαρτί στο παρμπρίζ τους, φεύγοντας, περνούσαν από το ταμείο της επιχείρησης. Το χρήμα κυριολεκτικά έρρεε, δυό φορές στις ημερήσιες βάρδιες, περνούσε από κάθε χρονομετρητή ένας έμπιστος της επιχείρησης, άδειαζε τα χρήματα σε σάκους, αφεντικό και εργαζόμενοι ήμασταν ευχαριστημένοι, πληρωνόμασταν στην ώρα μας στο ακέραιο, τραβούσαμε για το σπίτι μας ή για όπου αλλού θέλαμε.

        Για την ακρίβεια, όταν ήμουν νυχτερινή βάρδια, σπάνια πήγαινα απευθείας στο σπίτι, συνήθως γνώριζα στο αεροδρόμιο όμορφα κορίτσια, με κοσμοπολίτικο αέρα, ελληνικά και ξένα, δεν υπήρχε προκατάληψη ούτε στο χρώμα ούτε στη θρησκεία, αυτά ποτέ δεν με ενδιέφεραν, έτσι, περνούσα τσίλικα γνωρίζοντας πολύ στενά, κορίτσια όλου του κόσμου. Αυτό όλο το όμορφο σκηνικό, ατόνησε μπορώ να πω, από τη μέρα που έπεσε η χούντα και άρχισαν να καταφτάνουν από το εξωτερικό οι εξόριστοι Έλληνες πολιτικοί. Το σεξ να κοιτάξεις ή την επανάσταση; Ο πρώτος που έφτασε και ράγισε σαν από σεισμό η παραλιακή λεωφόρος, ήταν ο Κ. Καραμανλής, ο πρεσβύτερος, όπως σοφά, τον κατέγραψε αργότερα η ιστορία. Όμως, ας κάνω ένα μικρό διάλλειμα διότι έχω συγκινηθεί………

        Πλήθη λαού είχαν γεμίσει ασφυκτικά τους χώρους γύρω από το αεροδρόμιο, ο κόσμος έφτανε μέχρι την Γλυφάδα από τη μία πλευρά, και από την άλλη, μέχρι και την Αμφιθέας. Χιλιάδες Έλληνες, δακρυσμένοι, υποδέχτηκαν τον νέο εθνάρχη τους, τον ταλαιπωρημένο από την άθλια εξορία που πέρασε στη Γαλλία τόσα χρόνια. Μα και αυτός, πραγματικός άρχοντας, όταν από την πόρτα του αεροπλάνου αντίκρυσε τον Αττικό ουρανό, δεν άντεξε και δάκρυσε. Κατέβηκε τα σκαλιά αργά, πλαισιωμένος από αγωνιστές της Δημοκρατίας, μπήκε στην μπλέ Rolls-Royce που κάποιος είχε βγάλει από τα υπόγεια γκαράζ της μαύρης χούντας, κάθισε αναπαυτικά στο κάθισμα του συνοδηγού και πίσω ακολουθούσαν χιλιάδες οχήματα κορνάροντας. Η πομπή, κατευθύνθηκε προς το Σύνταγμα, η κλειστή από χρόνους Βουλή, ο ναός της Δημοκρατίας όπως ακούστηκε αργότερα, περίμενε τον νέο ηγέτη της.

        Όπως είχα μάθει, από κουβέντες; Από τα σχολικά βιβλία; Από εφημερίδες; Δεν θυμάμαι με ακρίβεια, αυτός ο μεγάλος πολιτικός, διαισθανόμενος την έλευση της χούντας, είχε αποδράσει από την πατρίδα του μεταμφιεσμένος σε λοστρόμο; Σε καπετάνιο ποντοπόρου πλοίου; Οι πληροφορίες είναι ασαφείς, όμως, πράγματι, ήταν αξιοθαύμαστες οι αντοχές του, μα και ο λαός, αυτός ο χαρισματικός και σοφός λαός, τον τίμησε, τον έκανε πρωθυπουργό του και πρόεδρο της Δημοκρατίας.

        Η καλή παρέα, όσο μιλούσα και έβγαζα αποθηκευμένη γνώση από τον πολυτάραχο βίο μου, αυτή, κουτσόπινε, καθόταν ήσυχη και την αποθησαύριζε.

        Ήπια κι εγώ όμως δυό καλές γουλιές κρασί και συνέχισα … Την επόμενη μέρα, την μεθεπόμενη ίσως; Τέλος πάντων, μετά από τον εθνάρχη, έφτασε ο  μέγιστος των μεγίστων, ο καθηγητής της οικονομίας, που με τις γνώσεις του έδωσε καινούργια ρότα στην παγκόσμια οικονομία. Μιλώ για τον Ανδρέα Παπανδρέου φυσικά, αυτόν τον γίγαντα της σκέψης, τον εφευρέτη του τρίτου δρόμου του σοσιαλισμού, τον ίδιο αυτό άνδρα, που η Θάτσερ αργότερα όταν σε κάποιο  forum συνάντησε, λύγισε, σαν άνθρωπος και σαν γυναίκα. Πλήθη αμέτρητα και στην δική του κάθοδο από το αεροπλάνο, παραληρούσαν όταν τα χέρια του σήκωσε και τα χαιρέτησε. Γεννημένος και αυτός ηγέτης, καταξίωσε το ζεϊμπέκικο στο πολιτιστικό γίγνεσθαι της πατρίδας, έκλεψε τα συνθήματα του κουκουέ, έδωσε επιστημονική διάσταση στην κλοπή, την εξέλιξαν τα στελέχη του και την δίδαξαν στις νεότερες γενιές. Αυτός, δεν πρόλαβε να φύγει στο εξωτερικό, τον συνέλαβε το μαύρο βράδυ της «επανάστασης» ο στρατός και τον έκλεισε σε ένα ξενοδοχείο, αλλά τώρα, πατούσε γερά τα ιερά χώματα, έτοιμος να παίξει τον ρόλο για τον οποίο είχε αποφασίσει η Ειμαρμένη. Καταχρέωσε την χώρα, αλλά σταμάτησε και τον εμφύλιο που βαστούσε γερά μέχρι τότε. Η πατρίδα του οφείλει πολλά …

        Μετά από τον Ανδρέα της «λεύτερης Ελλάδας», πάτησε τα ιερά χώματα, ο μέγιστος των κομμουνιστών, ο πάλαι ποτέ καπετάν Γιώτης, ο Χαρίλαος Φλωράκης. Και τότε, με την έλευσή του, ο ουρανός βάφτηκε κόκκινος από τα σφυροδρέπανα και τις κόκκινες σημαίες, τότε, στην επιχείρηση, για λίγο φοβηθήκαμε, έχει γούστο, σκεφτήκαμε, να γλυτώσουμε από την μία επανάσταση και να πάμε στην άλλη! Όμως όχι, εκείνος ο αγωνιστής των ιδεολογιών και τον ορέων, κάπνιζε το τσιμπούκι του, νοσταλγούσε τις αθώες μέρες στα βουνά και τα λαγκάδια, πέταγε στα κνιτάκια που τον κύκλωναν μιά αμπελοφιλοσοφία μαρξιστική, την έπιαναν αυτά, την ανέλυαν, και το κόμμα, από την μεταπολίτευση και μετά αντί να ανεβαίνει ποσοστιαία, κατρακυλούσε προς τον όλεθρο. Το κόμμα, σαν ακόμα ένα θρησκευτικό δόγμα, ήταν αλάνθαστο, παντού έβλεπε εχθρούς, στα λόγια φυσικά, διότι, ποτέ δεν παραδέχτηκε πως ήταν ακόμα ένα συστημικό κόμμα, πιο συντηρητικό και από την νεκρή πιά ΕΡΕ, όμως, έλεγε ωραία παραμύθια. Και το παραμύθι, είναι ίσως η μόνη σταθερά στην ιστορία ολάκερου του κόσμου, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη μας. Πιθανόν, στην κατάρρευση της μαρξιστικής ιδεολογίας, να συνέβαλε και η κβαντομηχανική, η οποία απέδειξε μέσω πειραμάτων, ότι, η ύλη είναι το αποτέλεσμα και όχι η αρχή. Κατά συνέπεια, ο υλισμός και δη ο μαρξιστικός, δεν έχει λόγο ύπαρξης στις σημερινές κοινωνίες της 4ης βιομηχανικής επανάστασης.

        Τότε, τον Ιούλιο, στάθηκα τυχερός, διότι στην ιερή γη του αεροδρομίου, εμφανίστηκε και ο Λεωνίδας Κύρκος, αυτός δεν ήταν κομμουνιστής, ήταν αριστερός, δηλαδή κομμουνιστής μεν αλλά δεύτερης διαλογής. Και με την δική του άφιξη υπήρξε πολύ συγκίνηση από τα πλήθη που ζητωκραύγαζαν. Και ο άνθρωπος αυτός έκανε τον κόσμο να παραληρεί, άριστος γνώστης του λόγου και της μάζας -όχι φυσικά της κλάσης του Ανδρέα-, αυτός όμως άθελά του, καθιέρωσε την επιστήμη του κενού λόγου που στη συνέχεια ονομάστηκε «ξύλινος» Ήταν μάλιστα τόσο δυνατή η επιρροή τούτη, που την εφάρμοσαν όχι μόνο οι πολιτικοί, μα και οι συγγραφείς πολιτικό-κοινωνικών βιβλίων. Έγραφαν, έγραφαν, έγραφαν, μα δεν έλεγαν απολύτως τίποτα. Ο ξύλινος λόγος σε πάει παντού, όπου θέλεις και δεν λες τίποτε, δεν είναι μαγικός; Η ανανεωτική αριστερά της οποίας ηγήθηκε αυτός ο μέγας στοχαστής, από την πολύ ανανέωση εξατμίστηκε! Αλήθεια, τι μαγικά πράγματα συμβαίνουν στην λατρεμένη πατρίδα μας και δεν τα παίρνουμε χαμπάρι;

        Δυστυχώς, και το λέω με πόνο στην καρδιά, όταν έπειτα από χρόνους πάτησε το πόδι του πάλι στην Ελλάδα, ο απόγονος του μαρμαρωμένου αυτοκράτορα, ο εξόριστος βασιλιάς μας, δυστυχώς, το τονίζω, δεν στάθηκα τυχερός να λέω με καμάρι σήμερα πως «ήμουν εκεί», στην άφιξή του. Όμως, μιά φωτογραφία που είχα δει κάποια στιγμή, από την άφιξή του στο αεροδρόμιο του ελληνικού, με είχε κάνει να ραγίσω, σαν άνθρωπος, σαν πατριώτης, σαν χριστιανός, σαν Έλληνας. Ο άναξ, σκυφτός, φιλούσε το χώμα της πατρίδας του. Βέβαια, τσιμέντο φιλούσε, όμως κάτω από αυτό, σε ένα μέτρο περίπου, δεν μπορεί, θα υπήρχε χώμα. Τον λεβέντη αυτόν, τον έφαγε με την πονηριά του ο εθνάρχης μας και από τότε, βολοδέρνει πότε εδώ και πότε εκεί. Όμως τα πλήθη, σαν τον βλέπουν σε ένα γκαλά, σε κάποιο ιστιοπλοϊκό, έστω πεζό στους δρόμους της Αθήνας, συγκινούνται και τρέχουν να του φιλήσουν το χέρι, να πάρουν την ευλογία του. Τι καταπληκτικές εικόνες αλήθεια; Πόση αγάπη, έστω και καλυμμένη τρέφει αυτός ο ευλογημένος λαός για τον πάλαι ποτέ άνακτά του;

        Όμως, ο ίδιος αυτός λαός, πόσο αχάριστος φάνηκε αλήθεια με τους επαναστάτες της χούντας; Από τον Μιλτιάδη και μετά, έβγαλε ποτέ η πατρίδα μας ένα λεβέντη της κλάσης του Παπαδόπουλου; Του Παττακού; Του Ιωαννίδη έστω; Όχι, δεν έβγαλε, και σάπισαν στη φυλακή οι μεγάλοι αυτοί άνδρες, πρώτοι στον καλαματιανό, πρώτοι και στα πανηγύρια. Πάλι ο εθνάρχης έβαλε και εδώ το χέρι του και το έγκλημα τάχα μου, το έκανε στιγμιαίο, σαν τον καφέ δηλαδή. Μα και αυτοί στον καιρό τους τον επτάχρονο, είχαν τα πλήθη πίσω τους που τους προσκυνούσαν, τους αγκάλιαζαν, τους έκαναν θεούς. Σαν έπεσαν όμως, τα πλήθη τους αρνήθηκαν και δήλωσαν αντιστασιακοί. Άχ αυτές οι μάζες, πόσο εύκολες, πόσο προβλέψιμες είναι, πόσο εύκολα χειραγωγούμενες. Τα γνωρίζουν αυτά, τα σαΐνια οι πολιτικοί, και κάθε φορά τις πάνε όπου θελήσουν, στο συμφέρον πάντοτε της Δημοκρατίας.

        Σταμάτησα την αφήγηση και άναψα τσιγάρο, ένα ελαφρύ αεράκι χάιδευε τα πρόσωπά μας, ήπια πάλι δυό γουλιές κρασί και παρατήρησα την παρέα. Είχαν πέσει όλοι και όλες σε περισυλλογή. Συγκινημένοι βαθιά, σαν κι εμένα, από τον βάσανο όλων αυτών των μεγάλων ανδρών για την πατρίδα, καταλάβαιναν, έστω και έπειτα από τόσα χρόνια που πέρασαν, ότι, δεν πρέπει να ξεχνάμε τους μεγάλους άνδρες της ιστορίας μας. Δεν μιλούσα, μονάχα στοχαζόμουν ήσυχα, όμως διατάραξε την σιωπή της παρέας ο Γκουρού: για συνέχισε … Τι να συνεχίσω; Πολλά δεν σας είπα από το άχρηστο παρελθόν; Αλλά γιατί όχι; Ας συνεχίσω αφού θέλετε νοσταλγία και πόνο!

        Σε μία από τις βάρδιες μου, εμφανίστηκε στο αεροδρόμιο και ο Μίκης Θεοδωράκης, αυτός, δεν θυμάμαι σε ποια χώρα ήταν εξόριστος, όμως, τα πλήθη πάλι συγκεντρώθηκαν να αποθεώσουν και να θαυμάσουν το ίνδαλμά τους. Βαρούσαν οι παπάδες τις καμπάνες των γειτονικών εκκλησιών παρασυρόμενοι από το άσμα: σώπα που να’ ναι θα χτυπήσουν οι καμπάνες … οι γροθιές υψωμένες στον ουρανό, τα δάκρυα στα μάτια, η θάλασσα από κάτω φουσκωμένη, όλα αυτά τα σπουδαία και μοναδικά, τάραζαν τα συναισθήματα. Ήταν κομμουνιστής ο μεγάλος καλλιτέχνης, μετά έγινε αριστερός απλός, στήριξε το κόμμα του τρίτου σοσιαλιστικού δρόμου,  την επάρατη δεξιά επίσης, πάλεψε για το καλό του τόπου απ’ όλα τα κομματικά μετερίζια.

        Δεν θυμάμαι, στις βάρδιες μου άλλους μεγάλους να φτάνουν στην πατρώα γη από την εξορία. Σίγουρα υπήρξαν πολλοί, όμως, που να βαστούν οι μνήμες εκατοντάδες ανθρώπους που επέστρεψαν; Όλο αυτό τελικά το επαναστατικό κλίμα, όχι μόνο στα πλήθη, μα και σε μένα τον ίδιο δημιουργούσε ευφορία, πόσο μάλλον στην επιχείρηση που τα κέρδη της έφτασαν στα ύψη. Με τόση επανάσταση, έκοψα το σεξ με αλλοδαπά κορίτσια που περνούσα όμορφα, και γύρισα το βιολί με τα κορίτσια της επανάστασης. Συναντούσα βέβαια δυσκολίες, όχι μόνο επειδή ήμουν μικρός, όχι, οι δυσκολίες άρχιζαν από τη στιγμή που ρωτούσαν τι κόμμα ήμουν. Και τότε φυσικά ξεκινούσε το παραμύθι, που με ξάφνιασε, διότι πρόσεξα πώς είχε θεαματικά αποτελέσματα. Από εκείνο το καλοκαίρι του 1974, το παραμύθι το οργάνωσα καλύτερα, το εξέλιξα μπορώ να πω, και δεν τραβούσα στα μπουρδέλα να ξεχαρμανιάσω, όπως έκανε η γενιά μου, το ίδιο φυσικά από την πλευρά τους έκαναν και τα κορίτσια, οργανώθηκαν και εξελίχθηκαν. Μαζί με την επανάσταση για μιά Ελλάδα νέα, γεννήθηκε και η σεξουαλική επανάσταση στον άγιο τόπο μας. Έκανε πολλά καλά η χούντα τελικά με την πτώση της, γιατί όσο ζούσε, η υποκρισία του τρίπτυχου: πατρίς, θρησκεία, οικογένεια, είχε χτυπήσει ταβάνι από την πολύ μαλακία.

        Κουράστηκα από την πολυλογία που δεν την συνηθίζω, αλλά, αφού έφτασα ως εδώ, ας το κλείσω το θέμα, ποιο θέμα δηλαδή, ας κλείσω το κουβάρι του παρελθόντος που ξετύλιξα, και απλώθηκε κατά μήκος. Όπως ακούσατε, δεν είπα κάτι καινούργιο, για εσάς ίσως, μα για μένα σίγουρα όχι, αλλά για πέστε μου, τι σας πρόσφερε όλη αυτή η γνώση που έφτασε στο μυαλό σας; Άχρηστη εντελώς δεν είναι; Μπορεί αλήθεια να μας ενδιαφέρει, εσάς, εμένα, όλους μας, ό,τι καλό ή άσχημο έγινε στο παρελθόν; Ή μήπως, μάθαμε όλοι μας από τους πολιτικούς και τα στημένα παιχνίδια τους -που γίνονται πάντοτε για το καλό μας- κάτι διαφορετικό; Σαν τα πρόβατα δεν πηγαίνουμε κάθε τόσο στις κάλπες για να ψηφίσουμε τον «καλύτερο;». Και πάντα ο «καλύτερος» δεν αποδεικνύεται ο χειρότερος; Αφού βλέπουμε αυτή την αθλιότητα, αν την βλέπουμε, τότε γιατί συνεχίζουμε το παραμύθι; Μία εξήγηση δίνω μονάχα σε τούτη την παράνοια, διότι είμαστε σαν αυτούς, διότι θέλουμε τα είδωλά μας στις θέσεις που τους χαρίζουμε, διότι τελικά, το πρόβλημα δεν είναι αυτοί, αλλά εμείς. Αν εμείς δεν αλλάξουμε τους εαυτούς μας, τον τρόπο που σκεφτόμαστε, αν δεν αποκτήσουμε διακριτική ικανότητα, τι περιμένουμε αλήθεια; Να αλλάξει ένα κόμμα όλους εμάς ώστε να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι; Μα ένα κόμμα, όποιο κι αν είναι αυτό, απαρτίζεται πάλι από εμάς. Το γαϊτανάκι αυτό, ποιος θα αλλάξει τον κόσμο, είναι τόσο έντονα γελοίο, τόσο φανερό μπροστά στα μάτια μας, και μάλλον, για τον λόγο αυτό δεν το βλέπουμε.

        Γέμισα το άδειο ποτήρι με κρασί, σταμάτησα να μιλάω και έριξα τη ματιά μου στη θάλασσα. Μέσα από την ταβέρνα, ακουγόταν «ο Μπάμπης ο φονιάς, παιδί μιάς πατρινιάς κι ενός Μεσολογγίτη». Τι στο καλό, σκέφτηκα, τόση ώρα μιλούσα για τον Μίκη και ο ταβερνιάρης μας βάζει ν’ ακούσουμε Χατζιδάκι; 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Πανηγύρι … ή για τα πανηγύρια καταντήσαμε;

Πανηγύρι … ή για τα πανηγύρια καταντήσαμε;   Την εποχή εκείνη που το Γαλάτσι είχε στους χωμάτινους δρόμους του μουριές και λάσπη, στο πα...