Σάββατο 6 Ιουνίου 2020

Τα μελίσσια ...

Σαν ήπιαμε μιά γύρα με ρακόμελα για να καθαρίσει το σύστημα από την πόση και την βρώση, ο λιγομίλητος Πάνος, ένευσε καταφατικά, λέγοντας ταυτόχρονα πως τούτο το μέλι πρέπει να ήταν καλό. Μελισσοκόμος ο ίδιος στον ελεύθερο χρόνο του, μάλλον γνωρίζει περισσότερα πράγματα από εμάς για το χρυσό νέκταρ της μάνας γης. Στην αρχή, όταν πήγε ν’ αρχίσει τον λόγο του, ταράχθηκα στιγμιαία, έχε γούστο, σκέφτηκα, να πιάσει να μιλάει για τον αναρχισμό, του Daniel Guerin, για τα σοβιέτ που ίδρυσαν οι ουκρανοί αγρότες και μετά σφάχτηκαν σαν αρνιά από τον Τρότσκι, τον αρχηγό του κόκκινου στρατού, διότι ήσαν αναρχικοί και δεν ασπάζονταν πλέρια τις ενέργειες των μπολσεβίκων. Και στην Ισπανία κάποια χρόνια αργότερα, πάλι οι αναρχικοί σφάχτηκαν από τους φασίστες του Φράνκο, επειδή οι κομμουνιστές αξίωναν να ελέγξουν τα πράγματα. Οι ιδεολογικές διαφορές αναρχικών-κομμουνιστών δεν με αφορούν, αλλά μερικά πράγματα δεν είναι κακό να λέγονται, εξάλλου, το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα δεν είναι αλάθητο, όπως η εκκλησία καλή ώρα. Για τους αναρχικούς, πολλά είναι τα μειονεκτήματα του κράτους. Ας πάμε λίγο πίσω να δούμε τι είπαν μερικοί από τους πρωτοπόρους, από αυτούς που θεμελίωσαν την τάση αυτή.

        Λέει ο Στίρνερ: είμαστε οι δυό μας, το κράτος κι εγώ εχθροί. Κάθε κράτος είναι τυραννία, είτε ενός είτε πολλών. Κάθε κράτος είναι, αναγκαστικά, ολοκληρωτικό, έχει ένα σκοπό, να περιορίσει, να δέσει, να καθυποτάξει το άτομο στο δημόσιο, αποσκοπεί με τη λογοκρισία του, την επόπτευσή του, την αστυνομία του, να παρεμποδίσει κάθε ελεύθερη δραστηριότητα και θεωρεί την καταπίεση αυτή σαν καθήκον του, γιατί του επιβάλλεται από το ένστικτο της αυτοσυντήρησής του. Το κράτος δεν μου επιτρέπει να βγάλω από τις σκέψεις μου όλη την αξία τους και να την μεταδώσω στους ανθρώπους, παρά μόνο αν συμφωνούν με τις δικές του, διαφορετικά μου κλείνει το στόμα.

        Ο Προυντόν, ακολουθώντας τον Στίρνερ λέει: κυβέρνηση του ανθρώπου από τον άνθρωπο, σημαίνει δουλεία. Όποιος βάζει πάνω μου το χέρι του για να με κυβερνήσει είναι ένας σφετεριστής και τύραννος, τον θεωρώ εχθρό μου. Και εξαπολύει τη δική του ιερεμιάδα, άξια ενός Μολιέρου ή ενός Μπωμαρσαί: με κυβερνούν σημαίνει με επιτηρούν, με εποπτεύουν, με χαφιεδίζουν, με κατευθύνουν, με νομοθετούν, με ρυθμίζουν, με περιχαρακώνουν, με διαπαιδαγωγούν, μου κάνουν κατήχηση, με ελέγχουν, με κοστολογούν, με αποτιμούν, με μετρούν, με διοικούν όντα που δεν έχουν ούτε το δικαίωμα, ούτε τη γνώση, ούτε την αρετή γι’ αυτό. Με κυβερνούν σημαίνει με σημειώνουν, με καταγράφουν, με απογράφουν, με ζυγίζουν, με ταξινομούν, με φορολογούν, με υποσημειώνουν, με εμποδίζουν, με μετασχηματίζουν, με αναστηλώνουν, με διορθώνουν. Σημαίνει, με το πρόσχημα της δημόσιας ωφέλειας και του γενικού συμφέροντος, να με καταχωρούν, να με εξαγοράζουν, να με εκμεταλλεύονται, να με μονοπωλούν, να με γδύνουν, να με συμπιέζουν, να με κλέβουν, και ύστερα, με την παραμικρή αντίσταση από μέρους μου, με το παραμικρό παράπονο, να με καταδιώκουν, να με προπηλακίζουν, να με ταλανίζουν, να με κυνηγούν, να με λοιδωρούν, να με δένουν χειροπόδαρα, να με χώνουν φυλακή, να με τουφεκίζουν, να με πυροβολούν, να με δικάζουν, να με καταδικάζουν, να με εκτοπίζουν, να με θυσιάζουν, να με εμπαίζουν, να με χλευάζουν, να με ξεφτιλίζουν, να με ατιμάζουν. Αυτή είναι η εξουσία, αυτή είναι η δικαιοσύνη της, αυτή είναι η ηθική της. Ώ ανθρώπινη προσωπικότητα! Πως γίνεται και σύρθηκες σ’ αυτή την χαμέρπεια εξήντα ολόκληρους αιώνες; Σε έναν μάλιστα προφητικό οραματισμό, ο Προυντόν προαναγγέλλει τη μεγαλύτερη μάστιγα του εικοστού αιώνα: η υπαλληλοκρατία ωθεί τον κρατικό κομμουνισμό, στην απορρόφηση κάθε τοπικής και ατομικής ζωής από τον διοικητικό μηχανισμό, στην καταστροφή κάθε ελεύθερης σκέψης. Όλος ο κόσμος ζητά τη στέγασή του κάτω από τη σκέπη της εξουσίας, ζητά να ζήσει σε βάρος του δημόσιου. Έφτασε πια ο καιρός να θέσουμε τέρμα σε όλα αυτά. Με τη συνεχή επέκταση της συγκεντροποίησης, τα πράγματα έφτασαν σε τέτοιο σημείο ώστε η κοινωνία και η κυβέρνηση δεν μπορούν πια να ζήσουν μαζί. Δεν υπάρχει τίποτε, απολύτως τίποτε, μέσα στο κράτος, από την κορυφή ως τη βάση της γραφειοκρατίας, που να μην αποτελεί κατάχρηση που πρέπει να εξαλειφθεί, παρασιτισμός που πρέπει να εξαφανιστεί, όργανο κυριαρχίας που πρέπει να καταστραφεί. Και μας μιλάτε για διατήρηση του κράτους, για αύξηση της αρμοδιότητας του κράτους, για περισσότερη ενίσχυση της εξουσίας του κράτους! Και λέτε κατόπιν ότι είστε επαναστάτης!

        Για τον Μπακούνιν το κράτος είναι: μιά αφαίρεση που καταβροχθίζει τη λαϊκή ζωή, ένα απέραντο κοιμητήριο όπου, κάτω από τη σκιά και το πρόσχημα της αφαίρεσης αυτής, με γενναιοδωρία και μακαριότητα σφαγιάζονται και θάβονται όλοι οι γνήσιοι κραδασμοί, όλες οι ζωντανές δυνάμεις της χώρας.

        Ο Προυντόν, στην ουσία, βαδίζει με την εποχή του, κατανοεί την αδυναμία επιστροφής προς τα πίσω, είναι αρκετά ρεαλιστής ώστε να διακρίνει, ότι, η μικρή βιομηχανία είναι το ίδιο ανοησία όσο και η μικροκαλλιέργεια. Στο θέμα της σύγχρονης μεγάλης βιομηχανίας που απαιτεί σημαντικό εργατικό δυναμικό και οξύτατη μηχανοποίηση, είναι κολλεκτιβιστής. Στο μέλλον, λέει, πρέπει η μεγάλης κλίμακας βιομηχανία και αγροκαλλιέργεια να γίνεται από συνεταιρισμούς, δεν έχουμε δυνατότητα επιλογής. Και διαμαρτύρεται διότι τόλμησαν να τον πουν εχθρό της τεχνικής προόδου. Ο κολλεκτιβισμός του όμως απορρίπτει κατηγορηματικά και τον κρατισμό. Η ιδιοκτησία πρέπει να εξαφανιστεί, όσο η κοινότητα (με την έννοια που της δίνει ο εξουσιαστικός κομμουνισμός) αποτελεί καταπίεση και δουλεία. Αναζητά ο Προυντόν μιά εναρμόνιση κοινοκτημοσύνης και ιδιοκτησίας. Αυτό είναι ο συνεταιρισμός. Τα μέσα παραγωγής και ανταλλαγής δεν πρέπει να ελέγχονται ούτε από καπιταλιστικές εταιρείες ούτε από το κράτος. Όντας σε σχέση με τους εργάτες που τα κατέχουν «ότι είναι η κυψέλη για τις μέλισσες», η διαχείριση τους πρέπει να ασκείται από εργατικούς συνεταιρισμούς.

        Ο Πάνος, συντηρεί ένα μικρό σμήνος μελισσών, περίπου τριάντα κυψέλες του απορροφούν αρκετό από τον ελεύθερο χρόνο του. Όμως, δεν τον ανάγκασε κανείς να προχωρήσει στην ενασχόληση της μελισσοκομίας, του άρεσε ο τρόπος ζωής μιάς κυψέλης, και θέλησε να μάθει περισσότερα για τον τρόπο που λειτουργούν σαν κοινωνία. Βέβαια, ενδιαφέρον παρουσιάζει και μια μικρή κοινωνία μυρμηγκιών, όμως αυτά δεν ασχολούνται με την επικονίαση, δεν μεταδίδουν και δεν πολλαπλασιάζουν την ζωή κατ’ επέκταση, παρά μόνο φροντίζουν για την δική τους. Οι μέλισσες όμως, βοηθούν την ανθρωπότητα, όχι τόσο με τον πλούτο που παράγουν οι ίδιες, αλλά, κυρίως, με την εργατικότητά τους δίνουν ζωή στην χλωρίδα και οι αλυσιδωτές αντιδράσεις αυτής, συντηρούν κυριολεκτικά τον άνθρωπο. Σαν μελισσοκόμος ο Πάνος, δεν διαφέρει από έναν ποιμένα που συντηρεί ένα κοπάδι προβάτων για τον βιοπορισμό του. Μπορεί να αγαπά το κοπάδι του ο ποιμένας, όπως ισχυρίζεται, όμως πως σκοτώνεις όταν θελήσεις αυτό που αγαπάς; Σκοτώνεις από συμφέρον, οπότε η αγάπη πάει περίπατο. Αντίθετα από τον ποιμένα, το σμήνος των μελισσών που συντηρεί ο Πάνος, δεν το έχει για να βιοποριστεί, δηλαδή το συμφέρον δεν υφίσταται καν στη δική του περίπτωση. Από κάθε κυψέλη, ο Πάνος θα τρυγήσει ένα ελάχιστο μέρος, τόσο, που δεν θα προξενήσει κανένα πρόβλημα στη κανονικότητα του βίου της κυψέλης. Αν αυτή η πράξη δεν δηλώνει αγάπη, ή αν δεν θέλουμε να μιλήσουμε για την αγάπη που βάλλεται από τις άπειρες ερμηνείες που τις δίνονται, τουλάχιστον μπορούμε να μιλήσουμε με βεβαιότητα, για σεβασμό, και να πούμε πως ο Πάνος σέβεται τα μελίσσια του.

        Σεβασμός σε μιά κοινωνία που δρα με νοημοσύνη -όπως ένα μελίσσι- σημαίνει ότι, αντιλαμβάνεσαι την φύση σαν μέρος της ζωής σου, ότι εσύ είσαι μέρος της και όχι ξεχωριστό κομμάτι της. Αν προεκτείνουμε την λογική αυτή στις ανθρώπινες κοινωνίες, μπορούμε άραγε να πούμε πως και αυτές μπορούν να δράσουν με νοημοσύνη; Να πορευθούν δηλαδή έξω από κάθε είδους σύγκρουση που τις γεννά το συμφέρον το ατομικό ή το συλλογικό; Πιστεύω πως ναι, διότι στον κόσμο τίποτε δεν είναι αδύνατο. Αφού οι μέλισσες μπορούν, τα μυρμήγκια μπορούν, ολόκληρη η φύση μπορεί, εμείς γιατί να αποτελούμε εξαίρεση;

        Πηγαίνω δύο ή τρείς φορές την εβδομάδα και παρακολουθώ τα μελίσσια μου, συνεχίζει ο Πάνος, τα μετακινώ όταν η τροφή τους εξαντλείται, προς περιοχές που θα βοσκήσουν καλά, αυτές δε οι μετακινήσεις μπορούν να πραγματοποιηθούν αρκετές φορές μέσα στο χρόνο. Αλλού θα τα πάω να βοσκήσουν ρείκι, αλλού καστανιά, σε διαφορετικό τόπο αν θέλω κούμαρα ή άνθη, θυμάρι κτλ. Τίποτε δεν είναι εύκολο με τις μέλισσες, κάθε φορά που βρίσκομαι σε αυτές μαθαίνω και κάτι καινούργιο, κάτι που τις προηγούμενες φορές δεν είχα παρατηρήσει. Με εκπλήσσουν και με εντυπωσιάζουν με τον τρόπο που ζουν, με τους ρόλους που έχουν μέσα στο μελίσσι γύρω από τη βασίλισσα τους. Πόσες φορές μου έχει γεννηθεί η απορία, γιατί η βασίλισσα να συνευρίσκεται σεξουαλικά με τον κηφήνα, πως η πρώτη τη τάξει ας πούμε, επιλέγει τον τελευταίο; Αυτή η σμίξη, για μένα, δείχνει -και μην γελάσετε που θα το πω-, την κατάργηση των τάξεων. Για μένα, η βασίλισσα δεν είναι ο αρχηγός της κυψέλης, όχι, είναι αν θέλετε, ο συνδετικός κρίκος αυτής, οι κηφήνες, οι εργάτες, αυτή η ίδια, που κατοικούν στον ίδιο χώρο, έχουν την ίδια τροφή και στέγη, την ίδια ασφάλεια ή ανασφάλεια, η ζωή τους είναι δεμένη με ένα νήμα, όχι βέβαια τον μίτο της Αριάδνης, αλλά έναν μίτο ισχυρό, που έχει γερά θεμέλια. Ένα μελίσσι, σε βίο παράλληλο, μπορεί να ιδωθεί και από την πλευρά ενός σοβιέτ, ναι, μη γελάτε, από ένα σοβιέτ όμως πρωτόγονο ας πούμε και αυθεντικό, όπως ήταν αυτό των Ουκρανών αναρχικών και όχι φυσικά των μπολσεβίκων που στρέβλωσαν την πρωτοπόρα έννοια του.

        Ο λόγος του Πάνου με κέντρισε, σαν τον σταμάτησε με την τελευταία του φράση, κάναμε ένα μικρό διάλλειμα, γεμίσαμε τα άδεια ποτήρια μας με κρασί ή νερό, για λίγο, σταθήκαμε σιωπηλοί κοιτάζοντας τους απαλούς κυματισμούς της θάλασσας, από τον ξυλόφουρνο ο ταβερνιάρης έβγαζε ρεβύθια και μελιτζάνες, ένα ή δυό τραπέζια κοντά μας γέμισαν με πελάτες, ένα γατί μικρό γυρόφερνε απ’ ώρα το τραπέζι μας και τσιμπολογούσε μαζί μας, μέσα στη θάλασσα, ένας μικρός γλάρος έκανε βούτα για την τροφή του. Όλα αυτά τα μικρά συνέβαιναν γύρω μας, η ζωή συνέχιζε το αδιάκοπο φτερούγισμά της με διαφορετικές εκδηλώσεις, Οι στιγμές ήσαν μαγικές και εμείς βρισκόμασταν μέσα σε αυτές, όταν είσαι σε πραγματική σιωπή -σκέφτηκα αστραπιαία- δεν υπάρχουν συγκρούσεις, τα συναισθήματα δεν ρέουν και εξαφανίζονται, η σκέψη εξατμίζεται.

        Η σκέψη όμως επανήλθε, με τον κρότο των σπίρτων σαν άναψε το στριφτό του τσιγάρο ο Πάνος. Έτσι, «επανερχόμενος» κι εγώ στον τελευταίο λόγο του Πάνου, θέλησα να τον συνεχίσω ή να τον συμπληρώσω, ξεκινώντας έναν μικρό κύκλο: στην πραγματικότητα, η ρωσική επανάσταση του 1917, ήταν ένα πλατύ μαζικό κίνημα, ένα βαθύ λαϊκό κύμα που ξεπέρασε και υποσκέλισε τους ιδεολογικούς σχηματισμούς. Στο βαθμό που στάθηκε αυθεντική επανάσταση, με ώθηση από τα κάτω προς τα πάνω, παράγοντας αυθόρμητα άμεσης δημοκρατίας, παρουσίασε όλα τα χαρακτηριστικά μιάς κοινωνικής επανάστασης. Η αδυναμία όμως των Ρώσων αναρχικών τους εμπόδισε να εκμεταλλευτούν για τον θρίαμβο των ιδεών τους ευνοϊκές γι’ αυτές καταστάσεις. Η επανάσταση έγινε αντικείμενο σφετερισμού και παραμορφώθηκε από την κυριάρχηση, λένε οι μέν, από την πονηριά, λένε οι δε, της ομάδας επαγγελματιών επαναστατών που συσπειρώθηκε γύρω από τον Λένιν. Μάλιστα ο ίδιος, λίγο πριν πεθάνει, έλεγε, να ξανασκεφτούν τα συνολικά προβλήματα της επανάστασης και του αναρχισμού. Όλη αυτή η εμπειρία, σύμφωνα με τον Κροπότκιν που την επανέλαβε ο Βολίν, τους έμαθε, αν ήταν ανάγκη, το πως δεν πρέπει να γίνεται μιά επανάσταση.

        Ο αναρχικός Βολίν ήταν μέλος της μικρής ομάδας που, σε στενή σχέση με τους εργάτες και με την υποκίνησή τους, είχε την ιδέα να συστήσει το πρώτο σοβιέτ. Η εμπειρία τούτη χαράχτηκε για πάντα στην εργατική συνείδηση κι όταν ξέσπασε η επανάσταση τον Φλεβάρη του 1917, οι επαναστάτες ηγέτες δεν είχαν πια τίποτα να εφεύρουν. Οι εργάτες κατέλαβαν αυθόρμητα τα εργοστάσια και τα σοβιέτ ξεκίνησαν μόνα τους. Μάλιστα, οι επαγγελματίες της επανάστασης αιφνιδιάστηκαν και όπως ο ίδιος ο Λένιν ομολόγησε, οι εργατικές και αγροτικές μάζες ήταν εκατό φορές αριστερότερα από τους μπολσεβίκους. Το γόητρο των σοβιέτ ήταν τέτοιο ώστε η εξέγερση του Οκτώβρη δεν μπόρεσε να εκραγεί παρά στο όνομα και με έκκλησή τους. Παρ’ όλη όμως τη φλόγα τους, στερούνταν ομοιογένειας, επαναστατικής εμπειρίας και ιδεολογικής προπαρασκευής. Ήταν, από το γεγονός αυτό, εύκολη λεία πολιτικών κομμάτων με ταλαντευόμενες επαναστατικές αντιλήψεις. Αν και οργάνωση μειοψηφίας, το μπολσεβίκικο κόμμα ήταν η μόνη πραγματική οργανωμένη επαναστατική δύναμη που ήξερε που βάδιζε. Ανταγωνιστές στον χώρο της άκρας αριστεράς δεν είχε, ούτε στο πολιτικό ούτε στο συνδικαλιστικό πεδίο. Διέθετε πρώτης γραμμής στελέχη, ανέπτυξε δε, όπως παραδέχτηκε ο Βολίν, μιά άγρια, πυρετώδη και κεραυνοβόλα δραστηριότητα. Παρόλο που ο κομματικός μηχανισμός -του οποίου ο Στάλιν ήταν ακόμη την εποχή εκείνη ένα από τα σκοτεινά του μπουμπούκια-, έβλεπε πάντα με δυσπιστία τα σοβιέτ, τον ενοχλητικό αυτό ανταγωνιστή του.

        Ορίστε, συνέχισα έπειτα από μία μικρή παύση, από τις μέλισσες του Πάνου που φτάσαμε, να λέμε περασμένα και νεκρά πράγματα. Όλα αυτά, αναρχισμός, κομμουνισμός, σοσιαλισμός κτλ., σήμερα έχουν ξεπεραστεί από τη ζωή, όμως σαν τα αναφέρουμε, δεν δημιουργούνται μέσα μας λογιών-λογιών συναισθήματα; Αναπαράγοντας τα γνωστά, το παρελθόν δηλαδή, αυτόματα σχεδόν, ασυνείδητα, αρχίζουν οι εσωτερικές συγκρούσεις. Γιατί, κακά τα ψέματα, όλο αυτό το πισωγύρισμα της σκέψης, αυτό δεν κάνει; Δεν θέλω να πάω μακρύτερα και να πω, τι στο καλό, γιατί όλες αυτές οι ιδεολογίες μας χωρίζουν και έχουμε ξεχάσει τον ανθρωπισμό μας; Βέβαια, δεν χωρίζουν τους ανθρώπους μόνο οι ιδεολογίες, την ίδια βρώμικη δουλειά κάνουν τα γήπεδα με τους οπαδούς (τις αγέλες), τα θρησκευτικά δόγματα με τους πιστούς τους, τα κόμματα με τα μέλη τους. Έχουμε φτιάξει, έχουμε οργανώσει τη ζωή μας με τρόπο τέτοιο, ώστε όλη αυτή τη σαβούρα να την θεωρούμε σαν κάτι το φυσικό, έχουμε μάλιστα τόσο τυφλωθεί που, αν ακούσουμε κάτι διαφορετικό έξω από αυτά που θεωρούμε με την πάροδο του χρόνου σαν «ιερά και όσια», αμέσως το περιθωριοποιούμε, δίχως καν να το καταλάβουμε. Κάτι άγνωστο αν ακούσουμε, ή έστω κάτι καινούργιο, κάτι που ακούγεται για πρώτη φορά, αυτόματα, λες και υπάρχει κάποιος αμυντικός μηχανισμός μέσα μας που αρνείται αυτό που δεν μπορεί να ελεγχθεί, έχουμε υψώσει ένα απροσπέλαστο τοίχος γύρω μας και ό,τι κινείται έξω από αυτόν το θεωρούμε επικίνδυνο. Πάντοτε βρισκόμαστε μέσα στον αξεπέραστο νοητικό κύκλο, αυτός, μπορεί να διευρυνθεί από τη σκέψη μας, όμως πάντοτε είναι περιορισμένος, ακριβώς επειδή η σκέψη μας είναι πάντοτε περιορισμένη. Την φυλακή αυτή -διότι περί φυλακής πρόκειται-, αν ένα μαγικό χέρι την σπάσει, την διαλύσει, τότε θα μείνουμε εντελώς γυμνοί. Το να μείνεις γυμνός από τα ήδη γνωστά, φαντάζει σαν κάτι τρομακτικό, μας είναι άγνωστο και μας φοβίζει. Δεν το ελέγχουμε, λες και ελέγχουμε την ζωή μας και αυτό πιά δεν μας ταιριάζει!

        Ένας κομμουνιστής βέβαια, θα ισχυριστεί πως, σήμερα, όσο ποτέ άλλοτε, είναι επιτακτικός ο κομμουνισμός, το αλάθητο κόμμα, θα φέρει κάποια στιγμή έτσι τα πράγματα, που και οι οπαδοί του θα γίνουν αλάθητοι, θα επέλθει δηλαδή η τελειότητα. Το ατελές μέλος του κόμματος, θα φέρει την τέλεια κοινωνία. Δεν υπάρχει ούτε ένας λόγος σοβαρός, να μιλήσεις με έναν κομμουνιστή για πολιτική, διότι εκ των προτέρων γνωρίζεις την στερεότυπη θέση του. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει με τον αναρχικό, τον σοσιαλιστή, τον φιλελεύθερο, τον καπιταλιστή. Όλοι τους κινούνται σε έναν αξεπέραστο νοητικό κύκλο. Αφήνω εκτός λίστας -κύκλου- συνειδητά τον φασίστα, διότι αυτός από μόνος του έχει θέσει τον εαυτό του στην κατηγορία των ηλιθίων. Διακρίνοντας ότι, καθώς όλοι οι παραπάνω μιλάνε για ένα τέλειο πολίτευμα, για την δική τους μοναδική αλήθεια, γεννάται το ερώτημα, εγώ, που στέκομαι έξω από όλες αυτές τις ιδεολογίες, ποιόν να πρωτοπιστέψω; Ποιός από όλους υποστηρίζει την πραγματική αλήθεια; Ποια γνώμη να ενστερνιστώ;



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Πανηγύρι … ή για τα πανηγύρια καταντήσαμε;

Πανηγύρι … ή για τα πανηγύρια καταντήσαμε;   Την εποχή εκείνη που το Γαλάτσι είχε στους χωμάτινους δρόμους του μουριές και λάσπη, στο πα...