Τετάρτη 17 Ιουνίου 2020

Κορινθιακά κόλπα ...

Ο στρατιώτης κατοικούσε εδώ στην Κόρινθο στον πολιτικό του βίο, κοντά στο σπίτι μου, άρχισε να ιστορεί στην παρέα ο Μάνος. Εδώ, στην παράλια πόλη, το αεράκι έχει δύναμη και οι μπουνάτσες στην θάλασσα σπανίζουν και κατ’ επέκταση κι’ αυτός ο ίδιος δεν έμενε ποτέ ήσυχος. Ό,τι συνηθίσεις είσαι, που λένε, και ο στρατιώτης δεν είναι ότι έκανε τανζανιές στη θητεία του, και τι να κάνει άλλωστε, όμως ο αξιωματικός που έχει μάθει να υποτάσσει τον φαντάρο με κάθε τρόπο, βρήκε στον Κορίνθιο στρατευμένο έναν εύκολο στόχο για να βγάλει τα καλυμμένα απωθημένα του. Μήπως ήταν ο πρώτος; Όχι βέβαια, ο στρατός ήταν γεμάτος από την κατηγορία τούτη των αξιωματικών που ασκούσαν «εξουσία» με ποικίλους τρόπους. Αργά αλλά σταθερά, ο στρατιώτης έγινε συλλέκτης πολλών μηνών φυλακής δια ασήμαντους εννοείται λόγους αλλά «σημαντικούς» για την «ατσάλινη» πειθαρχία του στρατεύματος. Ήταν απροσάρμοστος κατά την στρατιωτική ορολογία, δηλαδή έν τοις πράγμασι που λένε, ήταν μια χαρά άνθρωπος, φυσιολογικότατος σαν νέος αλλά ο στρατός είχε τα εργαλεία να σε χαρακτηρίζει όπως ήθελε γιατί του χαλούσες τη μανέστρα.
        Στον ίδιο λόχο με αυτόν υπηρετούσε και έτερος Κορίνθιος στρατιώτης -δεν θα μαρτυρήσω ποιος ήταν-, αλλά τι παράξενο, εκείνος ήταν πρότυπο για τον λοχαγό του, αλλά είχε ένα σοβαρό πρόβλημα, για λόγους ασήμαντους είχε πάρα πολύ καιρό να πάρει άδεια και να πάει να βοηθήσει τον αγροτοκτηματία πατέρα του. Κάποια μέρα όμως, σαν έμαθε ότι ο ανεπρόκοπος και με βεβαρυμμένο μητρώο συντοπίτης του θα πήγαινε για λίγες μέρες στην Κόρινθο αδειούχος, τον φώναξε ιδιαίτερα και του είπε: «μπορείς να δώσεις στον πατέρα μου αυτό το γράμμα;», δεν είχε λόγους ν’ αρνηθεί το μικρό θέλημα το παλιόμουτρο, το πήρε και το παρέδωσε στον παραλήπτη όταν έφτασε στον σπίτι του.

        Την μέρα που θα έπαιρνε τον δρόμο της επιστροφής ο αδειούχος εξ Κορίνθου, του δίνει ο αγροτοκτηματίας ένα μεγάλο δέμα παρακαλώντας τον να το δώσει στον γιό του. Ήταν ένα μεγάλο χάρτινο σκεύασμα δεμένο με τριχιά λόγω του βάρους του, το έβαλε στον ώμο του ο στρατιώτης κι’ έφυγε. Σαν έφτασε την άλλη μέρα στο χωριό πλησίον της μονάδας του, τράβηξε για έναν γνωστό του ταβερνιάρη. Αφού άνοιξαν παρέα το δέμα, είδαν ότι αυτό είχε μέσα ένα σωρό καλούδια, μία νταμιτζάνα με κρασί αγιωργίτικο, μία γαλή σφαγμένη, τρία τέσσερα κιλά τυρί, είκοσι περίπου φρέσκα αυγά, ένα καρβέλι ζυμωτό ψωμί, ένα μικρό τενεκέ με τσιγαρίδα και άλλα μικροπράγματα. Άφησε στον ταβερνιάρη την γαλή και το κρασί, πήρε τα υπόλοιπα και τα παρέδωσε στον φαντάρο τον συντοπίτη του. Εκείνος δε με τη σειρά του χτύπησε την πόρτα του λοχαγού και του έδωσε το πεσκέσι με τα αγνά προϊόντα!
        Πολύ ευχαριστήθηκε με το πεσκέσι ο λοχαγός, μετέφερε στην οικία του το δέμα του αγροτοκτηματία κατά το μεσημέρι και φώναξε: «γυναίκα, έλα, σου έχω φαγιά βιολογικά να ντερλικώσουμε», χάρηκε η σύζυγος την δουλοπρέπεια του κατωτέρου τους επιπέδου ανθρώπου, έστρωσε κι’ έφαγαν καγιανά με φρέσκα υλικά. Έτρωγε κι’ έπινε ο λοχαγός μετά της κυρίας του τον μόχθο του άλλου ώσπου μια μέρα θυμήθηκε ότι έπρεπε να ευχαριστήσει ο ίδιος τον αγροτοκτηματία για την προσφορά του, είχε τρόπους εξάλλου, δεν ήταν αγροίκος, στη σχολή είχε μάθει το μήλο και το καθάριζε με μαχαίρι και πηρούνι, δεν το σκούπιζε με την παλάμη του πόσο μάλλον να το φάει με ζοριασμένο χέρι!
        Βρήκε το τηλέφωνο από τον γιό του τον φαντάρο και ένα πρωινό, από το υπηρεσιακό τηλέφωνο τον βρήκε επιτέλους: «έλα, καλημέρα καλέ μου άνθρωπε, πέρασαν τόσες μέρες από τότε που μου έστειλες το δέμα με τα καλούδια και θέλω να σε ευχαριστήσω πολύ, ήταν όλα πολύ νόστιμα, η τσιγαρίδα, το τυρί, το ψωμί, τα φρέσκα αυγά, σ’ ευχαριστώ πολύ». Παραξενεύτηκε ο αγροτοκτηματίας και τον ρώτησε: «το κρασί της νταμιτζάνας δεν σου άρεσε; Δεν το ήπιες;», «τι κρασί μου λες άνθρωπε μου; Δεν υπήρχε κρασί στο δέμα», φούντωσε ο αγροτοκτηματίας: «μα τι λες, και δέκα κιλό κρασί διαμάντι υπήρχε αλλά και η γαλή, δεν σου άρεσε αυτή;».
        Ο λοχαγός, που τον διέκρινε η ευγένεια και η πραότητα, συγκράτησε τα νεύρα του για την απώλεια του οίνου και της γαλής και το επόμενο πρωινό είχε στην αναφορά τον άθλιο Κορίνθιο τον βαρυποινίτη που καθώς φαίνεται έβαλε χέρι σε δικό του πεσκέσι. Σε αυτόν τον δύσκολο κόσμο, όλοι ζούμε για μια τιμή και αυτός ο ελεεινός που ήταν παράδειγμα προς αποφυγή για τα χρηστά ήθη του στρατού τόλμησε και του παρέδωσε το δέμα μισό. Στην αναφορά θέλησε να τον τσακίσει τον παλιοκλέφτη ο λοχαγός: «τι την έκανες την νταμιτζάνα με το κρασί φαντάρε; Γιατί δεν μου την παρέδωσες;», ο λόγος του, το καυτό ερώτημα, σαν μαχαιριά έσκισε τον αέρα. «Τι να σας δώσω κύριε λοχαγέ, μου έπεσε και έσπασε», απολογήθηκε με ψυχραιμία το ρεμάλι. «Και η γαλή, η γαλή τι έγινε, έπεσε κι’ έσπασε κι’ αυτή;» τον ρώτησε ο λοχαγός τον απολογούμενο και τον έκανε να λυγίσει. «Αυτή κύριε λοχαγέ πέταξε κι’ έφυγε μακριά, την έχασα!», ξεστόμισε με την αναίδεια που διακρίνει τους ενόχους εκείνος ο απατεώνας και ο λόχος έπεσε στα γόνατα από τα γέλια. Έριξε 5 μέρες φυλακή στον αναιδή στρατιώτη και του έκλασε που λέμε τ’ αρχίδια. Η γαλή και ο οίνος καταναλώθηκαν μετά το πέρας της τιμωρίας σε ταβέρνα πλησίον της μονάδας. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ήταν ο Καστοριάδης αντικομμουνιστής;

Ήταν ο Καστοριάδης αντικομμουνιστής;   Όλα τα πρωινά είναι πανέμορφα πέρα από τις εκάστοτε κλιματολογικές συνθήκες. Μάλιστα, στην Ανατολ...