Σάββατο, 2 Γενάρη. Το
ξύπνημα με βρήκε χορτάτο από ύπνο, τεντώθηκα για λίγο στο κρεβάτι, πέταξα από
πάνω μου το πάπλωμα και πήγα να πλυθώ. Το παγωμένο νερό στο πρόσωπό μου, μεμιάς
έδιωξε τις τσίμπλες κι ένιωσα καλά, Πρώτη μου δουλειά να πάω στη κουζίνα να πιώ
νερό μπόλικο να πάρει να λειτουργεί το σύστημα. Με το δεύτερο ποτήρι νερό ήρθα
στα ίσα μου, άνοιξα τη μπαλκονόπορτα μα το φως είναι ακόμα λειψό, δεν έδωσα
σημασία και κάθισα με ρέγουλα να φτιάξω το πρωινό μου γεύμα. Μια φέτα ψωμί
αλειμμένη με λίγο μέλι φτάνει και περισσεύει. Σαν την έφαγα αργά, ήπια πάλι
νεράκι κι έβαλα να ψήσω τον καφέ μου. Με τον καφέ στο χέρι τράβηξα για το
γραφείο μου, άνοιξα ακόμα μιά μπαλκονόπορτα για να ειδώ το φως όταν φανεί και
κάθισα ήσυχος στη καρέκλα. Εκεί, πάνω στην απέραντη σιωπή, το μυαλό -πως και
γιατί δεν ξέρω- άρχισε το αλόγιστο ταξίδι του, τ’ άφησα να ταξιδέψει
ανεμπόδιστα.
Βόρεια, κατά τον Αρκτικό Κύκλο, ένας Λάπωνας, γλιστράει πάνω
στον πάγο με το έλκηθρό του γεμάτο τροφή και πάει να ταΐσει τους ταράνδους του.
Καμιά πεντακοσαριά όλοι κι όλοι, τρυπάνε στ’ ακούνητα από την παγωνιά δάση τα
εδάφη ψάχνοντας να βρούνε να φάνε τίποτα λειχήνες, μα δυσκολεύονται αρκετά
στους -45 και -50 βαθμούς Κελσίου. Έτσι, ο ποιμένας τους, σαν τον Άη Βασίλη κι
αυτός πάνω στο έλκηθρό του, κάνει το καθημερινό του δρομολόγιο για να φτάσει
κοντά τους. σαν τον μυρίζονται αυτοί -κι ενώ είναι διασκορπισμένοι στο δάσος-,
βγαίνουν στο ξέφωτο κι ακολουθούνε την τροφή τους. Όταν σταματά το έλκηθρο με
την τροφή, όλοι οι τάρανδοι περιμένουν υπομονετικά τις αργές κινήσεις του
Λάπωνα. Αυτός, με τέχνη, για να μην τσακωθούν τα ζώα του ποιο θα πρωτο-φάει
καρπό, χαράζει ένα μεγάλο κύκλο και πάνω σ’ αυτόν αφήνει κάθε τόσο τροφή, έτσι, με τον τρόπο αυτό, οι
τάρανδοι δεν συνωστίζονται και τρώνε όλοι τους με ησυχία αυτό που τους
αναλογεί.
Τούτος ο Λάπωνας κτηνοτρόφος, είναι φαμελιάρης, έχει παιδιά,
εγγόνια, και όλοι τους ζούνε από τους ταράνδους. Σκοτώνουν όσους χρειάζονται
για την τροφή και την ένδυσή τους, λίγους ακόμα πουλάνε για ν’ αγοράσουν τ’
απαραίτητα που τους λείπουν, και ζούνε ήσυχα, ευχαριστημένοι από τα ελέη του
Αρκτικού Κύκλου και των χαμηλών θερμοκρασιών. Ψαρεύουν επίσης τρυπώντας τους
πάγους των ποταμών και των λιμνών, ασφαλίζουν τα κονάκια τους από τις ακραίες
καιρικές συνθήκες και απολαμβάνουν τη δωρική ζωή τους. Μακριά από φτιασίδια και
μπιχλιμπίδια, από άχρηστα καταναλωτικά «αγαθά» κι ένα σωρό σκατολοϊδια που
ορίζουν τη ζωή νοτιότερα απ’ αυτούς, δίχως πλαστές ανάγκες και άγχη για την
απόκτηση τους, ζούνε ήσυχα, είναι ευδιάθετοι, χαμογελαστοί, αθώοι σαν παιδιά.
Αν αυτούς τους ανθρώπους της φύσης τους βάλεις στη πόλη για
να ζήσουν «καλύτερα», με «αξιοπρέπεια», ή θα πάθουν βαριά κατάθλιψη, ή αν είναι
τυχεροί, θα λακίσουν από την παράνοια και θα πάνε πίσω στον απέραντο παράδεισό
τους. Εκεί, που, είσαι στη κορφή ενός λοφίσκου κι αγναντεύεις την απεραντοσύνη
της παγωνιάς, εκεί που, μιά ατέλειωτη σιωπή διαφεντεύει τα πράγματα και ευλογεί
την ομορφιά.
Είναι σκληρή, σκληρότατη η ζωή κεί πάνω στον Αρκτικό Κύκλο,
με τον λιγοστό ήλιο και το πολύ Σέλας, μα είναι αγνή, αληθινή, παρούσα σε κάθε
βήμα που κάνουν αυτοί οι άνθρωποι. Εγώ, ο καλομαθημένος άνθρωπος της πόλης, που
σπαταλώ τον χρόνο μου σε ανοησίες, νομίζω πως κάτι σοβαρό κάνω, κάτι που το
βαπτίζω σπουδαίο, μοναδικό, και συνεχίζω να ζω μ’ αυτό. Κάνω την κριτική μου
κάθε μέρα σε όσα μου σέρβιραν με μαεστρία οι διαχειριστές της κοινής γνώμης,
αγανακτώ, θυμώνω, λυπάμαι, χαίρομαι, και με τον ένα ή άλλο τρόπο ενστερνίζομαι
κάτι που δεν είναι δικό μου, σαν δικό μου. Όλο αυτό το αλισβερίσι μάλιστα, αν
θέλω το βαπτίζω και ελευθερία! Τι είμαι εγώ, σαν τον αστοιχείωτο τον Λάπωνα
που ούτε κινητό τηλέφωνο δεν έχει;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου