Σάββατο 16 Γενάρη. Μας
ζάλισαν τ’ αρχίδια για μέρες πολλές τα Μέσα με τον καιρό, έρχεται δεν έρχεται,
θα βρέξει ή θα χιονίσει, τι να κάνουμε για να προστατευτούμε από το ψύχος!
Τέτοια σοβαρά και πιασάρικα. Λοιπόν ναι, τ’ ομολογώ, έπεσαν μέσα στις
προβλέψεις τους όλοι αυτοί οι καραγκιόζηδες των δελτίων καιρού, και τώρα -όπως
παρατηρώ από το παράθυρο- έχει μιά ψιχάλα με την θερμοκρασία να δείχνει 4c. Άει να χαθείτε κοπρίτες ειδικοί,
τρομολάγνοι, κάθε καρυδιάς καρύδι που πιάνετε ένα μικρόφωνο και παραληρείτε
νιώθοντας τη δύναμη που έχετε. Ποια δύναμη δηλαδή, αν σας αφαιρεθούν τα
μικρόφωνα και τα φτιασίδια του μακιγιάζ, σαν τους φελλούς κι εσείς θα
καταντήσετε, ίσα που θα επιπλέετε.
Με τον καφέ ανά χείρας βγήκα στη βεράντα ν’ αγναντέψω την
μαρτυρική Πάρνηθα από το μένος της κλιματικής αλλαγής. Δεν την είδα, δεν
μπόρεσα, ορατότης μηδέν που λένε λόγω του χαμηλού βαρομετρικού, που σημαίνει
ότι στο βουνό χιονίζει. Έ και λοιπόν; Χειμώνας δεν είναι; Δεν θα χιονίσει; Δεν
θα βρέξει; Δεν θα κάνει κρύο; Το ψιλόβροχο, όπως χαζεύω την ομορφιά, μου χτυπά
ελαφρά το πρόσωπο, μου το χαϊδεύει καλύτερα, νιώθω τη φρεσκάδα της σταγόνας και
γελάω ευχαριστημένος που αντικρύζω, που ζω, που είμαι παρών στο «σφυροκόπημα»
της φύσης. Με τις αστραπιαίες αυτές σκέψεις όμως, ο καφές κρύωσε, έχασε τη
σπιρτάδα του, τ’ αρώματά του τα πήρε ο βορειάς και τα σήκωσε, τι να κάνω όμως
χωρίς ζεστό καφέ; Να φτιάξω άλλον; Όχι, θα κάνω κάτι καλύτερο.
Ασφάλισα το κορμί μου με ζεστά ρούχα και έφτασα στην πλατεία,
ο φούρνος έχει ανοίξει από τις 7 και τώρα είναι περασμένες 8, παράγγειλα τον
διπλό εσπρέσο και χάζευα έξω τον μουσκεμένο δρόμο. Η πλατεία άδεια τέτοια ώρα,
η πλατεία Ιάκωβου Καμπανέλη παρακαλώ, διότι πρόσφατα όπως διάβασα στο καλύτερο site της
πόλης, στο e-galatsi.gr, ο Δήμος Γαλατσίου έδωσε ονόματα σε
όλες τις αδέσποτες πλατείες της πόλης. Πολλές και μικρές πλατείες διότι η
μεγάλη, η κεντρική πλατεία, είναι αόρατη, τετραδιάστατη, κινείται κι αυτή
δηλαδή στη σφαίρα των Ιδεών.
Όταν όμως λέω ιδέες, μην πάει ο νους στις κοκορομαχίες που
γίνονται έξωθεν του κολυμβητηρίου Γαλατσίου από χαμένους στην ανάλυση «αριστερούς»
συμπολίτες μας, όχι, μιλάω για τις ιδέες του συμπολίτη μας -έστω και αρχαίου-
του Πλάτωνα. Και λέω «συμπολίτη μας, διότι ως γνωστό, το τσιφλίκι του
αριστοκράτη φιλόσοφου, ξεκινούσε από τους κήπους των Πατησίων, ανέβαινε στην
πλαγιά του Γαλατσίου, σκαρφάλωνε τον Αγχεσμό κι έπεφτε στο αντιπρανές του
Ψυχικού και της Φιλοθέης και συνέχιζε μέχρι και το κάτω Χαλάνδρι. Έμ… με τόση
γη ρε Πλάτωνα, τι θα γινόσουν; Σαγματοποιός; Αλμπάνης; Οψοκομιστής; Δεν
γίνονται αυτά τα πράγματα. Η φιλοσοφία ταιριάζει στους τσιφλικάδες σαν και
λόγου του και η δουλειά με το κιλό για την πλεμπάγια (που λέει και ο Νίτσε και
ταράζονται οι Γερμανοί συμπατριώτες του), ήτοι ελληνιστί, πλέμπα, μάζα κτλ.
Ευτυχώς, το αστραπιαίο ταξίδι του μυαλού μαζεύτηκε πάλι στον
εσπρέσο που ετοιμάστηκε από το κορίτσι του φούρνου, πλήρωσα και κρατώντας τον
στο χέρι βγήκα πάλι έξω να μαρτυρήσω στον βαρύ καιρό. Τι το ήθελα όμως; Έπεσα
πάνω στην ωραία κυρία που έβγαζε βόλτα το σκυλάκι της έχοντάς του καλυμμένο το
κορμί του. Από καιρό χαλβαδιάζω την ωραία κυρία, με κορμί λαμπάδα, και με μιά
αδιαφορία για ό,τι συμβαίνει γύρω της που μου δίνει στα νεύρα. Μιλάμε, λέμε
πάντοτε δυο κουβέντες, τετριμμένες, και μέχρι εκεί, δεν πάει παρακάτω το πράγμα.
Γιατί; Διότι …
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου