ΠΑΣ
Γαλάτσι ή ΠΑΤΟΣ Γαλάτσι;
Την αρχαία εποχή, στο
Γαλάτσι ανθούσε το ποδόσφαιρο. Σε κάθε γειτονιά κι αλάνα παιζόταν ποδόσφαιρο,
ξέρετε, αυτό το παιχνίδι με το δερμάτινο τόπι. Σκόνη, λάσπη, βράχια, κακοτράχαλοι
δρόμοι, κάθε κενός χώρος γινόταν ένα μικρό γήπεδο και το παιχνίδι άρχιζε. Αντί
για γκολπόστ δυό μεγάλες πέτρες, γραμμές οφσάιντ μέχρι τα όρια του επίπεδου ή πλάγιου
χώρου, διαιτητής ήταν ο ισχυρότερος από τις δυό αντίπαλες ομάδες, Προπονητές
δεν υπήρχαν, οι «παράγοντες» ήταν άγνωστη λέξη, Αυτά και πολλά άλλα κατά την
αρχαία εποχή.
Σταδιακά
άρχισε και η πρόοδος, οι αλάνες μειώθηκαν, οι χωμάτινοι δρόμοι χάθηκαν, αλλά
άνθησε το ερασιτεχνικό ποδόσφαιρο. Οι λιγοστές ομάδες προ της χούντας, με την
πτώση της πλήθυναν, αλλά το ποδόσφαιρο εξακολουθούσε και ήταν ακόμα ένα
παιχνίδι. Και ο κόσμος κάθε Κυριακή -πρωί ή απόγευμα- γέμιζε τα περιφερειακά
γήπεδα (το Γαλάτσι δεν είχε άρτιο ποδοσφαιρικό γήπεδο) και παρακολουθούσε με
πάθος την ΑΕ Γαλατσίου και αργότερα τον ΑΟ Γαλατσίου. Γεννήθηκε στη πορεία και
η ομάδα της Κορωνίδας, αλλά αυτή είχε μέσα της έντονα τοπικιστικά στοιχεία
(Νάξος γάρ), έγινε κι αυτή όμως καλή ομάδα αλλά δεν έφτασε ποτέ σε
αγωνιστικότητα τις δύο πρώτες.
Η
πιο δυνατή κατηγορία για τις ομάδες μας, ήταν η Α’ Αθηνών και μόνο μία φορά
ανέβηκε ο ΑΟ Γαλατσίου στην Εθνική Ερασιτεχνική κατηγορία αλλά δεν κατάφερε να
κρατηθεί σ’ αυτή και την επόμενη χρονιά υποβιβάστηκε στην Α’ Αθηνών. Υποβιβασμό
αλλά για λόγους δωροδοκίας είχε υποστεί και η ΑΕ Γαλατσίου και μάλιστα στο
δικαστήριο την εκπροσώπησε ο Αβραάμ. Τότε υπήρχε πολύ σασπένς αλλά δεν είναι
αυτό το θέμα μας. Ίσως μία άλλη φορά μιλήσουμε εκτενέστερα για το παρασκήνιο του υποβιβασμού.
Στο
ερασιτεχνικό ποδόσφαιρο, χαίρονταν οι ποδοσφαιριστές το παιχνίδι, όπως και τα
παιδιά παλιότερα στις αλάνες. Ο κόσμος γέμιζε τα γήπεδα διότι έβλεπε ωραία
μπάλα. Οι προπονητές με τις φιλοσοφίες τους περί ποδοσφαίρου έγιναν γενάρχες
των «συστημάτων» και πίσω από αυτούς οι παράγοντες άρχιζαν να βλέπουν το χρώμα
του χρήματος μέσω των μεταγραφών που θα έκαναν στο τέλος της σαιζόν, πουλώντας
ή αγοράζοντας παίκτες. Κάπως έτσι τέλος πάντων, εισήλθε το ωραιότατο παιχνίδι
στη σφαίρα του επαγγελματισμού σταδιακά και χάθηκε η αύρα του παιχνιδιού.
Οι
ομάδες της πόλης μας, διακρίνοντας προφανώς τον ανταγωνισμό που γεννήθηκε στο
ποδόσφαιρο, αποφάσισαν να ενώσουν τις δυνάμεις τους κι έτσι, η ΑΕ Γαλατσίου και
ο ΑΟ Γαλατσίου έγιναν ΠΑΣ Γαλάτσι. Με τις δικές τους εγκαταστάσεις στο Άλσος
του Βέικου, με όλες τις σύγχρονες ανέσεις που θα μπορούσε να έχει μία
ερασιτεχνική ομάδα. Παρ’ όλα αυτά όμως, αγωνιστικά δεν πάει καθόλου καλά. Από
τότε που έγινε η ενοποίηση των δύο αθλητικών σωματείων, δεν κατάφερε η νέα
ομάδα να φύγει από την μετριότητα. Δεν γνώρισε τις διακρίσεις – εκτός κι αν
εννοεί διάκριση την παραμονή της επί μακρόν στην Α' Αθηνών. Παρ’ όλες τις απογοητεύσεις
στον αγωνιστικό τομέα, ο σύλλογος διοικείται από καλούς ανθρώπους και
ειδικότερα από έναν πρόεδρο με μεγάλη προσφορά στον αθλητισμό του Γαλατσίου. Τι
όμως δεν πάει καλά;
Έπειτα από τόσα χρόνια, το πείραμα αυτό απέτυχε. Έτσι τουλάχιστον φαίνεται ή έτσι εγώ νομίζω. Αν κάνω λάθος, συγχωρήστε με. Αν το πείραμα απέτυχε, γιατί συνεχίζουμε στο ίδιο μοντέλο; Η καλή διάθεση των παραγόντων ή και των ποδοσφαιριστών, δεν αρκεί, χρειάζεται κάτι άλλο, μία ιδέα καινούργια ίσως, ένα νέο όραμα, ένα φρέσκο σχέδιο, ώστε να φύγει η πόλη μας από το ποδοσφαιρικό τέλμα στο οποίο βρίσκεται εδώ και χρόνια.
Μας
αρέσει ή όχι, το ποδόσφαιρο, δεν είναι σήμερα ένα παιχνίδι – όπως ήταν κατά τους
«αρχαίους χρόνους», έγινε πολύπλοκο, το έκαναν πολύπλοκο και του αφαίρεσαν την
έννοια του παιχνιδιού. Σήμερα κυριαρχούν σε αυτό τα συστήματα, τα μοντέλα, ο
ποδοσφαιριστής έχασε την προσωπικότητά του σαν παίκτης και έγινε ένα απλό
γρανάζι στη μηχανή του κέρδους. Αν αυτό θέλει ένας ποδοσφαιρόφιλος σήμερα,
καλώς, όλοι μας έχουμε το δικαίωμα να επιλέγουμε τι μας αρέσει και τι όχι.
Το
ποδόσφαιρο αλλά και το κάθε παίγνιο, προσφέρει συγκινήσεις. Οι άρτοι και τα
θεάματα γενικότερα συγκινούν. Συμπαθάτε με που εμένα δεν με συγκινούν, που δεν
πάλλονται τα συναισθήματά μου. Συμπαθάτε με που δεν θαυμάζω ποδοσφαιριστές, μπασκετμπολίστες,
αθλητές, καλλιτέχνες. Γιατί; Διότι δεν μου αρέσει η μυρωδιά του χρήματος αλλά
τα μέσα (ενημέρωσης) πλάθουν ένα φανταστικό κόσμο (ήρωες, ημίθεοι, θεοί του
Ολύμπου, ρίγησε η Ελλάδα με το γκόλ του Γκάλη ή το τρίποντο του Δεληκάρη) με
δημοσιογράφους που έχουν απωλέσει κάθε έννοια της δημοσιογραφίας. Υπάρχει κι
ένα σύντομο ανέκδοτο επ’ αυτού: «αθλητικός συντάκτης».
Τι θαυμάζω; Τον κάθε αφανή άνθρωπο, τον κάθε
εργαζόμενο, τον κάθε επιστήμονα, που πασχίζουν να ζήσουν τις οικογένειές του ή
να προωθήσουν και βελτιώσουν τις συνθήκες της ζωής στην ανθρωπότητα. Αυτοί όμως
συνήθως, ζουν μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας διότι γνωρίζουν, ή μπορούν να
διακρίνουν το ψευδές από το πραγματικό.
Ο Πεζοπόρος - Лев Ива́нович Я́шин (Λεβ Ιβάνοβιτς Γιάσιν)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου