Αυτός ο χειμώνας μου
φαίνεται κάπως διαφορετικός από τους προηγούμενους, όχι λόγω της πανδημίας
τόσο, κυρίως λόγω των υψηλών θερμοκρασιών του. Μπορεί πράγματι να θερμαίνεται ο
πλανήτης όπως υποστηρίζει μία μεγάλη πλειοψηφία επιστημόνων, διαφωνώντας με την
μειοψηφία των επιστημόνων ότι δεν θερμαίνεται αλλά ψύχεται; Πραγματικά δεν
ξέρω, αλλά πολλές φορές παρατηρώ τον εαυτό μου πως παίρνει θέση σε ένα θέμα που
αγνοεί. Ευτυχώς, γρήγορα φεύγω από το άφημα τούτο του εαυτού που επηρεάζεται
από ξένους παράγοντες, από το περιβάλλον, και από άλλα μικροπράγματα της καθημερινότητας.
Μπορεί άραγε να βρίσκεται κανείς πάντοτε σε προσοχή; Σε εγρήγορση, ώστε να μην
παρασύρεται συναισθηματικά απ’ όλες αυτές τις λειτουργίες της σκέψης;
Δεν είναι μόνο αυτός ο χειμώνας αλλόκοτος, η ζωή μας άλλαξε και πορεύεται περισσότερο προς το παράλογο, αυτό που δεν είναι εύκολα διακριτό και γι’ αυτό το συνηθίσαμε ως λογικό. Τα αντίθετα που κυριαρχούν στη ζωή μας, λογικό-παράλογο, ηθικό-ανήθικο, καλό-κακό, όμορφο-άσχημο, ίσως να είναι το ίδιο πράγμα, ένα και το αυτό, και πότε επικρατεί η μία όψη και πότε η άλλη των αντιθέτων. Όμως, σε αυτά τα ζεύγη των αντιθέτων, η ύπαρξη του ενός προϋποθέτει και την ύπαρξη του άλλου. Τι καταπληκτική αλήθεια που είναι η Ζωή;
Καθισμένος
σε ένα παγκάκι επί της Λεωφόρου Βέϊκου βρισκόμουν, «ταξιδεύοντας» με τις σκέψεις
αυτές, είχα τελειώσει σχεδόν τον περίπατό μου και απολάμβανα τον καφέ μου,
συνήθεια που την γέννησε η ανάγκη της πανδημίας. Όμως, απότομα σχεδόν, με «ξύπνησε»
από το «ταξίδι μου» η φασαρία που ακούστηκε πολύ κοντά μου. Οι οδηγοί δύο
αυτοκινήτων άρχισαν να βρίζονται άσχημα μεταξύ τους για μερικά δευτερόλεπτα
αλλά αμέσως μετά βγήκαν από αυτά και η λεκτική κόντρα τους μαθηματικά οδηγούσε
σε σωματική σύγκρουση. Άλλαζαν βαριές κουβέντες ο ένας με τον άλλον, έχοντας
απόσταση ασφαλείας μεταξύ τους περί το ένα-ενάμιση μέτρο. Τους κοίταζα απαθής
και τους δυό, κι αυτοί όμως με κοιτούσαν με αστραπιαίες ματιές και μάλλον
απορημένες που δεν έπαιρνα θέση στο πρόβλημά τους.
Μερικοί
περαστικοί κοντοστάθηκαν από περιέργεια, αλλά σαν η σωματική σύγκρουση των
μονομάχων οδηγών δεν ερχόταν, έφευγαν απογοητευμένοι συνεχίζοντας τον δρόμο τους.
Εγώ με τον καφέ, άναψα ένα τσιγάρο και το ελαφρύ βορειαδάκι τράβηξε τον καπνό
κατά την Κυψέλη, δυτικά. Οι δύο οργισμένοι οδηγοί -που αν τους ρωτούσε κανείς
γιατί τσακώνονται, δεν θα θυμόντουσαν τον λόγο-, ξαφνικά, σταμάτησαν τις βωμολοχίες
τους και στρεφόμενοι προς εμένα, με μιά φωνή σχεδόν, μου λένε: καλά, δεν
ντρέπεσαι λίγο; Δεν έχεις πάνω σου φιλότιμο; Εμείς πήγαμε να σκοτωθούμε και σύ
κάθεσαι αδιάφορος; Τι σόι άνθρωπος είσαι εσύ που δεν ενδιαφέρεσαι για τον
συνάνθρωπό σου;
Τυχαία,
την ώρα εκείνη έπεσε η ματιά μου στο πανάκριβο ρολόι μου, ένα χρυσό Vacheron Constantin,
και έντρομος είδα ότι η ώρα ήταν 9.10 μμ. Είχα ήδη παραβιάσει τον νόμο της
κυκλοφορίας κατά δέκα ολόκληρα λεπτά. Σηκώθηκα απότομα αγνοώντας τους δυό
αντιμαχόμενους προ ολίγου οδηγούς και συνωμοτικά, τοίχο-τοίχο, έφτασα στο
περίπτερο του Αντώνη στο Star,
αγόρασα με κάλυψη ένα πακέτο τσιγάρα και τρέχοντας πήρα τον δρόμο για το σπίτι.
όση ώρα έτρεχα, το μυαλό «έφυγε» πάλι πίσω, τότε, στην παιδική ηλικία, που
άκουγα από τη μάνα μου πως τα βράδυα κυκλοφορούν Εβραίοι και πίνουν αίμα από
μικρά παιδιά, ή την γιαγιά μου που έλεγε πως γύφτισσες παίρνουν τα μικρά παιδιά
τα βράδυα και τα βάζουν μέσα στο βρακί τους.
Σαν
ασφαλίστηκα στο σπίτι μου, στο οχυρό μου, και σαν ηρέμησα από το σόκ της παρανομίας,
άνοιξα την τηλεόραση. Την ώρα εκείνη ένας πολιτικός μιλούσε για τις ατομικές
ευθύνες των πολιτών, πότε πρόλαβε κι έμαθε ο άτιμος τι μου συνέβη;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου