Μην κοιτάζεις τώρα νεοάνθρωπε, στην νέα χιλιετηρίδα τι γίνεται, που δανείζεσαι φράγκα από την τράπεζα αν δεν έχεις και πας ολιγοήμερες ή πολυήμερες διακοπές. Στον περασμένο αιώνα αυτά τα «ωραία» πράγματα δεν γινόντουσαν. Είχες φράγκα, πήγαινες, δεν είχες, φανταζόσουν τις διακοπές από τους τοίχους του σπιτιού σου. Μην με βάζεις στην πρίζα (που λένε) να συγκρίνω τις εποχές για να σου πω ποιά ήταν ή είναι η καλύτερη -γιατί θα σε απογοητεύσω- σαφώς και η σημερινή εποχή μας είναι η καλύτερη που είχαμε ποτέ. Όχι επειδή δεν δανειζόμαστε για να πηδήξουμε αλλά διότι ζούμε σήμερα την πιο εξελιγμένη περίοδο σαν άνθρωποι.
Ήμουν που λες ερωτευμένος, τι ερωτευμένος, μιλάμε για μεγάλη καψούρα δηλαδή, με μια κοπελιά σαν τα κρύα τα νερά. Μελιά μάτια και μαλλιά, μορφή αγγελική, τρόπους συναρπαστικούς, σώμα αψεγάδιαστο -δεν έκλανε μία μπροστά του ούτε εκείνο το γεμάτο κυτταρίτιδα σώμα της Αφροδίτης της Μήλου, πόσο μάλλον όλων αυτών των κοριτσιών που εσύ ονομάζεις μοντέλα- στήθη γερά σαν τις κορφές της Πίνδου, περπατησιά ανάλαφρη σαν του δελφινιού το πέταγμα, και μια τρέλα, τι να σου λέω τώρα, τρέλα ζηλευτή που δεν γνώρισα ποτέ πια στη ζωή μου. Και είχε και φράγκα. Εγώ όμως την εποχή εκείνη δεν είχα και καθόμουν στο καβούκι μου. Και ήταν καλοκαίρι, Αύγουστος μήνας και η Αθήνα άδειαζε και πήγαινε αλλού και αναστέναζε, οι ρύποι της πόλης μεταφέρονταν στις αγνές παραλίες και στα περήφανα βουνά μας. Και η καλή μου όμως δεν είχε λόγους να μένει στην πόλη και να ιδρώνει, κι’ έτσι αποφάσισε να πάει για λίγες μέρες στην Επίδαυρο όπου παραθέριζαν οι γονείς της. Να το πω κι’ αυτό μην το ξεχάσω, ήταν σφόδρα ερωτευμένη κι’ αυτή με την αφεντιά μου. Δεν βάζω την ζυγαριά για να μετρήσω την τρέλα που είχαμε, όμως νέα παιδιά ήμασταν και ζούσαμε ως τα άκρα την κάθε μας στιγμή.
Κανονίσαμε που λες να την συνοδεύσω ως την Επίδαυρο αλλά θα επέστρεφα πάλι με το βραδυνό λεωφορείο του ΚΤΕΛ. Βάλαμε τα μπαγκάζια της στο λεωφορείο και καθίσαμε δυό-τρείς θέσεις από το τέλος, στο βάθος δηλαδή και μακριά από τους λιγοστούς επιβάτες που προτίμησαν τις μπροστινές θέσεις. Καταλαβαίνεις τώρα, ο παλιός δρόμος της εθνικής οδού -Κακιά Σκάλα- και όλη εκείνη η περιπέτεια που ακροβατούσες συνέχεια μεταξύ του μηχανικού αγκομαχητού και της καυλοτίμονης θεωρίας του Έλληνα οδηγού. Δεν μας ένοιαζε. Πριν από την επιβίβαση στο λεωφορείο είχα φροντίσει και είχα μαζί μου το Βήμα, την μεγαλύτερη ελληνική εφημερίδα -όχι σε ποιότητα αλλά σε μέγεθος- και πράγματι, πως το έφεραν οι συνθήκες και η μεγάλη εκείνη εφημερίδα, μας έκρυψε από τους επιβάτες του λεωφορείου και σκέπασε την ηδονή μας, στράγγισε τον ιδρώτα μας, οριοθέτησε την τρέλα από την συνήθεια, δημιούργησε τον μικρόκοσμό μας καθάρωντάς τον από την υποκρισία.
Δεν ξέρω πόσες ώρες έκανε το λεωφορείο να φτάσει στην Επίδαυρο, μα σαν πατήσαμε στο αργολικό πεδίο και νιώσαμε την αλμύρα της θάλασσας, η τρέλα μας γιγαντώθηκε. Μετά τα τυπικά της αντάμωσης και τα καλωσορίσματα, χαθήκαμε στις πλαγιές της Επιδαύρου και κυλιστήκαμε στις πευκοβελόνες και στ’ αρώματα. Μέχρι που στεγνώσαμε από τους χυμούς μας και μόνο τότε κατεβήκαμε στα εγκόσμια και στην ανεμελιά της θάλασσας. Ήπιαμε άφθονο νερό, κολυμπήσαμε, κάτι βάλαμε στο στομάχι μας για να μην διαμαρτύρεται, και πιασμένοι από το χέρι καθίσαμε σε έναν βράχο σιωπηλοί, ήσυχοι. Τα μάτια μιλούσαν, και τα χέρια, και μέσα μας οι καρδιές χτυπούσαν γοργά.
Ο ήλιος είχε κρυφτεί πίσω από τα υψώματα όταν σηκωθήκαμε και γυρίσαμε πίσω στο χωριό. Αποχαιρέτησα τους γονείς της που δεν πρόλαβα να γνωρίσω, αγκάλιασα την καλή μου κι’ έφυγα για να προλάβω το τελευταίο λεωφορείο για την Αθήνα. Ποιά Αθήνα; Το λεωφορείο είχε αναχωρήσει προ πολλού, το έχασα. Στην τσέπη μου είχα φράγκα ίσα-ίσα για ένα εισιτήριο, αλλά δεν απογοητεύτηκα. Τράβηξα με τα πόδια τον ανήφορο που με έβγαλε στον κεντρικό δρόμο της επιστροφής. Μόλις είχε νυχτώσει. Άρχισα τα ώτο-στόπ, αλλά δεν υπήρχε διάθεση κανενός εποχούμενου να σταματήσει. Άρχισα χωρίς σκέψη να περπατώ, για πολλές ώρες, μέχρι που κάποιο φορτηγάκι με πήρε αλλά με άφησε σχετικά γρήγορα. Πάλι περπατητό, πάλι ώτο-στόπ, πάλι ένα επιβατικό με άφησε πιο κάτω, κανείς δεν πήγαινε έστω μέχρι τον Ισθμό. Περπατούσα ασταμάτητα, θα πρέπει να έκανα εκείνο το βράδυ πάνω από σαράντα χιλ. αλλά τα πόδια μου πετούσαν, βάδιζα ακούραστα. Λίγο πριν το ξημέρωμα έφτασα στον Ισθμό, ένα λεωφορείο από Γιάννενα; Από Αγρίνιο; Δεν θυμάμαι, έκανε στάση. Έπιασα τον οδηγό, του μίλησα, με κοίταξε, χαμογέλασε και με έβαλε να καθίσω δίπλα του στην πρώτη θέση!
Το πιστρόφι του Έρωτα έκλεισε τα βλέφαρά μου μέχρι τον Κηφισό, από εκεί για Γαλάτσι τα εφτά-οκτώ χιλιόμετρα ήταν παιχνίδι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου