Εισχωρώντας λάθρα
στο Άλσος του Βέϊκου από την νοτιο-ανατολική του πλευρά -ενθυμούμενος την στρατιωτική
μου θητεία ώς πεζοναύτης- δεν δυσκολεύτηκα καθόλου να παρακάμψω όλα τα εμπόδια
και να φτάσω στον φυλασσόμενο σαν αστακό λαχανόκηπο του Δήμου Γαλατσίου. Τα
υψηλής τάσης ηλεκτροφόρα σύρματα που τον περικλείουν, τ’ απενεργοποίησα, σαν
άριστος γνώστης που είμαι επίσης του ηλεκτρονικού-ηλεκτρολογικού πολέμου. Ας είναι
καλά η πατρίδα που μας μόρφωσε, μας κόλλησε ένσημα, μας έδινε μισθούς υψηλούς,
φαγητό γκουρμέ, και αφήνοντας την, ολοκληρώνοντας την θητεία μας, είχαμε αποκτήσει όλα τα εφόδια
για να πορευτούμε στη βάρβαρη ζωή σχετικά εύκολα, με τέχνη, υπηρετώντας τη ζωή
από άλλα μετερίζια.
Ολάκερη
η ζωή, ένα μετερίζι, ένα ταμπούρι, μία βίγλα, μία ανηφοριά διαρκής, ατελείωτη,
που οδηγεί στην «άλλη πλευρά του λόφου». Στην από ΄δω πλευρά όμως, τα
μαρουλάκια, τα κουνουπίδια, οι πιπεριές, τα μπρόκολα, οι λαχανίδες, τα κρεμμυδάκια,
οι καυκαλήθρες, οι ζωχιοί – όλα αυτά τα καλούδια, είναι έτοιμα προς βρώση. Η χειμερινή
παραγωγή για τον Δήμο πήγε καλά, όπου να’ ναι δε, θα κορφολογήσουν όλον αυτό
τον πλούτο οι εντεταλμένοι αγρότες, θα τον ζυγίσουν, θα τον συσκευάσουν και θα
τον ετοιμάσουν με λίγα λόγια για το καταναλωτικό κοινό.
Με
προφύλαξη, έκοψα δυό μπρόκολα, ένα λάχανο, δυό πιπεριές κι ένα κουνουπίδι, τα
έβαλα με προσοχή στην αθλητική τσάντα που είχα μαζί μου, και με προσοχή, βγήκα
από τα σύρματα, τα ενεργοποίησα πάλι για να μην φανερωθεί η κλεψιά και πήγα κατά
τα «υιοθετημένα», εκεί που ο τόπος είναι γεμάτος βότανα - ρίγανη, δυόσμο,
γαϊδουράγκαθο, βαλσαμόχορτο, πλεμονάρα, κ.α.. Πριν από αυτά, θα πήγαινα και στ’
αμπέλια, μα είναι νωρίς ακόμα γι’ αυτά. Σαν όμως βρέθηκα στα υιοθετημένα», ούτε
σύρματα, ούτε σκοπιές, παρά μονάχα αρώματα να σπάζουν τη μύτη μου απ’ τη χαρά τους.
Αυτά δυστυχώς αργούν να γίνουν, πρέπει να τα ζεστάνει για τα καλά ο ήλιος,
έτσι, απογοητευμένος, βγήκα στην Λ. Βέϊκου, αδιάφορος τάχα μου και άρχισα να
περπατώ προς την πόλη.
Στο
ύψος της Τράλλεων, ένα λεκτικό επεισόδιο μεταξύ οδηγών, δεν στάθηκε ικανό να κόψω
τον ρυθμό μου, έτσι, έφτασα στον «Βραζιλιάνο», παρήγγειλα έναν καπουτσίνο και
έχοντας τον ανά χείρας κατευθυνόμουν για το σπίτι. Στάθηκα για λίγο στο
περίπτερο δίπλα στο Χαρβάτι (το πάλαι ποτέ), διάβασα λάθρα τους τίτλους των
εφημερίδων, συγκινήθηκα με την ειδησεογραφία τους, μα γρήγορα άφησα πίσω μου
την οχλαγωγή και σε λίγο μπήκα στο σπίτι.
Οι
λαχανοντολμάδες έχουν πολύ δουλειά μέχρι να γίνουν, αλλά δεν βιαζόμουν, πλύθηκα
να φεύγει η πανδημία από πάνω μου και έπιασα δουλειά στην κουζίνα…..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου