Προ ημερών, έψαχνα
τρόπους να εισέλθω στο απαγορευμένο Άλσος και ψάχνοντας έφτασα μέχρι την τελευταία
πύλη – αυτή που οδηγεί στο θερινό σινεμά και στο κολυμβητήριο. Όλες όμως οι
πιθανές διελεύσεις ήταν ερμητικά κλειστές. Ο Δήμαρχος, σαν άλλος κέρβερος είχε
προβλέψει τα πάντα. Έτσι, μέσα στην αποτυχία μου να εισέλθω εντός του βέβηλου
Άλσους, δεν πτοήθηκα ιδιαίτερα, έβγαλα από το σακίδιο το θερμός με τον γαλλικό
καφέ μου και κάθισα στο πεζοδρόμιο ν’ απολαύσω τις στιγμές. Ο λιγοστός θόρυβος από
τ’ αυτοκίνητα της λεωφόρου δεν στάθηκε ικανός να ταράξει την νιρβάνα μου. Ίσως
εκεί, στο φιλόξενο πεζοδρόμιο, να καθόμουν 15-20 λ. ώσπου ξαφνικά τα πάντα
άλλαξαν. Σεισμός δεν έγινε, τότε, τι συνέβη;
Άκουγα
φωνές αλλ’ ανθρώπους δεν έβλεπα, τόση αντάρα από που ερχόταν; Τακτοποίησα τάχιστα
το σακίδιο στην πλάτη μου και πήρα τον δρόμο της επιστροφής με βήμα γοργό. Φτάνοντας
στην κεντρική πύλη με τα όμορφα λουλούδια, γινόταν πόλεμος! Αστραπιαία η σκέψη
μου έτρεξε στην Γιώργαινα: «Γιώργαινα ρίξε τ’ άρματα/ δεν είναι εδώ το Σούλι/
εδώ ‘σαι σκλάβα του πασά/ σκλάβα των αρβανιτών – Το Σούλι κι αν ετούρκεψε/ κι
έπεσεν η Κιάφα/ η Δέσπω αφέντες λιάπηδες/ δεν έκαμε, δεν κάμει…… Όμως όχι,
λάθεψα, γινόταν κάτι χειρότερο από πόλεμο, ο δήμαρχος είχε λεκτική σύγκρουση
πολλών ντεσιμπέλ με τον υιό του Δαίδαλου.
Επιβραδύνοντας
τον ρυθμό μου, έγινα ωτακουστής, μάρτυρας ιερός της αντάρας πού ‘βγαινε από τα χείλη
των δύο αντρών. Ο υιός του Δαίδαλου, απαιτούσε σφόδρα ν’ ανοίξει η
επτασφράγιστη πύλη του Άλσους στον λαό του Γαλατσίου, ο δήμαρχος, αμυνόμενος
υπέρ της υγείας των δημοτών του αρνιόταν με πείσμα. Αρνιόταν ο ένας, ο υιός του
Δαίδαλου έκανε συνεχείς επιθέσεις -λεκτικές, μην παρεξηγηθώ-, κάτι αηδόνια που
έφτασαν φρέσκα απ’ το μακρύ ταξίδι τους, τρόμαξαν, οι κότσυφες λάκισαν για την
Παναγιά να έβρουν ασφάλεια, ένας χαοτικός ήχος έσκιασε την ηρεμία του Άλσους,
μέχρι και την Οσία Φιλοθέη πήγε η οργή υιού του Δαίδαλου, τόσο δυνατή, τόσο
στεντόρεια, τόσο συναρπαστική ήταν. Όσο βαρυβροντούσε ο ένας, ο άλλος, ο Δήμαρχος,
ακροπατούσε μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, τέτοια επίθεση δεν του έκανε ποτέ
κανείς, ούτε οι πολιτικοί του αντίπαλοι, και να τώρα, ένας δικός του άνθρωπος, ένα
από τα δεκανίκια του, ο υιός του Δαιδάλου να σηκώνει φωνή.
Έπρεπε
να έλεγες Δήμαρχε του πρόσκαιρου εχθρού σου, ότι στο Άλσος -σε όλο το διάβα των
δεκαετιών- ό,τι έγινε, έγινε με τις πόρτες κλειστές. Γιατί; Διότι επί της ουσίας
στο Άλσος, όσα έργα άρχιζαν είχανε την στάμπα της παρανομίας, αλλά με μέθοδο, ο
κάθε Δήμαρχος στον καιρό του, νομιμοποιούσε κάθε παράνομο κτίσμα ή ό,τι άλλο. Έτσι
θα νομιμοποιηθεί και η νιόφερτη Παναγιά
ώστε να μπαίνει στο ταμείο ένα πρόσθετο κέρδος από τα σφάγια υπέρ της, έτσι θα
γίνεται πάντα. Το χρήμα να ρέει, τα συναισθήματα να πάλλονται, η θρησκοληψία να
ευδοκιμεί σαν τους καρπούς του λαχανόκηπου.
Όμως,
όλη αυτή η σύγκρουση με γέμισε θλίψη και δεν θέλησα να ειδώ το τέλος της, αν
και πιστεύω πω στο τέλος θα χώρισαν με αγάπη ο Δήμαρχος και ο υιός του
Δαίδαλου. Κάπου αλλού, καινούργιες δράσεις τους πρόσμεναν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου