Τρίτη 30 Μαΐου 2023

Καφέ-Γαλακτοπωλείο-Ζαχαροπλαστείο Βασ. Τζώρτζου

 

Καφέ-Γαλακτοπωλείο-Ζαχαροπλαστείο
Βασ. Τζώρτζου

 

Προ καιρού, περπατούσα παράλληλα με την Λ. Βέϊκου, την οδό Πλάτωνος, τον δρόμο που εξακολουθεί και φιλοξενεί κάθε Πέμπτη την λαϊκή αγορά – τουλάχιστον μέχρι να λειτουργήσει σε 8-9 χρόνια το ΜΕΤΡΟ. Στο ύψος περίπου του παλιού μπακάλικου του Μαρινάκη -ο χώρος βρίσκεται σε λειτουργία και σήμερα αλλά δεν γνωρίζω την χρήση του-, συνάντησα έναν σεβάσμιο γέροντα με το μπαστούνι του να προχωρά αργά. Κοντοστάθηκα, διότι η φιγούρα του μου ήταν οικεία.

Αυτόματα, ο νους έτρεξε με ταχύτητα φωτός στο μακρινό παρελθόν, πριν 30-35 περίπου χρόνια, και περισσότερα ίσως σαν παιδί που ήμουν κι αλώνιζα την χωμάτινη πόλη μας με συμμαθητές, φίλους και γείτονες, πότε παίζοντας ποδόσφαιρο σε αλάνες, πότε σκαρφαλώνοντας στις μουριές να φάμε μούρα και να λερωθούμε, πότε να παίζουμε γκαζάκια ή να φτιάχνουμε πατίνια και να κάνουμε κόντρες – ματωμένοι, λασπωμένοι, σκονισμένοι, βρώμικοι από το παιχνίδι αλλά και πάντοτε δυνατοί ν’ αντέχουμε το ξύλο που έπιπτε από την μάνα μετά στο σπίτι. 

Στην αναδρομή αυτή του μυαλού, στη θέση του σεβάσμιου γέροντα έβαλα τον κύρ Βασίλη, αυτόν τον σπάνιο άνθρωπο που είχε το Καφέ-Γαλακτοπωλείο-Ζαχαροπλαστείο στην γωνία Λ. Βέϊκου και Αφαίας, εκεί που λειτουργεί σήμερα το απρόσωπο και άχρωμο κατάστημα της Win-Nova και αγοράζει ο πελάτης data για να είναι διαρκώς συνδεδεμένος, απασχολημένος, σαν μέλος πλέον της παγκόσμιας κοινότητας. Ο Κυρ Βασίλης πούλαγε στο κατάστημα του γυάλινα μπουκάλια με γάλα, γιαούρτια, γλυκά, σοκολάτες, μπύρες, και παράλληλα από το απόγευμα και μετά, έφτιαχνε στον διπλανό χώρο που επικοινωνούσε με το κατάστημά του, σουβλάκια καλαμάκια και είχε τρία-τέσσερα τραπεζάκια. Για την γεύση από τα σουβλάκια αυτά, είχα μιλήσει παλαιότερα σε ένα αφιέρωμα που είχα κάνει για τα φαρμακεία της πόλης μας. Νοστιμιά ασύγκριτη και σήμερα πλέον δυσεύρετη μιάς και έχουν αλλάξει τα πάντα από τότε σε βάρος της ποιότητας. Αυτό τουλάχιστον πιστεύω.

Ο κύρ Βασίλης, είχε ένα απίθανο χαμόγελο, με αυτό κυρίως σου μιλούσε μιάς και ήταν λιγομίλητος στις κουβέντες του, σοβαρός, εχέμυθος, προσηνής, ευδιάθετος και διέθετε ένα σπάνιο και λεπτό χιούμορ. Το πυκνό μαλλί του έπειτα από τόσα χρόνια που τον είδα πάλι, είχε αλλάξει μόνο κατά το χρώμα του, έγινε λευκό, σε συνδυασμό όμως με το στωικό του ύφος, εξέπεμπε μία όμορφη και γεμάτη ενέργεια αύρα.

Τους ζεστούς καιρούς της χρονιάς, ο κύρ Βασίλης, έξω από το κατάστημά του έβγαζε τραπέζια και καρέκλες και καθόταν ο κόσμος να πιεί μία πορτοκαλάδα, να φάει ένα παγωτό το παιδί, να φάνε σουβλάκια και να πιούνε μπύρες οι μεγάλοι. Αργά αλλά σταθερά, εκείνος ο χώρος έγινε στέκι πολλών κατοίκων της πόλης μας. Αργότερα, μεταφέρθηκε λίγα μέτρα παραδίπλα, στον χώρο που λειτουργεί σήμερα το εμπορικό κατάστημα Status.

Έχοντας από καιρό στο νου μου -από τότε που είδα τον κύρ Βασίλη στην οδό Πλάτωνος δηλαδή-, να κάνω γι’ αυτόν ένα μικρό αφιέρωμα, διότι με την πολυετή παρουσία του σημάδεψε την παλιά ζωή της πόλης μας, άρχισα να ψάχνω για φωτογραφικό υλικό που να δίνει το στίγμα του παρελθόντος. Παράλληλα, μου ήρθαν όμως και μνήμες που τις ανέσυρα για να φανερωθεί κυριολεκτικά ένας άλλος κόσμος, χαμένος σήμερα που δεν παύει όμως να είναι ο δικός μας κόσμος. Με τον δικό του μοναδικό τρόπο ιστορούσε κάποια φορά: «Το πρωί, μπαίνει στο λεωφορείο η κυρία και καθώς της κόβω το εισιτήριό της την καλημερίζω. Το μεσημέρι από την οδό Στουρνάρη, μπαίνει στο λεωφορείο η ίδια κυρία και πάλι την χαιρετάω δίνοντάς της το εισιτήριο. Το απόγευμα, έρχεται στο μαγαζί να πάρει γάλα η ίδια κυρία και την καλησπερίζω πίσω από τον πάγκο. Το βράδυ, η ίδια κυρία, έρχεται στον κινηματογράφο[1] να δεί ένα έργο και την καλησπερίζω έκ νέου ευρισκόμενος πίσω από τον γκισέ των εισιτηρίων, δεν πίστευε ότι ήμουν παντού εγώ».

Με τον μοναδικό αυτό τρόπο ο κύρ Βασίλης, περιέγραφε μία πλήρη ημέρα του δουλεύοντας από το πρωί μέχρι το βράδυ σε τρείς διαφορετικές δουλειές. Πράγματι, ήταν εισπράκτορας στο λεωφορείο του Μαρίνη Ξυνή, μετέπειτα κουμπάρου του. Τα λεωφορεία εκείνη την εποχή ήταν ιδιωτικά και το καθένα από αυτά είχε φυσικά και τον εισπράκτορά του. Μέσα στα λεωφορεία γεννιόντουσαν σουρεαλιστικές καταστάσεις σε καθημερινή βάση. Αντάμωναν για παράδειγμα δυό φίλοι σ’ αυτό, ο ένας -λόγω της πολυκοσμίας-, ήταν όρθιος πίσω από τον οδηγό, ο άλλος, κι αυτός όρθιος κοντά στον εισπράκτορα και κουβέντιαζαν, έλεγαν τα προβλήματά τους και οι επιβάτες του λεωφορείου όχι μόνο άκουγαν αλλά πολλές φορές έπαιρναν και μέρος στην κουβέντα.  

Προ ημερών, έγραφα για τα καταφύγια του Γαλατσίου, αλλά δεν γνώριζα αν υπήρχαν (ή υπάρχουν και που), να όμως, που έρχεται η θύμηση από τον κυρ Βασίλη, όπου σε ερώτηση θαμώνων για το που επιστρατευόταν έν καιρώ πολέμου, έλεγε με τον μοναδικό του τρόπο: «εγώ είμαι λοχίας, και είμαι φύλακας στο καταφύγιο, θα φυλάω τα γυναικόπαιδα με ασφάλεια. Το καταφύγιο στη ΛΑΤΟ είναι μεγάλο και χωράει πολύ κόσμο». Υπάρχει λοιπόν μία μαρτυρία από έναν παλιό Γαλατσιώτη για την ύπαρξη ενεργών καταφυγίων στην πόλη μας, άσχετα βέβαια αν η κουβέντα αυτή ειπώθηκε πριν 30-35 χρόνια.

Το Καφέ-Γαλακτοπωλείο-Ζαχαροπλαστείο ο κυρ Βασίλης το άνοιξε γύρω στο 1962 και το μετέφερε παραδίπλα γύρω στο 1983-84. Το 1997 συνταξιοδοτήθηκε και το έκλεισε οριστικά και μαζί με το θαυμάσιο αυτό κατάστημα, έκλεισε ίσως οριστικά μία ολόκληρη εποχή για την πόλη μας. Έπειτα από πολλά και σκληρά χρόνια εργασίας, επισκέφτηκε το χωριό του σαν συνταξιοδοτήθηκε και όπου περνούσε εκεί όλα του τα καλοκαίρια. Το Περιβόλι Σπερχειάδας, απ’ όπου η καταγωγή του, είναι κοντινό, ίσως μάλιστα και γειτονικό, με το χωριό του Φάνη Ρούσσα, του παλιού κρεοπώλη της πόλης μας. 

Ένα χρόνο νομίζω πριν κλείσει οριστικά το Καφέ-Γαλακτοπωλείο-Ζαχαροπλαστείο του ο κυρ Βασίλης, αργά το μεσημέρι -πηγαίνοντας για το σπίτι, παρκάρω απέναντι, στο ύψος του φαρμακείου του Στράτου και περνάω απέναντι για να πάρω γάλα. Έξω, σε ένα τραπέζι καθόταν κι έπινε γάλα ο ταξίαρχος, ένας κοντογείτονας που υπηρετούσε στο Πεντάγωνο, στη Διεύθυνση Επιχειρήσεων, με την στολή του αλλά αξύριστος, αχτένιστος, ατημέλητος, με μάτια πρησμένα από την αϋπνία, αυτός που πάντοτε ήταν στην τρίχα, και μαζί μ’ αυτόν καθόταν κι ένας φίλος του όπως κατάλαβα. Άθελά μου έγινα ωτακουστής στα ειπωθέντα και κοντοστάθηκα:

--Καλά είσαι; Ρώτησε ο άγνωστος σε μένα τον ταξίαρχο.
--Όχι, απάντησε αυτός.
--Τα χάλια σου έχεις, το βλέπω, για πες μου.
--Τι να σου πω; Πριν από λίγο έδωσα την παραίτησή μου στον Λυμπέρη (Α/ΓΕΕΘΑ).
--Για τα Ίμια; Ρώτησε έκ νέου ο φίλος του.
--Ναι, απάντησε αμέσως, αλλά τη φορά αυτή βουρκωμένος. Φίλε μου, τα Ίμια τα χαρίσαμε στους Τούρκους, χάσαμε την πατρίδα μας χωρίς σφαίρα. Μπορούσαμε πολύ εύκολα, να στείλουμε ολόκληρο τον Τούρκικο στόλο πενήντα χρόνια πίσω, τους είχαμε κλεισμένους σε κλουβί, αλλά αντ’ αυτού, δίχως λογική εξήγηση αποσύραμε τις δυνάμεις μας.

Λίγες μέρες αργότερα, παιδικός μου φίλος επιστρέφοντας από το Τόκιο (Ιαπωνία) για τις δουλειές της εταιρείας του, μου είπε ό,τι και ο ταξίαρχος στον φίλο του: «βλέπαμε στην τηλεόραση εικόνες κι έλεγαν ότι οι Έλληνες έχουν κυκλώσει και ακινητοποιήσει ολόκληρο τον Τούρκικο στόλο». Εμείς εδώ, άλλα μαθαίναμε βέβαια και σαν κράτος υποτελές, διά του πρωθυπουργού μας, ευχαριστούσαμε από το βήμα της Βουλής την Αμερική που μας επέτρεψε και γκριζάραμε τα Ίμια.  

Αυτό είναι το τελευταίο συμβάν που σφήνωσε στα έγκατα της μνήμης από το Καφέ-Γαλακτοπωλείο-Ζαχαροπλαστείο του κυρ Βασίλη Τζώρτζου, ενός γλυκύτατου ανθρώπου που άφησε το δικό του αποτύπωμα στην γενέθλια πόλη μας. Περίπου 95 χρονών σήμερα ο κυρ Βασίλης, δεν πολύ-βγαίνει έξω όπως πληροφορήθηκα για τις ανάγκες του αφιερώματος, είναι όμως καλά.

Κυρ Βασίλη, αν διαβάσεις, ή αν σου μεταφέρουν όσα εδώ λέγονται, ήσουν η ψυχή της Λ. Βέϊκου των δύσκολων αλλά ανέμελων χρόνων, το σημείο αναφοράς και συνάντησης των μεγάλων, και ήσουν κι εσύ εκείνη την περίοδο μαζί με άλλους επαγγελματίες, που σφράγισες με την παρουσία σου την πόλη μας – που τότε ήταν πραγματική Κοινότητα και όχι αυτό το έκτρωμα που βιώνουμε σήμερα.

==========

Οι φωτογραφίες που δημοσιεύονται και βρίσκονται στην κατοχή μου πολλά χρόνια δίχως να θυμάμαι την αρχική τους προέλευση, έχουν στο πίσω μέρος τους τις πληροφορίες που θα διαβάσετε στη συνέχεια. Επίσης, αν τα παιδιά του κυρ Βασίλη τύχει και διαβάσουν το αφιέρωμα αυτό προς τον πατέρα τους, ας επικοινωνήσουν με το e-galatsi για να παραλάβουν αν το επιθυμούν, τις φωτογραφίες αυτές.

Πρώτη φωτογραφία: Στο ποδήλατο διακρίνεται ο Σπύρος Τζώρτζος (αδερφός του κυρ Βασίλη) την Άνοιξη του 1967 με την ανεψιά του. Είναι επί της Λ. Βέϊκου, ανάμεσα στους δρόμους Χρήστου Λαδά & Μεσσηνίας. Πιστοποιείται ο χώρος αν παρατηρήσει κανείς το τριώροφο σπίτι και τον πυλώνα της ΔΕΗ.

Δεύτερη φωτογραφία: Νοέμβριος 1977, τα παιδιά του κυρ Βασίλη επιστρέφουν από το δημοτικό σχολείο της οδού Ηροδότου και είναι ακριβώς στην συμβολή της Λ. Βέϊκου με την οδό Μεσσηνίας. Το κορίτσι δεν θυμάμαι πως το έλεγαν, το αγόρι όμως λεγόταν Γιαννάκης ή Γιωργάκης.

Τρίτη φωτογραφία: Τα παιδιά του κυρ Βασίλη, πάλι τον Νοέμβριο του 1977, δίπλα στο αυτοκίνητο του πατέρα τους, ένα Opel Record, επί της Λ. Βέϊκου,  απέναντι διακρίνεται το φαρμακείο του Στράτου και δίπλα το κτίριο των Αδελφών Γκιώνη που στεγαζόταν ο κινηματογράφος «Χαρά». Δεν γνωρίζω ή δεν θυμάμαι αν το 1977 ο κινηματογράφος βρισκόταν ακόμα σε λειτουργία.

Κοινό σημείο και των τριών φωτογραφιών, είναι επίσης τα χωμάτινα ακόμα πεζοδρόμια της Λ. Βέϊκου.

 

 

Ο Πεζοπόρος  



[1] Μπορεί να ήταν ο κινηματογράφος «Star», που βρισκόταν επί των οδών Λ. Βέϊκου και Αθανασίου Διάκου, ή ο κινηματογράφος «Χαρά».. Δεν θυμάμαι καλά σε ποιόν από τους δυό εργαζόταν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ήταν ο Καστοριάδης αντικομμουνιστής;

Ήταν ο Καστοριάδης αντικομμουνιστής;   Όλα τα πρωινά είναι πανέμορφα πέρα από τις εκάστοτε κλιματολογικές συνθήκες. Μάλιστα, στην Ανατολ...