Οι
παλιοί άνθρωποι της πόλης μας - τα κρεοπωλεία τους & άλλα εμπορικά
καταστήματα
Σήμερα ίσως να ξεφύγω
λίγο από το θέμα, διότι μέσα από αυτό ξεπηδούν γεγονότα και άνθρωποι που
συνδέονται μεταξύ τους. Δεν ακολουθώ με ευλάβεια κάποιον κανόνα διότι δεν δίνω
και εξετάσεις στην έκθεση για να έχω τον φόβο του κακού βαθμού από την φιλόλογο
Λαρίου.
Η Ελλάδα όπως ξέρουμε, ήταν σε μεγάλο
βαθμό χώρα γεωργική και κτηνοτροφική, στην πορεία οι καινούργιες συνθήκες ζωής
αλλά και η ευρωπαϊκή ένωση στην συνέχεια την κατέστησαν χώρα υπηρεσιών. Αυτό
δηλαδή που ζούμε στην εποχή μας. Εκείνους όμως τους χαλεπούς χρόνους, ο
Έλληνας, τόσο στην επαρχία και άλλο τόσο στα προάστεια των αστικών κέντρων,
παρόλο που είχε στην παράδοσή του την κτηνοτροφία, το κρέας (αρνί, βοδινό,
χοιρινό) δεν το γευόταν σε τακτά αλλά σε αραιά διαστήματα και κύρια αιτία γι’
αυτό υπήρξε η ανέχεια. Η κότα ήταν πιο προσιτή στις οικονομικές δυνάμεις του
και την κατανάλωνε περισσότερο. Ακόμα και το Πάσχα. Την περίοδο της ανταλλακτικής
οικονομίας ειδικότερα, οι κτηνοτρόφοι για παράδειγμα έδιναν κρέας κι έπαιρναν
αλάτι, λάδι κ.α. – κατά τον ίδιο τρόπο έπρατταν και οι αγρότες, έδιναν τα
προϊόντα τους κι έπαιρναν κρέας και ό,τι άλλο δεν παρήγαγαν.
Το
ψητό αρνί που θέλει η Παράδοσή μας να σουβλίζουμε το Πάσχα, είναι σχετικά
καινούργιο έθιμο. Αρνί στη σούβλα, έψηναν οι κτηνοτρόφοι ανήμερα του Αγιωργιού
στις στάνες τους, τιμώντας έτσι τον δικό τους άγιο. Αυτά ειδικά στην ηπειρωτική
Ελλάδα διότι στη νησιώτικη αγνοούσαν εντελώς το έθιμο αυτό. Επειδή όμως όλα
αλλάζουν, άλλαξε και το έθιμο αυτό και καθιερώθηκε στη συνείδησή μας ο
πασχαλιάτικος οβελίας. Το πασχαλιάτικο έθιμο του ψητού οβελία, νομίζω ότι το
καθιέρωσε πανελλαδικά η χούντα όπου κατά την άγια μέρα, έλιωναν οι φαντάροι στο
γύρισμα της σούβλας και απολάμβαναν οι κυρίες των συνταγματαρχών και λοιπών
«πατριωτών» την τραγανή πέτσα. Βέβαια, τον καιρό της πραγματικής επανάστασης
του 21’ ο Κολοκοτρώνης κι ο Καραϊσκάκης, είχανε το κλέφτικο στην διατροφή τους
όλες τις μέρες του χρόνου, ούτε νήστευαν ούτε φυσικά είχανε έννοιες μεταφυσικές,
πόσο μάλλον έννοιες περί Μεσογειακής διατροφής που αιώνες μετά εισήλθε στην ζωή
μας. Κλέφτικο και λίγο χορταρικό να δουλέψει το έντερο έτρωγαν οι
πρωτο-καπετάνιοι κι αμέσως έπεφταν στον αγώνα, στις γράνες και στα καραούλια
και όπου τους καλούσε ο Μεγάλος Σκοπός.
Στην
πόλη μας, τον παλιό καιρό, το κρέας έμπαινε στο ταψί ή στην κατσαρόλα το
Σάββατο αραιότερα, συνήθως όμως την Κυριακή, την γιορτινή μέρα της εβδομάδας.
Έτσι, τα κρεοπωλεία είχαν συνήθως την μεγαλύτερη πελατεία τους από την
Παρασκευή και ύστερα, όλες τις άλλες μέρες ελάχιστοι ήσαν οι πελάτες τους. Και
από που ψώνιζαν κρέας οι γαλατσιώτες; Τι από πού; Από τα κρεοπωλεία της
γειτονιάς μας. Και κατά τις συνήθειες της εποχής, το κρέας το ψώνιζε ο αρχηγός
της οικογένειας, πατριαρχία γάρ.
Έξη
ή μάλλον εφτά ήταν τα κρεοπωλεία της παλιάς εποχής,
του Φάνη Ρούσσα, του Κώστα Καφρίτσα και του Μίμη Τζανούλα γύρω από το Παλιό
Τέρμα. Στην Λ. Βέϊκου και Μαυρογένους, εκεί που είναι σήμερα η Analysis υπήρχε το χασάπικο
του Παπιώτη. Χαμηλότερα στην Λ. Γαλατσίου, κοντά στου Αγάθου τον καφενέ και τα
μπιλιάρδα, λειτουργούσαν τα κρεοπωλεία των αδελφών Ασφή και λίγο πιο κάτω επί
της πλατείας Λιναρά το κρεοπωλείο του Καραθανάση.
Γύρω
από το Παλιό Τέρμα ανθούσε η εμπορική ζωή του Γαλατσίου -όπως και στου Λιναρά
άλλωστε-, ειδικά όμως για το Παλιό Τέρμα, εκείνοι που δημιούργησαν την αγορά,
ήταν οι αδελφοί Καμπέρη. Μάλιστα, ο Σωτήρης Καμπέρης, ένας έκ των
ιδιοκτητών του χώρου που εδρεύει σήμερα η Εθνική Τράπεζα κάλεσε τον Φάνη Ρούσσα
(κατά μαρτυρία του ίδιου), όπως και άλλους επαγγελματίες ώστε να αποκτήσει η
περιοχή τον δικό της εμπορικό κόμβο.
Ο Φάνης Ρούσσας είχε καταγωγή από την Ρούμελη
και γι’ αυτό άλλωστε στην ταμπέλα έγραφε: Κρεοπωλείον η Ρούμελη – Φάνης
Ρούσσας. Το κρεοπωλείο το άνοιξε το 1955 και το λειτούργησε μέχρι και το
1972 που βγήκε στη σύνταξη. Ακριβώς δίπλα του λειτούργησε το ιχθυοπωλείο του Διονύση
Ανδρεόλα και στον ίδιο χώρο με αυτό συστεγάστηκε το μανάβικο του Σταύρου Κεφαλληνού. Έτσι, η ταμπέλα των δύο συστεγαζόμενων καταστημάτων έγραφε: Λαχανοπωροπωλείον-Ιχθυοπωλείον.
Μία από τις δύο φωτογραφίες με
το κρεοπωλείο και το λαχανοπωροπωλείο-ιχθυοπωλείο δίπλα-δίπλα, δείχνει τον Φάνη
Ρούσσα με την λευκή στολή του γεμάτη αίματα από την κοπή του κρέατος. Παρατηρώντας
τις φωτογραφίες, διακρίνουμε επίσης την χωμάτινη τότε Λ. Βέϊκου, η άσφαλτος οι
πρασιές στους δρόμους εμφανίστηκαν πολλά χρόνια μετά. Ο μικρός της φωτογραφίας
είναι ο γιός του Φάνη, ο Δημήτρης που
αργότερα άνοιξε το βενζινάδικο της BP στη γωνία Λ. Βέϊκου και Χρήστου
Λαδά και που συνεχίζει σήμερα την λειτουργία του ο γιός του ο Φάνης, εγγονός
του παλιού κρεοπώλη του Γαλατσίου. Άριστος γνώστης φυσικά του κρέατος ο Φάνης
Ρούσσας, ρουμελιώτης γάρ, άφησε το αποτύπωμά του βαθιά χαραγμένο στην ανάπτυξη
της πόλης. Όταν δε βγήκε στη σύνταξη, επέλεξε για την απρόσκοπτη λειτουργία του
κρεοπωλείου του τον Νίκα, που μέχρι τότε δούλευε στο κρεοπωλείο του Παπιώτη
στην Λ. Βέϊκου και ο οποίος συνέχισε από
τον ίδιο χώρο να προμηθεύει με κρέας την γαλατσιώτικη οικογένεια.
Εκτός από το Λαχανοπωροπωλείο
του Διονύση Ανδρεόλα, πιο δίπλα στη γωνία, εκεί που εδρεύει σήμερα η τράπεζα
Πειραιώς, υπήρχε ένα υπαίθριο μανάβικο. Ιδιοκτήτης του χώρου ήταν ο Σπύρος
Σπυρόπουλος, ένας από τα αδέλφια που είχαν τα νταμάρια ως αδελφοί
Σπυρόπουλοι και το πούλησε ο ίδιος ή οι κληρονόμοι του στην σημερινή
τράπεζα Πειραιώς. Στην δεύτερη φωτογραφία του Λαχανοπωροπωλείου, όρθιος στην
πόρτα διακρίνεται ο Ανδρεόλας και δίπλα του ο βραχύσωμος άνδρας είναι βοηθός του.
Ο
Κώστας Καφρίτσας, ήταν Ευρυτάνας στην καταγωγή, από
την Ανιάδα της Καλιακούδας συγκεκριμένα. Όταν αποφυλακίστηκε από την Μακρόνησο,
άνοιξε το κρεοπωλείο του στο Παλιό Τέρμα αλλά επί της Λ. Γαλατσίου. Δίπλα του
ήταν το ναξιώτικο καφενείο, το κουρείο του Ρίζου και παραδίπλα το
φαρμακείο Πρινέα-Στασινάκη (ειδικά για την κυρία Πρινέα, έχω ακούσει πως ήταν
αρχοντογυναίκα). Ήταν ίσως ο πρώτος
κρεοπώλης στο Γαλάτσι (ή ένας από τους πρώτους αν υπολογίσουμε στους
παλιότερους τον Καραθανάση και τους αδελφούς Ασφή), λίγα χρόνια παλιότερος από
τον Φάνη Ρούσσα. Ήταν μάλιστα ο πρώτος που έβαλε ηλεκτρικό ψυγείο για τα κρέατά
του, διότι τότε και μέχρι του τέλος της δεκαετίας του 60-70 υπήρχαν τα ψυγεία
πάγου, τουλάχιστον για την οικιακή χρήση. Και ήταν επίσης ο δεύτερος στην πόλη
του Γαλατσίου που έβαλε στο κρεοπωλείο του τηλέφωνο. Το πρώτο τηλέφωνο το είχε το
κέντρο του Μοστρού. Αργότερα ο Καφρίτσας μετέφερε το κρεοπωλείο του στην Λ.
Βέϊκου, εκεί που είναι σήμερα το φαρμακείο του Δασκαλάκη, ή ίσως το διπλανό
μαγαζί. Παλιός αντάρτης του ΕΛΑΣ ο Καφρίτσας, κομμουνιστής γερός, με φυλακές
στην πλάτη του και μάλιστα στην κηδεία του, το κόμμα, του έβαλε για το «ταξίδι
του» έναν Ριζοσπάστη στο στήθος του να τον συντροφεύει. Είχανε τους δικούς τους
κώδικες οι παλιοί και αυθεντικοί κομμουνιστές. Μάλιστα, στις πρώτες δημοτικές
εκλογές (του 1964 νομίζω), είχε κατέβει υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος με την
παράταξη του Παπαδιονυσίου και δεν είχε εκλεγεί για λίγους ψήφους. Τότε, το
κομμουνιστικό κόμμα στήριζε ψυχή και σώματι τον Παπαδιονυσίου, αλλά αυτός
λοξοδρόμησε κατά τον δρόμο της απώλειας, καλοκοίταξε τον «τρίτο δρόμο» του
Πασόκ, δεν στάθηκε στο ύψος της εμπιστοσύνης που έμπρακτα του έδωσαν και οι
κομμουνιστές αλλά και οι δεξιοί της πόλη μας. Να σημειωθεί εδώ ότι το Γαλάτσι τότε
ήταν μία πόλη που στην μεγάλη του πλειοψηφία αποτελείτο από αριστερούς, αλλά
από την μεταπολίτευση και ύστερα αυτό άλλαξε, εντάθηκε η αστικοποίησή του και οι
νιόφερτοι πλέον κάτοικοί του σμίκρυναν την αριστερή πλειοψηφία των παλιότερων
κατοίκων του.
Δίπλα
στο κρεοπωλείο του Κώστα Καφρίτσα, άνοιξε αργότερα το πρώτο εμπορικό κατάστημα
της πόλης μας, εκεί που είναι σήμερα τα Everest, ο Βαγγέλης Καρόζης,
κυρίως με οικιακές συσκευές (κουζίνες, ψυγεία, σόμπες πετρελαίου κτλ.) και
απογείωσε το εμπόριο. Ήταν μάλιστα η εποχή που επειδή το χρήμα ήταν λειψό, οι
περισσότεροι ψώνιζαν με δόσεις ή με γραμμάτια. Μέγας έμπορας ο Βαγγέλης
Καρόζης, εξυπηρέτησε με τον πλέον επαγγελματικό τρόπο τον κάθε γαλατσιώτη που
ήθελε να αγοράσει αλλά τα οικονομικά του δεν έφταναν. Το σπουδαίο αυτό εμπορικό
κατάστημα, ο γαμπρός του στη συνέχεια (παντρεύτηκε την κόρη του την Μαρία) ο
Γρηγόρης Καμπέρης το απογείωσε και για αναπτυξιακούς λόγους το μετέφερε στο
πολυώροφο κτίριο επί της οδού Ελευθερίου Βενιζέλου ως Electronet, με τις
καλύτερες τιμές της ελληνικής αγοράς. Ο Γρηγόρης Καμπέρης, είχε ανοίξει
επίσης το κατάστημα με είδη μουσικής (ενισχυτές, πικάπ, ηχεία, cd player κλπ. στον ιδιόκτητο χώρο, στην
σημερινή Εθνική τράπεζα. Τουλάχιστον μέχρι το 2000 μ.Χ. ήταν σε λειτουργία,
διότι είχα αγοράσει εκείνη τη χρονιά έναν ραδιοενισχυτή Marantz.
Στην
εποχή του Φάνη Ρούσσα, του Παναγιώτη Παπιώτη και του Κώστα Καφρίτσα και κατά
την εποχή της χούντας, η Ασφάλεια είχε τα γραφεία της στα Άνω Πατήσια επί της
οδού Χαλεπά, τους καλούσε δε η Υπηρεσία τακτικά για συμμόρφωση. Εκείνη η
«συμμόρφωση» στα κρατητήρια δίχως νερό για πολλές μέρες, στον Κώστα Καφρίτσα έφερε
στη συνέχεια το ζάχαρο (σοβαρή ασθένεια) όπως διέγνωσε αργότερα ο Παναγιώτης Φερέτος, ο γιατρός του. Δεν
γνωρίζω αν επιστημονικά ισχύει η διάγνωση αυτή, την καταθέτω όμως επειδή την
είχα ακούσει. Γενικότερα, ήταν δύσκολη εκείνη η περίοδος της «συμμόρφωσης προς
την αγνότητα», σε κομμουνιστές και σε όσους είχαν εκδηλωμένο ενδιαφέρον προς
τις δημοκρατικές δυνάμεις (κεντρώους, δεξιούς κ.α.).
Το
χασάπικο του Μίμη Τζανούλα, αρχικά ήταν επί της οδού
Σύρου, κοντά στην σημερινή τράπεζα Πειραιώς ή λίγο παραπάνω μέχρι το καφέ Molliz. Επί εποχής Νάταλι δηλαδή. Πολύ
αργότερα μεταφέρθηκε επί της οδού Φιγαλείας όπου και συνεχίζει πλέον ο ανεψιός
του. Το μοναδικό έν ζωή παλιό κρεοπωλείο, οπότε μάλλον και το αρχαιότερο.
Ο
Παναγιώτης Παπιώτης που προανέφερα, ήταν νομίζω ο
τελευταίος από τους παλιούς χασάπηδες της πόλης μας που πέθανε τελευταίος, και
μάλιστα πλήρης ημερών εφόσον άγγιξε τα 103 χρόνια ζωής. Αρχικά δεν γνώριζε από
κρέατα διότι η δουλειά που έκανε ήταν αυτή του νερουλά. Γέμιζε το φορτηγό του
με νερό και έκανε διανομή σε όλο το Γαλάτσι διότι δεν υπήρχε στην πόλη τότε
εσωτερικό δίκτυο ύδρευσης. Αυτό άρχισε να φτιάχνεται από το 1964 και ύστερα. Το
φορτηγό του το γέμιζε με νερό από δύο τουλάχιστον σημεία, ένα ήταν αυτό στην
οδό Ελευθερίου Βενιζέλου δίπλα στο δημοτικό σχολείο και το άλλο ήταν στην Λ. Βέϊκου,
κάπου ανάμεσα στις καφετέριες και στην Αγία Ειρήνη. Μπορεί να υπήρχε και άλλο
σημείο αλλά δεν το θυμάμαι ή δεν το γνωρίζω.
Η
δουλειά του πωλητή νερού όλο και λιγόστευε κι έτσι αποφάσισε αρχικά να ανοίξει
βενζινάδικο. Επειδή όμως περνούσαν από την Μαυρογένους πυλώνες ρεύματος υψηλής
τάσης, δεν μπορούσε. Έτσι, αποφάσισε και άνοιξε το κρεοπωλείο και μη γνωρίζοντας
την δουλειά, προσέλαβε σαν χασάπη τον κ. Πέτρο (διακρίνεται μαζί του
στην φωτογραφία, δεξιά). Μετά από αυτόν κι άλλοι χασάπηδες πέρασαν από το
κρεοπωλείο του, όπως ο Πεκλάρης ο Ευρυτάνας, και ο καλύτερος κατά
ομολογία του ίδιου, ο Νίκας, όμως και αυτός αργότερα έφυγε για να συνεχίσει σαν
κρεοπώλης στο κρεοπωλείο του Φάνη Ρούσσα. Σε όλο αυτό το διάστημα ο Παπιώτης
είχε μάθει καλά την τέχνη του κρέατος και σταμάτησε να παίρνει άλλους χασάπηδες.
Το κρεοπωλείο όμως ήταν στο όνομα της γυναίκας του Θεανώς και όταν αυτή πήρε
πρόωρη σύνταξη κατά τον καιρό της χούντας, σε αυτόν δεν έδιναν άδεια
λειτουργίας επειδή ήταν αριστερός. Μάλιστα, εδώ υπάρχει ένας διάλογος για το πως
δούλευε το σύστημα τότε. Επισκέπτονται το κρεοπωλείο ο γιατρός του υγειονομικού
και ο αστυφύλακας.
Γιατρός: Παναγιώτη τι έγινε έβγαλες άδεια;
Παπιώτης: όχι, δεν μου δίνουν.
Γιατρός: θα μας κάψεις Παναγιώτη!
Έπαιρνε ο γιατρός δυό κιλά μοσχάρι κι
άλλα δυό κιλά αρνί, έπαιρνε και ο αστυφύλακας ένα κιλό κιμά κι ένα κοτόπουλο
και πήγαιναν στο καλό. Μέχρι την επόμενη επίσκεψη για έλεγχο!
Αυτά συνέβαιναν μέχρι που ο ένας του
γιός, ο Αλέκος έγινε 18 χρονών και βγήκε η άδεια στο όνομά του. Τόσο όμως ο
Αλέκος αλλά και ο άλλος του γιός ο Δημήτρης, δεν ήθελαν να συνεχίσουν τη
δουλειά αυτή. Έτσι, όταν κουράστηκε το πούλησε στον Τούσκα, αλλά πάνω
στον χρόνο περίπου μη αντέχοντας χωρίς δραστηριότητα, το αγόρασε, το κράτησε
ακόμα ένα χρόνο και ο πούλησε οριστικά τη φορά αυτή στον Μιχάλη Μελέτη.
Οι
αδελφοί Ασφή, καταγόντουσαν από τα μέρη της
Φωκίδας. Τα κρεοπωλεία τους, «Τα Βαρδούσια», βρισκόντουσαν επί της Λ.
Γαλατσίου δίπλα από το βενζινάδικο της FINA, αυτό που αργότερα και έως τις
μέρες μας λειτουργεί ώς ETEKA, πλησίον του καφενείου του Αγάθου. Το ένα από τα
δύο αυτά κρεοπωλεία, το δούλευε αρχικά ο Γιάννης Ασφής ο οποίος είχε
ασχοληθεί με την πολιτική σε τοπικό τουλάχιστον επίπεδο - το Γαλάτσι αρχικά
υπαγόταν διοικητικά στον Δήμο Αθηναίων αλλά το 1955 έγινε αυτόνομη Κοινότητα με
πρώτο Κοινοτάρχη τον Παπαηλιού και εκλέχθηκε με τον συνδυασμό του την περίοδο 1955-1959
ή με τον συνδυασμό του Δημήτρη Κεχαγιά την περίοδο 1959-1964. Δεν γνωρίζω με
ακρίβεια. Οι πρόεδροι τότε νομίζω πως άλλαζαν κάθε δύο χρόνια. Στο μεσοδιάστημα
είχε εκλεγεί πρόεδρος και ο Νίκος Χωριανόπουλος. Πέθανε όμως νέος, στην ταβέρνα
Χαρβάτι πάνω στον χορό. Από τότε και ύστερα το κρεοπωλείο το δούλεψε η γυναίκα
του μέχρι την μέρα της συνταξιοδότησής
της. Το δεύτερο κρεοπωλείο το δούλευε ο αδελφός του Γιάννη, ο Γιώργος Ασφής και νομίζω πως σταμάτησε την λειτουργία
του τελευταίο, είχε ήδη προηγηθεί το άλλο. Να σημειωθεί επίσης ότι ο γιός του
Γιάννη Ασφή, ο Μπάμπης, ήταν επικεφαλής συνδυασμού του ΚΚΕ στην πόλη
μας, εκλεγείς για πολλά χρόνια.
Τα
κρεοπωλεία αυτά εξυπηρετούσαν την μία πλευρά του Γαλατσίου, την αρχαιότερη
εφόσον αυτή αναπτύχθηκε πρώτη και μετά η ανάπτυξη μεταφέρθηκε στο Παλιό Τέρμα. Οι
Ασφήδες, παράλληλα με το κρέας πουλούσαν και φρέσκο γάλα που το προμηθεύονταν
από τσοπάνηδες της περιοχής. Μάλιστα, μόνιμους πελάτες είχαν και το ΚΕΕΘΑ (αν
το γράφω σωστά), δηλαδή την στρατιωτική μονάδα που υπήρχε στο Γαλάτσι και που
σήμερα είναι το δημαρχείο Γαλατσίου. Μεγάλη στρατιωτική μονάδα αυτή, κατανάλωνε
σε καθημερινή βάση γάλα για τις ανάγκες των στρατιωτών και όσων ακόμα
υπηρετούσαν εκεί.
Τελευταίο
άφησα το κρεοπωλείο του Καραθανάση, επί της πλατείας Λιναρά. Ακριβώς
δίπλα του είχε ο Αντώνης Κλέντρος το κατάστημα με τα φωτιστικά, όπως κι
ένα τσαγκαράδικο, πιο κει, στην οδό Δρίσκου, υπήρχε ο φούρνος – λειτουργεί και
σήμερα υπό τον Στέλιο Διώχνο και το μπακάλικο του Κατσώνη που
λειτουργούσε και σαν ταβέρνα. Πιθανολογώ ότι το κρεοπωλείο αυτό μπορεί να
υπήρξε το παλιότερο του Γαλατσίου, διότι η περιοχή αυτή οργανώθηκε πρώτη με τα
καταστήματά της που τα γέννησε η ανάγκη.
Σήμερα
η πόλη μας, έχει πολλά και άξια λόγου κρεοπωλεία, αλλά κρέας βέβαια
προμηθεύεται κανείς και από τα σούπερ μάρκετ, εφόσον το καθένα από αυτά
διαθέτει οργανωμένο κρεοπωλείο. Μεγάλα κρεοπωλεία είναι, του Νιώτη (που θα
κατεδαφισθεί όμως λόγω των έργων της πλατείας Γαλατσίου), ο Ριζόπουλος στη
συμβολή Αγίας Γλυκερίας και Νίκου Ξυλούρη, αλλά πιο απλό κατά την μορφή είναι
εκείνο του Πεντζίκη στην πλατεία Κύπρου, με εκλεκτά φυσικά κρέατα και που μέχρι
και το Παλαιό Ψυχικό παίρνει την δυτική πλαγιά του Αγχεσμού για να προμηθευτεί τα
κρέατά του. Κεντρικά ή αποκεντρωμένα κρεοπωλεία, έχει αρκετά η πόλη μας σήμερα,
αλλά εκείνα τα παλιά υπήρξαν σημείο αναφοράς στους πέτρινους και όχι μόνο
χρόνους. Ακόμα, στον Μασούτη της πλατείας Κύπρου, χασάπης είναι ο παλιός
συμπολίτης μας Αλέκος Νομικός, άνθρωπος διαμάντι, χαμογελαστός, αισιόδοξος,
φωτεινός. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι, είναι πάνω απ’ όλα καλοί επαγγελματίες, τα
μαγαζιά τους πεντακάθαρα, και οι τιμές των προϊόντων τους καλές. Σαν μακρινό
όνειρο, θυμάμαι τον παππού μου ή τον πατέρα μου ν’ ανηφορίζουν για το Παλιό
Τέρμα μιάς και συνήθως ψώνιζαν από τού Ρούσσα η του Καφρίτσα. Ο κάθε
γαλατσιώτης είχε επιλέξει το δικό του χασάπικο και πολύ δύσκολα το άλλαζε.
Οι
άνθρωποι στο Γαλάτσι που κίνησαν το εμπόριο εκείνη την εποχή, οι περισσότεροι
τουλάχιστον, το έκαναν από την ανάγκη επιβίωσης. Σαν αριστεροί, προερχόμενοι οι
περισσότεροι από τον ΕΛΑΣ, με εξορίες στα ξερονήσια, ήσαν αποκομμένοι από
δουλειές του δημοσίου ελέω του χαρτιού κοινωνικών φρονημάτων που δεν τους το παρείχε
καμία Ασφάλεια. Έπρεπε όμως να ζήσουν. Με την εργατικότητά τους, την αξιοσύνη
τους, βλέποντας τον πελάτη τους σαν άνθρωπο πρώτα και μετά σαν καταναλωτή, πρόκοψαν,
καταξιώθηκαν στην κοινωνία τους, προχώρησαν μπροστά. Μαζί όμως με τους
αριστερούς και οι δεξιοί κάτοικοι της πόλης μας, έζησαν αρμονικά μεταξύ τους, γεμάτοι αξιοσύνη
και αυτοί, εργάστηκαν σκληρά, τίμια, και όλοι μαζί, ενωμένοι, έφτιαξαν έκ
θεμελίων ίσως, το Γαλάτσι.
Όλα
βέβαια αλλάζουν επί βελτίω (που λένε), αλλά η αύρα εκείνων των παλιών μαγαζιών,
έν προκειμένω των κρεοπωλείων και των υπολοίπων καταστημάτων, έχει χαθεί
οριστικά. Ο Ρούσσας, ο Καφρίτσας, ο Τζανούλας, ο Παπιώτης, οι αδελφοί Ασφή,
ο Καραθανάσης, ο Καρόζης, ο Ανδρεόλας, ο Κεφαλληνός, ο Ρίζος, ο
Κλέντρος και πόσοι άλλοι ακόμα, έδιναν τον δικό τους τόνο στους γοητευτικούς
ρυθμούς της πόλης μας. Ο καθένας τους, είχε τη δική του προσωπικότητα, τη δική
του προσφορά μέσα από την αξιοσύνη του και τον επαγγελματισμό του, κι αυτή ακριβώς η θετική παρουσία αποτυπώθηκε
στην μνήμη. Ευτυχώς, συνεχίζει ακόμα σήμερα ο μεγαλύτερος και καλύτερος έμπορας
της πόλης μας ο Γρηγόρης Καμπέρης.
Ναι,
αυτή η πόλη, πριν την καταστρέψουν οι δημοτικοί άρχοντες με τα «οράματά» τους,
είχε φτώχεια, ήταν τίμια και εξέπεμπε αρώματα μεθυστικά, ήταν γοητευτική. Ήταν -είναι
δηλαδή- η γενέθλια πόλη μας.
==============
Ο Παναγιώτης Παπιώτης, η γυναίκα του Θεανώ και τα παιδιά του Αλέκος και Δημήτρης.
Έξω από το κρεοπωλείο στη Λ. Βέϊκου.
Ο Παναγιώτης Παπιώτης με τους γιούς του Αλέκο και Δημήτρη.Ο Αλέκος Παπιώτης σε νεαρή ηλικία. Απεβίωσε πριν από 10 περίπου χρόνια.
===========
Υγ1:
Ευχαριστώ πολύ τους παλιούς γαλατσιώτες που μέσω των ανταποκριτών μου, έδωσαν
φωτογραφικό υλικό και πρόσθετες πληροφορίες για το αφιέρωμα αυτό.
Υγ2:
Παρακαλώ να μην μου στέλνετε αιτήματα φιλίας στο Facebook, δεν χρησιμοποιώ
αυτό το μέσον παρά μόνο για λόγους πρακτικούς. Σάς ευχαριστώ.