Βάτοι
& ἀγκάθια ἀλλὰ
καὶ λουλούδια στὴν
πόλη μας
Σήμερα τὸ
πρωί, ἐδῶ
στὸ
νησί, ἀπολάμβανα
τὸ
καφεδάκι μου, στὸ καφὲ
Favela. Ἀπὸ
τὰ
καλύτερα σημεῖα τῆς
πόλης. Ἂν
βέβαια εἶσαι
τουρίστας, θὰ πᾶς
στὸ
Φαληράκι καὶ ὅπου
ἀλλοῦ
βόσκει σὰν
ἄλλο
κοπάδι, ἡ
ὀχλαγωγή.
Βλέπετε, ὁ τουρισμὸς
μιὰ
λαίλαπα εἶναι ποὺ
τρώει κάθε τι γνήσιο καὶ ὄμορφο,
χάριν τοῦ
χρήματος φυσικά.
Παρατηρῶντας
ὅμως
τὰ
θέματα γύρω ἀπὸ
τὸν
τουρισμό, ἀντιλαμβάνεσαι εὔκολα
τὴν
δουλεία ποὺ ἔχει
γιγαντωθεῖ. Οἱ
«δοῦλοι»
καὶ
οἱ
ἄλλοι,
οἱ
ἄλλοι
βαρᾶνε
καὶ
οἱ
«δοῦλοι»
χορεύουν. Οἱ ἄλλοι,
σὰν
κάτοχοι τοῦ χρήματος, ἀλαζόνες
καὶ
ἀλλοπαρμένοι,
ἄπληστοι
καὶ
ὑποκριτές,
«ἠθικοὶ»
σὲ
ἕναν
κόσμο βαθιὰ ἀνήθικο,
πάντα ἀπαιτοῦν
καὶ
πάντα ἔχουν
δίκιο. Ἐδῶ
στὸ
νησί, εἶναι
ἔντονα
διακριτὴ
αὐτὴ
ἡ
συμπεριφορὰ ποὺ
τὴν
γεννάει ὁ
τουρισμός. Τὸ χρῆμα.
Μερικὲς
φορὲς
σὰν
κι αὐτή,
ἀντικρύζοντας
σχεδὸν
καθημερινά, σὲ κάθε μου βῆμα,
τὴ
διαστροφὴ
τοῦ
εὔπορου
τουρίστα, νοσταλγῶ τὴν
γκρίζα πόλη μου, τὸ Γαλάτσι. Ἴσως
κάποιος νὰ μὲ
πεῖ
ψυχάκια ποὺ νοσταλγῶ
κάτι γκρίζο κι ἀπρόσωπο. Ὄχι,
ἡ
γκρίζα πόλη ἔχει ψυχή, ἔχει
ἀνθρώπους
ζεστούς, φιλότιμους, τίμιους, ἐργατικούς, γελαστούς. Ἔχει
φυσικὰ
καὶ
τοὺς
ὑποκριτές,
αὐτοὺς
ποὺ
δὲν
βγάζουν τα ἀπωθημένα τους παρὰ
μόνο ἂν
ἐκραγοῦν,
καὶ
τότε, γίνονται χυδαῖοι, ἡ
κακότητά τους φανερώνει τὸν ὕπουλο
ψυχισμό τους. Μακριὰ λοιπόν, ὅσο
μπορεῖ
ὁ
καθένας μας, ἀπὸ
ἀνθρώπους
τοξικούς.
Στὴν
γκρίζα ὅμως
πόλη μου, στὸ Γαλάτσι, ἂν
μὲ
ρωτήσει κάποιος τὶ σοῦ
ἔχει
λείψει, ἀβίαστα
θὰ
τοῦ
ἀπαντήσω,
δυὸ
πράγματα. Ὁ καταπληκτικὸς
καφὲς
τοῦ
Hasta Luego ἀπὸ
τὴν
τέχνη τοῦ
κυρίου Γιώργου, καὶ τὸ
μικρότερο ἴσως κατάστημα σὲ
τετραγωνικὰ μέτρα, διότι δὲν
εἶναι
ἀπὸ
πάνω ἀπὸ
10, αὐτὸ
τοῦ
κυρίου Βασίλη, στὴν Λ. Βέϊκου, στὸν
χῶρο
τοῦ
παλιοῦ
Rodini, μὲ τὰ
βότανα καὶ μὲ
κάθε καλούδι τῆς μάνας φύσης.
Ἐκεῖνο
ποὺ
συνδέει αὐτοὺς
τοὺς
δύο ἀνθρώπους
ποὺ
πιθανολογῶ ὅτι
ὁ
ἕνας
ἀγνοεῖ
τὴν
ὕπαρξη
τοῦ
ἄλλου,
εἶναι
ἡ
ἀγάπη
ποὺ
δίνουν στὴ δουλειά τους. Εἶναι
αὐτὸ
τὸ
νῆμα
τῆς
ἀγάπης,
ποὺ
κρατᾶ
ἑνωμένους
ἄγνωστους
ἀνθρώπους.
Ὁ
πρῶτος,
ὁ
κύριος Γιῶργος, ἔχει
σπουδάσει τὸν καφέ – διότι ναί, καὶ
ὁ
καφές, δὲν
εἶναι
ἕνα
τσουκάλι ποὺ τὸν
βάζεις καὶ τὸν
βγάζεις, εἶναι ἀληθινὴ
τέχνη, καὶ σὰν
τέτοια ἀπαιτεῖ
μεράκι, γνώσεις, ὑπομονή. Γι’ αὐτὸ
καὶ
ὁ
καφές του εἶναι ἀξεπέραστος.
Ὁ
δεύτερος, ὁ κύριος Βασίλης, εἶναι
ἕνας
θησαυρὸς
γνώσεων τῆς φύσης. Δὲν
εἶναι
μόνο ὅτι
στὸ
κατάστημά του θὰ βρεῖς
κάθε εἴδους
σπάνιο βότανο, αὐτὸ
εἶναι
τὸ
λιγότερο. Ἡ μαγεία ἀρχίζει
ἀπὸ
τὴ
στιγμὴ
ποὺ
σοῦ
ἀναπτύσσει
τὰ
ὀφέλη
καὶ
τὶς
ἰδιότητες
τοῦ
κάθε βοτάνου. Ξεχειλίζει ἡ ἀγάπη
του γι’ ὅσα
βγαίνουν ἀπὸ
τὰ
χείλη του, σὲ καθηλώνει μὲ
τὸν
ἤπιο
λόγο του, τὴν ἔμφυτη
εὐγένειά
του -σπάνιο εἶδος-, κερδίζει κάθε πελάτη του, μὲ
τὸν
τρόπο ποὺ
χειρίζεται κάθε ἐρώτηση του καὶ
τὶς
τεκμηριωμένες ἀπαντήσεις ποὺ
δίνει.
Νομίζω
ὅτι
ὁ
κύριος Βασίλης ἦταν γιατρὸς
(μικροβιολόγος) καὶ τὸ
ὅτι
ἐπέλεξε
τὰ
βότανα τῆς
ἑλληνικῆς
γῆς
ἔναντι
τῆς
ἰατρικῆς,
ἔκανε
μεμιάς -κατὰ τὴ
γνώμη μου- τὸ μεγάλο ἅλμα.
Δὲν
νομίζω ὅτι
εἶναι
εὔκολη
ἡ
ἐπιλογὴ
αὐτή,
ἐδῶ
ἀκριβῶς
ὅμως,
ἔχει
τὸν
λόγο ἡ
ἀγάπη
γιὰ
τὴν
ἐπιλογή
του.
Στὸ
μικρὸ
κατάστημά του, περισσεύει ὅ,τι ἔχει
νὰ
κάνει μὲ
τὸν
ἄνθρωπο,
τὸ
φῶς
πλημμυρίζει, καὶ στὴν
περιρρέουσα ἀτμόσφαιρα ὅλα
δείχνουν γαλήνια καὶ μοσχομυρίζουν ἁγνότητα.
Στὴν
γκρίζα πόλη μας, ὑπάρχουν οἱ
τοξικοὶ
ἄνθρωποι,
ἡ
ὑποκουλτούρα
κυριαρχεῖ,
ὑπάρχουν
ὅμως
καὶ
κάποιες μικρὲς σπίθες, ὅπως
οἱ
προαναφερόμενοι δύο ἄριστοι καθ’ ὅλα
ἐπαγγελματίες,
ποὺ
δηλώνουν μὲ τὸν
τρόπο τους, πὼς ὅ,τι
κάνεις, ἀπαιτεῖ
ἀγάπη.
Ὁ
Πεζοπόρος

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου