Dante Alighieri
Η Θεία Κωμωδία
Παράδεισος
Άσμα XI
Ώ, τι παράλογες είν’ των ανθρώπων οι έννοιες,
κι είν’ οι συλλογισμοί τους τόσο λαθεμένοι
που ο άνθρωπος, πετώντας, προς τον κατήφορο πηγαίνει!
Ο ένας με τους νόμους κι ο άλλος με τα γιατροσόφια
καταπιάνεται, ποιος κυνηγά αξιώματα εκκλησιαστικά
και ποιος, με βία και με δόλο, τα πολιτικά,
ο ένας κλέβει κι ο άλλος θέσεις κι ωφελήματα γυρεύει,
ποιος μές στις ηδονές της σάρκας είν’ δοσμένος
και ποιος τεμπέλης, ξαπλωμένος,
κι εγώ, απ’ όλα ετούτα απαλλαγμένος,
και με τη Βεατρίκη, ψηλά, στα ουράνια
καλόδεχτος, στη δόξα αυτών των φωτισμένων.
Καθένας τους στη θέση του γυρνά
μέσα στον κύκλο, ώς ήταν προτινά,
και στέκεται σαν το κερί στο καντηλέρι.
Κι ακούω χαρούμενα ν’ αρχίζει να μιλά
φωνή που ΄ρχόταν μέσ’ από τη φωτιά,
πού ‘χε μιλήσει πιό μπροστά:
«Τις σκέψεις, τους συλλογισμούς σου βλέπω
μές στις λαμπρές αχτίδες πού κοιτώ
νά ΄ρχονται απ’ το αιώνιο φώς.
Αμφιβολία έχεις και ζητάς
τα λόγια μου να κάνω πιό λιανά
κι έτσι να μπούνε στα δικά σου μυαλά,
όταν έλεγα: “Καλά παχαίνουν”,
κι αυτό πού είπα: “Νους άλλος δεν ξανάγινε”,
καιρός λοιπόν να σ’ τά ξεκαθαρίσω.
Η Θεία Πρόνοια τον κόσμο κυβερνά
με μια σοφία πού ο νους τού κάθε πλάσματος
δεν καταφέρνει να εννοήσει,
γιά να μπορέσει η νύμφη να σμίξει με τον αγαπημένο
πού τη νυμφεύτηκε με τα δικά του πάθη,
και γι’ αυτήν έχυσε το αίμα του το ευλογημένο,
με πιό μεγάλη σιγουριά και πιό μεγάλη πίστη,
δύο έστειλε οδηγούς, πού για δική της χάρη να την οδηγούν,
ο ένας απ’ τη μια μεριά κι ο άλλος απ’ την άλλη.
Ο ένας από ζήλο καίγονταν, σεραφικό,
ο άλλος, τόση είχε κάτω στη γη σοφία,
πού έλαμπε με φώς χερουβικό.
Από τούς δυό τον ένα θα υμνήσω,
όποιος τον ένανε παινεύει, παινεύει και τούς δυό,
γιατί τα έργα τους κοινό είχανε σκοπό.
Ανάμεσα Τουπίνο και τον ποταμό πού κατεβαίνει
από το λόφο πού είχε διαλέξει ο άγιος Ουμπάλντο,
κατ’ από ψηλό βουνό, εύφορη μια πλαγιά ξαπλώνει,
απ’ όπου κρύοι άνεμοι και ζεστοί φυσάνε
στην Περούτζια, από τού Ήλιου την Πόρτα, απέναντι, μές
στην ανήλιαγη σκιά υποφέρουν το Γκουάλντο κι η Νοτσέρα.
Εκεί πού της πλαγιάς το κατηφόρι μαλακώνει,
γεννήθηκε ένα ήλιος πού φώτισε τον κόσμο,
όπως εκείνος ο άλλος, πού από τον Γάγγη ανατέλει,
όποιος, λοιπόν, γι’ αυτό το μέρος να μιλήσει θέλει,
λειψό θέ να ΄ταν να τον πεί Ασσίζη,
σωστά αν θέλει να το πεί, άς τ’ ονομάσει Ανατολή.
Λίγο μετά την αυγή,
νιώσανε κιόλας οι άνθρωποι επίδραση ευνοϊκή
από την αρετή του την εξαιρετική.
Νιός ήταν, όταν τά ΄βαλε με τον πατέρα
για τη γυναίκα εκείνη πού, όπως στο θάνατο,
με χαρά, την πόρτα του, κανένας δεν ανοίγει,
και μές στού επισκόπου την αυλή
και στον πατέρα του μπροστά, ενώθηκε μαζί της,
και κάθε μέρα την αγαπούσε πιό πολύ.
Χήρα εκείνη από τον πρώτο σύζυγο της μένει
πάνω από εκατό και χίλια χρόνια, μές στη ντροπή και
παραμελημένη, χωρίς κανείς να τη ζητήσει, ώσπου ήρθε αυτός,
ούτε πού ωφέλησε πού ακούστη πώς σιγουρεμένη
τη βρήκε με τον Αμύκλα, εκείνος πού η φωνή του
τη γή ολόκληρη έκανε να τρέμει,
ούτε πού την ωφέλησε πού άφοβη έμεινε και πιστή
μαζί με τον Χριστό, επάνω στο σταυρό,
ενώ η Μαρία κάτω έμεινε στη γή.
Αλλ’ άς μη συνεχίσω πολύ κρυφά να σού μιλώ:
οι ερωτευμένοι ετούτοι ο Φραγκίσκος ήτανε κι η Φτώχεια,
πού τώρα αναφέρω με τρόπο ανοιχτό.
Η ομόνοια, η αγάπη, η έκσταση,
οι όψεις οι χαρούμενες και οι γλυκές ματιές
αιτίες στάθηκαν για σκέψεις ιερές,
τόσο πού ο άγιος Βερνάρδος
πρώτος εξυπολύθη κι έτρεχε για να φτάσει την ειρήνη,
και τρέχοντας τού εφάνη πώς πίσω είχε μείνει.
Ώ πλούτη άγνωστα! ώ αγαθό καρπούς ψυχής γεμάτο!
Εξυπολύθη ο Αιγίδιος, εξυπολύθη ο Σιλβέστρος,
τρέχοντας πίσω απ’ τον νυμφίο – τόσο τούς άρεσε η νύμφη.
Και προχωρεί ο δάσκαλος και πατέρας μπροστά,
με την κυρά του και τη φαμελιά
πού ΄τανε πιά ζωσμένοι το ταπεινό καπίστρι.
Διόλου τα μάτια του δέ χαμηλώνει από δειλία,
πού ήτανε γιός τού Πιέτρο Μπερναρντόνε,
ούτε πού η ταπεινή του εμφάνιση προκαλούσε απορία,
παρά σαν βασιλιάς τούς αυστηρούς κανόνες του
στον Ιννοκέντιο δείχνει, πού τού δίνει
για το μοναχικό του τάγμα την πρώτη τη σφραγίδα.
Σαν οι φτωχούληδες πού τον ακολουθούσαν γίνανε
πολλοί,
γι’ αυτή τη θαυμαστή του τη ζωή,
κάλλιο τη δόξα του να ψέλναν οι ουρανοί,
της μάντρας ο αρχηγός από το Αιώνιο Πνεύμα,
για τα καλά του έργα,
κορόνα παίρνει δεύτερη απ’ τού Ονόριου τα χέρια.
Ύστερα, διψώντας για μαρτύριο,
πήγε την πίστη τού Χριστού για να κηρύξει
και των διαδόχων του, μπροστά στον υπερόπτη τον Σουλτάνο,
μα βρίσκοντας πολύ απρόθυμο τον κόσμο εκεί
για ν’ αλλαξοπιστήσει, άπραγος να μη μένει,
γύρισε, την ιταλική σπορά να κάνει να καρποφορήσει.
Ανάμεσα στον Άρνο και τον Τίβερη, σ’ απόκρημνο,
άγονο βουνό την τελευταία σφραγίδα πήρε απ’ τον Χριστό,
όπου σημάδεψε τα μέλη του για χρόνους δυό.
Όταν Αυτός πού τον είχε για το έργο αυτό διαλέξει
βουλήθηκε απάνω να τον πάρει για να τον βραβεύσει
για την αξία του, πού έτσι πιστά τού είχε δουλέψει,
στούς αδερφούς του, τούς νόμιμους κληρονόμους,
την ακριβή κυρά του αφήνει,
με πίστη να την αγαπάνε παραγγέλνει,
κι απ’ της φτώχειας τα σπλάχνα η ευγενική ψυχή
θέλησε να φύγει και στο βασίλειό της ν’ ανεβεί
και φέρετρο δέ θέλησε για το κορμί.
Και τώρα σκέψου τι πρέπει να ΄ταν ο σύντροφός του
πού άξιος στάθηκε κι αυτός, μαζί να οδηγήσουν
τη βάρκα τού Πέτρου σε σωστή πορεία μέσα στη τρικυμία,
τέτοιος είν’ ο πατριάρχης ο δικός μας,
κι έτσι καταλαβαίνεις: όποιος τέτοιον καπετάνιο ακολουθεί,
έχει τη βάρκα φορτωμένη με πραμάτεια καλή.
Μα το κοπάδι του καινούργια ορέγεται βοσκή
και δέ μπορούν παρά να ξεστρατίσουν
σ’ αυτά τα ξέμακρα τα βοσκοτόπια,
και δίχως γάλα τ’ αρνιά ξαναγυρίζουν στο μαντρί
όσο απομακρύνονται,
και μακριά απ’ αυτό περιπλανιούνται.
Είναι, στ’ αλήθεια, κι εκείνα πού τη ζημιά φοβούνται
και μένουν κολλημένα στον τσομπάνη, μα είναι
τόσο λίγα, πού για τις κάπες τους, ύφασμα λίγο, φτάνει.
Τώρα, αν τα λόγια μου δεν είναι μπερδεμένα,
κι αν τ’ άκουσες με προσοχή,
κι αν ό,τι ειπώθηκε θυμάσαι,
η μια σου απορία έχει απαντηθεί,
γι’ αυτό και βλέπεις τώρα γιατί το δέντρο έχει μαραθεί,
και καταλαβαίνεις τί σημαίνει:
“Καλά παχαίνει όποιο απ’ τον ίσιο δρόμο δεν
παραπλανηθεί”».
=====================
Τυπωθήτω – Γιώργος Δάρδανος
Γραμμένος στην καθομιλουμένη από τον Ανδρέα Ριζιώτη